Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 346-393
Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες
να πάψουν τ᾽ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα
μαθές ακόμα πιο βαθύτερα μες στου Οδυσσέα τα στήθη.
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, για να γελάσουν οι άλλοι,
τον Οδυσσέα καθώς θ᾽ ανάμπαιζε, το λόγο εκίνα πρώτος: 350
«Ακούστε μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
το τί η καρδιά με σπρώχνει μέσα μου να πω: δω πέρα τούτος
χωρίς θεού βουλή δεν έφτασε στο σπίτι του Οδυσσέα·
αλήθεια, των δαδιών το αντίφλογο να κατεβαίνει μοιάζει
απ᾽ το κεφάλι του ― δεν τού ᾽μειναν μαθές καθόλου τρίχες!» 355
Στον Οδυσσέα κατόπι μίλησε τον καστροπολεμίτη:
«Θά ᾽θελες, ξένε, αν το αποφάσιζα, να μπείς στη δούλεψή μου,
μακριά στα ξώμερα ― κι η ρόγα σου θά ᾽ναι αρκετή ― λιθάρια
να κουβαλάς για φράχτες, τρίψηλα να μου φυτεύεις δέντρα;
Ολοχρονίς ψωμί θα σού ᾽δινα, να τρως την πάσα μέρα, 360
και για τα ρούχα σου θα γνοιάζομουν και για την ποδεμή σου.
Όμως κακόμαθες, δε σού ᾽ρχεται να πιάσεις να δουλεύεις·
τό ᾽χεις καλύτερο, την άπατη κοιλιά σου για να θρέψεις,
να τριγυρίζεις ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: 365
«Άνοιξη νά ᾽ταν τώρα, Ευρύμαχε, νά ᾽χουν μακρύνει οι μέρες,
και συ κι εγώ να παραβγαίναμε σ᾽ όποια δουλειά ― χορτάρι
να κόψουμε, κι εγώ καλόγυρτο δρεπάνι να κρατούσα,
και συ παρόμοιο νά ᾽χες, στη δουλειά γεμάτα να ριχτούμε,
ώσπου να ᾽ρθεί το σκότος, άφαγοι, το χόρτο να μη λείπει· 370
και βόδια νά ᾽χαμε να οργώνουμε, τα πιο δυναμωμένα,
γεμάτα ορμή, τρανά, που χόρτασαν μαζί βοσκολογώντας,
ίδια γερά και συνομήλικα, με ανάκαρα περίσσια,
και νά ᾽ταν τέσσερα τα στρέμματα, και μαλακό το χώμα
στο αλέτρι ομπρός, ν᾽ ανοίγω θά ᾽βλεπες την αυλακιά μια κι όξω! 375
Και πόλεμο αν κινούσε πάνω μας του Κρόνου ο γιος μια μέρα,
σήμερα ακόμα, το σκουτάρι μου και δυο κοντάρια νά ᾽χα,
κι ολόχαλκο στα δυο μελίγγια μου που να ταιριάζει κράνος,
μέσ᾽ απ᾽ τους πρόμαχους θα μ᾽ έβλεπες να τρέχω από τους πρώτους,
και δε θα μ᾽ έκανες ανάμπαιγμα, να λες για την κοιλιά μου! 380
Τα έργα σού αρέσουν όμως τ᾽ άνομα κι είναι σκληρή η καρδιά σου.
Τώρα τρανός, γεμάτος δύναμη φαντάζεσαι πως είσαι,
καθώς σε τριγυρνούν ανούφελοι και τιποτένιοι μόνο.
Μα αν ο Οδυσσέας ερχόταν κι έφτανε στη γη την πατρική του,
οι πόρτες τούτες, όσο διάπλατες, μεμιάς θα σου φαινόνταν 385
στενές πως είναι, καθώς θά ᾽τρεχες να πεταχτείς στο δρόμο!»
Είπε, και σύγκλυσε του Ευρύμαχου πιο ακόμα οργή τα φρένα,
και λόγια τού ᾽λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Βαριά θα μου πλερώσεις, άραχλε, γι᾽ αυτά που ξεστομίζεις
σε τόσους άντρες μέσα απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο. 390
Τα φρένα το κρασί σού θόλωσε, γιά ο νους σου κατεβάζει
τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
Γιά σ᾽ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;»
Μνηστῆρας δ᾽ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν,
κερτομέων Ὀδυσῆα· γέλω δ᾽ ἑτάροισιν ἔτευχε· 350
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει·
ἔμπης μοι δοκέει δαΐδων σέλας ἔμμεναι αὐτοῦ
κὰκ κεφαλῆς, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι τρίχες οὐδ᾽ ἠβαιαί.» 355
Ἦ ῥ᾽, ἅμα τε προσέειπεν Ὀδυσσῆα πτολίπορθον·
«ξεῖν᾽, ἦ ἄρ κ᾽ ἐθέλοις θητευέμεν, εἴ σ᾽ ἀνελοίμην,
ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῆς ―μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται―
αἱμασιάς τε λέγων καὶ δένδρεα μακρὰ φυτεύων;
ἔνθα κ᾽ ἐγὼ σῖτον μὲν ἐπηετανὸν παρέχοιμι, 360
εἵματα δ᾽ ἀμφιέσαιμι ποσίν θ᾽ ὑποδήματα δοίην.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾽ ἔμμαθες, οὐκ ἐθελήσεις
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσειν κατὰ δῆμον
βούλεαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ᾽ ἄναλτον.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 365
«Εὐρύμαχ᾽, εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾽ ἤματα μακρὰ πέλονται,
ἐν ποίῃ, δρέπανον μὲν ἐγὼν εὐκαμπὲς ἔχοιμι,
καὶ δὲ σὺ τοῖον ἔχοις, ἵνα πειρησαίμεθα ἔργου
νήστιες ἄχρι μάλα κνέφαος, ποίη δὲ παρείη. 370
εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι,
αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης,
ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
τετράγυον δ᾽ εἴη, εἴκοι δ᾽ ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ·
τῷ κέ μ᾽ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην. 375
εἰ δ᾽ αὖ καὶ πόλεμόν ποθεν ὁρμήσειε Κρονίων
σήμερον, αὐτὰρ ἐμοὶ σάκος εἴη καὶ δύο δοῦρε
καὶ κυνέη πάγχαλκος, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖα,
τῷ κέ μ᾽ ἴδοις πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα,
οὐδ᾽ ἄν μοι τὴν γαστέρ᾽ ὀνειδίζων ἀγορεύοις. 380
ἀλλὰ μάλ᾽ ὑβρίζεις καί τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής·
καί πού τις δοκέεις μέγας ἔμμεναι ἠδὲ κραταιός,
οὕνεκα πὰρ παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖς.
εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
αἶψά κέ τοι τὰ θύρετρα, καὶ εὐρέα περ μάλ᾽ ἐόντα, 385
φεύγοντι στείνοιτο διὲκ προθύροιο θύραζε.»
Ὣς ἔφατ᾽, Εὐρύμαχος δ᾽ ἐχολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἆ δείλ᾽, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾽ ἀγορεύεις
θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ 390
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;»