Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 335-404
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας: 335
«Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
φλοκάτες και σεντόνια λιόλαμπρα καθόλου δε μ᾽ αρέσουν
απ᾽ τον καιρό που τα χιονόσκεπα της Κρήτης όρη αφήκα
κι έφυγα απάνω στο μακρόκουπο καράβι για τα ξένα.
Λέω να πλαγιάσω ως τότε, ξάγρυπνες που οι νύχτες μου διαβαίναν· 340
δεν είναι λίγες πού ᾽χω σε άβολο πλαγιάσει ως τώρα στρώμα,
τη θείαν Αυγή την ομορφόθρονη να φτάσει καρτερώντας.
Μηδέ και θέλω, ως λες, ποδόλουτρο στα πόδια μου να κάνουν,
μηδέ καμιά από τις γυναίκες σου το πόδι μου ν᾽ αγγίξει,
απ᾽ όσες στο παλάτι βρίσκουνται και κάνουν τις δουλειές σου. 345
Εξόν γριά καμιά κι αν βρίσκεται κοντά σου μυαλωμένη,
γριά πολύ, που νά ᾽χει βάσανα, καθώς εγώ, περάσει·
σ᾽ αυτήν μετά χαράς τα πόδια μου ν᾽ αφήσω να τ᾽ αγγίξει.»
Και τότε η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Ξένε καλέ, κανείς στο σπίτι μου δεν ήρθε απ᾽ άλλα μέρη 350
ξένος, που πιο να τον συμπάθησα για την πολλή του γνώση·
τι είναι ό,τι βγάζεις απ᾽ το στόμα σου στοχαστικό και δίκιο.
Έχω στ᾽ αλήθεια μια γερόντισσα με νου κυβερνημένο,
αυτή που εβύζαξε κι ανάστησε το δόλιο εκείνο, η πρώτη,
που σαν τον γέννησε η μητέρα του, τον δέχτηκε στα χέρια· 355
τούτη, κι ας είναι δίχως δύναμη, τα πόδια θα σου πλύνει.
Μόν᾽ έλα τώρα, σήκω, πλύνε τον, Ευρύκλεια μυαλωμένη,
το συνομήλικο του αφέντη σου. Ποιός ξέρει, κι ο Οδυσσέας
τέτοια μπορεί ποδάρια σήμερα και τέτοια χέρια νά ᾽χει·
γερνούν τον άνθρωπο τα βάσανα μαθές και πριν της ώρας.» 360
Αυτά ειπε εκείνη, κι η γερόντισσα τα κλάματα κινούσε,
την όψη μες στα χέρια κρύβοντας, κι αυτά θρηνώντας είπε:
«Αχ, γιε μου, εγώ για σένα η δύστυχη! Πιο απ᾽ όλους τους ανθρώπους
το φόβο των θεών κι ας ένιωθες, σ᾽ οχτρεύτη ο Δίας αλήθεια!
Κανείς στο Δία τον κεραυνόχαρο δεν έχει κάψει τόσα 365
παχιά μεριά, βοδιών δεν πρόσφερε τρανές θυσίες κανένας,
καθώς εσύ, και δέουσουν, κάποτε σε γερατιά να φτάσεις
μακαρισμένα και περίλαμπρο το γιο σου ν᾽ αναστήσεις·
και τώρα μόνο εσένα αρνήστηκε του γυρισμού τη μέρα!
Ποιός ξέρει, να του φέρνουνται άσκημα μπορεί κι εκείνου οι δούλες, 370
σα φτάνει σε τρανό αρχοντόσπιτο, μακριά στα ξένα κάπου ―
καθώς και σένα δα σου φέρθηκαν οι σκύλες τούτες όλες.
Για να ξεφύγεις τα πικρόλογα και την καταλαλιά τους,
δε θέλεις να σε πλύνουν· κι έσπρωξεν, όχι άθελά μου, εμένα
η Πηνελόπη τώρα, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα. 375
Και για χατίρι της αφέντρας μου και για δικό σου θέλω
τα πόδια να σου πλύνω· μέσα μου ξεσηκωθήκαν τόσοι
τώρα καημοί! Μα ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσεις θέλω τώρα:
Βασανισμένοι πλήθος έφτασαν στα αρχοντικό μας ξένοι,
μα λέω πως άλλον δεν αντίκρισα ποτέ μου, του Οδυσσέα 380
τόσο στα πόδια και στο ανάριμμα και στη φωνή να μοιάζει!»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Όσοι μάς βλέπουν με τα μάτια τους, γερόντισσα, μπροστά τους
παρόμοια λόγια λένε· μοιάζουμε πολύ συνάλληλώς μας,
καθώς και συ το παρατήρησες μονάχη και μας τό ᾽πες.» 385
Αυτά ειπε, κι έφερε η γερόντισσα στραφταλιστό λεβέτι,
που τό ᾽χε πάντα για ποδόλουτρο, και κρύο νερό τού χύνει
μέσα πολύ, κι απάνω του έριξε ζεστό· μα από το τζάκι
κάθισε αλάργα εκείνος στρέφοντας στο σκότος το κορμί του·
φοβήθηκε πως αν τον άγγιζε, μπορούσε το σημάδι 390
να καταλάβει, κι έτσι νά ᾽βγαινε το καθετί στη φόρα.
Κι εκείνη ζύγωσε και βάλθηκε το ρήγα της να πλένει·
αμέσως το σημάδι εγνώρισε, που τού ᾽χε αφήσει ο κάπρος
στον Παρνασό, για τον Αυτόλυκο σαν πήγε και τους γιους του,
τον αντρειανό γονιό της μάνας του, που άλλος κανείς στους όρκους 395
και στην κλεψιά δεν του παράβγαινε· θεός τού τό ᾽χε δώσει,
ο Ερμής, το δώρο αυτό· τι τού ᾽καιγε μεριά από αρνιά και ρίφια
της αρεσκιάς του, του παράστεκε λοιπόν κι αυτός με αγάπη.
Ο Αυτόλυκος μια μέρα φτάνοντας στην καρπερήν Ιθάκη
την κόρη του με γιο νιογέννητο λεχώνα βρήκε· κι ήταν 400
η Ευρύκλεια τότε που του απίθωσε στα γόνατα τ᾽ αγγόνι,
το δείπνο ως τέλεψε, του μίλησε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Αυτόλυκε, μονάχος τ᾽ όνομα να βρείς, για να το δώσεις
στου τέκνου σου το τέκνο· τό ᾽θελες από καρδιάς τ᾽ αγγόνι!»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 335
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα
ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα
νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
κείω δ᾽ ὡς τὸ πάρος περ ἀΰπνους νύκτας ἴαυον· 340
πολλὰς γὰρ δὴ νύκτας ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ
ἄεσα καί τ᾽ ἀνέμεινα ἐΰθρονον Ἠῶ δῖαν.
οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ
γίγνεται· οὐδὲ γυνὴ ποδὸς ἅψεται ἡμετέροιο
τάων αἵ τοι δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν, 345
εἰ μή τις γρηῦς ἐστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα,
ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσὶν ὅσσα τ᾽ ἐγώ περ·
τῇ δ᾽ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«ξεῖνε φίλ᾽· οὐ γάρ πώ τις ἀνὴρ πεπνυμένος ὧδε 350
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα,
ὡς σὺ μάλ᾽ εὐφραδέως πεπνυμένα πάντ᾽ ἀγορεύεις·
ἔστι δέ μοι γρηῢς πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχουσα,
ἣ κεῖνον δύστηνον ἐῢ τρέφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλε,
δεξαμένη χείρεσσ᾽, ὅτε μιν πρῶτον τέκε μήτηρ, 355
ἥ σε πόδας νίψει, ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἀνστᾶσα, περίφρων Εὐρύκλεια,
νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα. καί που Ὀδυσσεὺς
ἤδη τοιόσδ᾽ ἐστὶ πόδας τοιόσδε τε χεῖρας·
αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.» 360
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα,
δάκρυα δ᾽ ἔκβαλε θερμά, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν·
«ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς
ἀνθρώπων ἔχθαιρε θεουδέα θυμὸν ἔχοντα.
οὐ γάρ πώ τις τόσσα βροτῶν Διὶ τερπικεραύνῳ 365
πίονα μηρία κῆ᾽ οὐδ᾽ ἐξαίτους ἑκατόμβας,
ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδους ἀρώμενος ἧος ἵκοιο
γῆράς τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν·
νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
οὕτω που καὶ κείνῳ ἐφεψιόωντο γυναῖκες 370
ξείνων τηλεδαπῶν, ὅτε τευ κλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκοιτο,
ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται ἅπασαι,
τάων νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ᾽ ἀλεείνων
οὐκ ἐάᾳς νίζειν· ἐμὲ δ᾽ οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια. 375
τῷ σε πόδας νίψω ἅμα τ᾽ αὐτῆς Πηνελοπείης
καὶ σέθεν εἵνεκ᾽, ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμὸς
κήδεσιν. ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει ἔπος, ὅττι κεν εἴπω·
πολλοὶ δὴ ξεῖνοι ταλαπείριοι ἐνθάδ᾽ ἵκοντο,
ἀλλ᾽ οὔ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι 380
ὡς σὺ δέμας φωνήν τε πόδας τ᾽ Ὀδυσῆϊ ἔοικας.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γρηῦ, οὕτω φασὶν ὅσοι ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
ἡμέας ἀμφοτέρους, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν
ἔμμεναι, ὡς σύ περ αὐτὴ ἐπιφρονέουσ᾽ ἀγορεύεις.» 385
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ λέβηθ᾽ ἕλε παμφανόωντα,
τοῦ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ᾽ ἐνεχεύατο πουλὺ
ψυχρόν, ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα·
αὐτίκα γὰρ κατὰ θυμὸν ὀΐσατο, μή ἑ λαβοῦσα 390
οὐλὴν ἀμφράσσαιτο καὶ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο.
νίζε δ᾽ ἄρ᾽ ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ᾽ ἑόν· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα μετ᾽ Αὐτόλυκόν τε καὶ υἷας,
μητρὸς ἑῆς πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο 395
κλεπτοσύνῃ θ᾽ ὅρκῳ τε· θεὸς δέ οἱ αὐτὸς ἔδωκεν
Ἑρμείας· τῷ γὰρ κεχαρισμένα μηρία καῖεν
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· ὁ δέ οἱ πρόφρων ἅμ᾽ ὀπήδει.
Αὐτόλυκος δ᾽ ἐλθὼν Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέρος ἧς· 400
τόν ῥά οἱ Εὐρύκλεια φίλοις ἐπὶ γούνασι θῆκε
παυομένῳ δόρποιο, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Αὐτόλυκ᾽, αὐτὸς νῦν ὄνομ᾽ εὕρεο ὅττι κε θῆαι
παιδὸς παιδὶ φίλῳ· πολυάρητος δέ τοί ἐστι.»