Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 356-408
Σαν είπε τούτα και στις φούχτες του τα εδέχτη, στο σκισμένο
τ᾽ απίθωσε σακούλι κι άρχισε να τρώει· την ίδιαν ώρα
στο αρχονταρίκι το τραγούδι του κινούσε ο τραγουδάρης.
Κι ο θείος τραγουδιστής σαν έπαψε κι απόφαγε ο Οδυσσέας,
βουή τρανή οι μνηστήρες άσκωσαν. Κι ήρθε η Αθηνά Παλλάδα 360
και στου Λαέρτη δίπλα στέκοντας το γιο τού δίνει ορμήνια
απ᾽ τους μνηστήρες ό,τι απόμενε ψωμί να ζητιανέψει,
ποιός είναι δίκιος, ποιός ειναι άνομος να μάθει απ᾽ όλους τούτους·
μα κι έτσι εκείνη δε θα γλίτωνε κανένα από το Χάρο.
Και κίνησε να πάει γυρεύοντας, δεξιά μεριά, κι ολούθε 365
το χέρι του άπλωνε, λες κι ήτανε ζητιάνος από χρόνια.
Κι εκείνοι ξαφνιασμένοι τού ᾽διναν από συμπόνια κάτι
κι αναρωτιόνταν συναλλήλως τους ποιός ήταν, πούθε ερχόταν.
Και τότε ο Μελανθέας τούς μίλησεν, ο γιδολάτης, κι είπε:
«Ακούστε μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες, 370
γι᾽ αυτόν τον ξένο· τον αντάμωσα μαθές εγώ πιο πρώτα.
Εδώ ο χοιροβοσκός τον έφερε το δρόμο δείχνοντάς του·
ποιός όμως είναι, πούθε πέτεται πως σέρνει, δεν κατέχω.»
Στον Εύμαιο τότε ο Αντίνοος μίλησε, βαριά αποπαίρνοντάς τον:
«Χοιροβοσκέ, να μη σε ξέραμε! Τί μας τον φέρνεις πάλε 375
δω πέρα τούτον; Οι άλλοι πού ᾽ρχονται δε φτάνουν λες ζητιάνοι,
οι ψωμοζήτες οι ανεβάσταγοι, των τραπεζιών η λέπρα;
Παραπονιέσαι που του αφέντη σου τα πλούτη μαζωνόνται
και τρώνε τόσοι ― και προσκάλεσες και τούτον από πάνω!»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες: 380
«Κι αν είσαι αρχόντου γιος, δε μίλησες, Αντίνοε, μυαλωμένα·
ποιός είναι αυτός που πάει γυρεύοντας να κουβαλήσει ξένο;
ξον νά ᾽χει ανάγκη από την τέχνη του, γιά μαντολόγο κάποιον,
γιά και γιατρό για μιαν αρρώστια του, γιά μαραγκό, γιά κάποιον
απ᾽ τους θεϊκούς τους τραγουδάρηδες, που φραίνουν τραγουδώντας. 385
Μονάχα αυτούς μαθές στην άμετρη τη γης φωνάζει ο κόσμος.
Ζητιάνο ποιός ποτέ προσκάλεσε, για να του φάει το βιος του;
Μα πάντα δείχνεις πιο κακότροπος απ᾽ όλους τους μνηστήρες
στους δούλους του Οδυσσέα, μα πιότερο σα στέκω εγώ μπροστά σου.
Μα αλήθεια, τί με νοιάζει! Η φρόνιμη μονάχα Πηνελόπη 390
να ζει εδώ μέσα κι ο Τηλέμαχος ο θεοδιωματάρης!»
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
«Τη χάρη κάνε μου και σώπαινε! Με τον Αντίνοο λόγια
πολλά μη συναλλάζεις. Άσκημα το συνηθάει ν᾽ αγγρίζει
τον κόσμο με βρισιές αδιάκοπα, και σπρώχνει και τους άλλους.» 395
Γυρνώντας στον Αντίνοο μίλησε μετά κι απηλογήθη:
«Αλήθεια, Αντίνοε, πώς με γνοιάζεσαι, καθώς το γιο του ο κύρης,
που αυτόν τον ξένο από το σπίτι μου ζητάς εγώ να διώξω
με άγριες φωνές. Μη δώσεις άδικο να κάνω τέτοιο, θε μου!
Πάρε και δώσ᾽ του, έχεις το λεύτερο, σου το γυρεύω ατός μου, 400
και μην ντραπείς γι᾽ αυτό τη μάνα μου γιά από τους δούλους κάποιον,
που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
Όμως δεν είναι αυτό που γνοιάζεσαι βαθιά στα φρένα, μόνο
τό ᾽χεις να τρως εσύ καλύτερο παρά αλλουνού να δίνεις.»
Γυρνώντας τότε ο Αντίνοος μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: 405
«Τηλέμαχε, γλωσσά κι απόκοτε, τί λόγια αυτά που κρένεις;
Όλοι οι μνηστήρες αν τον φίλευαν με τόσο δα από τούτο,
τρεις μήνες θά ᾽κανε στο σπίτι σου ξανά να βάλει πόδι!»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἐδέξατο καὶ κατέθηκεν
αὖθι ποδῶν προπάροιθεν, ἀεικελίης ἐπὶ πήρης,
ἤσθιε δ᾽ ἧος ἀοιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἄειδεν·
εὖθ᾽ ὁ δεδειπνήκειν, ὁ δ᾽ ἐπαύετο θεῖος ἀοιδός,
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρ᾽· αὐτὰρ Ἀθήνη 360
ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα
ὄτρυν᾽, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι,
γνοίη θ᾽ οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ᾽ ἀθέμιστοι·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς τιν᾽ ἔμελλ᾽ ἀπαλεξήσειν κακότητος.
βῆ δ᾽ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον, 365
πάντοσε χεῖρ᾽ ὀρέγων, ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη.
οἱ δ᾽ ἐλεαίροντες δίδοσαν, καὶ ἐθάμβεον αὐτὸν,
ἀλλήλους τ᾽ εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης, 370
τοῦδε περὶ ξείνου· ἦ γὰρ μιν πρόσθεν ὄπωπα.
ἦ τοι μέν οἱ δεῦρο συβώτης ἡγεμόνευεν,
αὐτὸν δ᾽ οὐ σάφα οἶδα, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίνοος δ᾽ ἔπεσιν νείκεσσε συβώτην·
«ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα, τίη δὲ σὺ τόνδε πόλινδε 375
ἤγαγες; ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι,
πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες;
ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος
ἐνθάδ᾽ ἀγειρόμενοι, σὺ δὲ καί ποθι τόνδ᾽ ἐκάλεσσας;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· 380
«Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν καλὰ καὶ ἐσθλὸς ἐὼν ἀγορεύεις·
τίς γὰρ δὴ ξεῖνον καλεῖ ἄλλοθεν αὐτὸς ἐπελθὼν
ἄλλον γ᾽, εἰ μὴ τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι,
μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων,
ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδόν, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων; 385
οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν·
πτωχὸν δ᾽ οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν.
ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων
δμωσὶν Ὀδυσσῆος, περὶ δ᾽ αὖτ᾽ ἐμοί· αὐτὰρ ἐγώ γε
οὐκ ἀλέγω, ἧός μοι ἐχέφρων Πηνελόπεια 390
ζώει ἐνὶ μεγάροις καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«σίγα, μή μοι τοῦτον ἀμείβεο πολλὰ ἔπεσσιν·
Ἀντίνοος δ᾽ εἴωθε κακῶς ἐρεθιζέμεν αἰεὶ
μύθοισιν χαλεποῖσιν, ἐποτρύνει δὲ καὶ ἄλλους.» 395
Ἦ ῥα καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἀντίνο᾽, ἦ μευ καλὰ πατὴρ ὣς κήδεαι υἷος,
ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι
μύθῳ ἀναγκαίῳ· μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειε.
δός οἱ ἑλών· οὔ τοι φθονέω· κέλομαι γὰρ ἐγώ γε· 400
μήτ᾽ οὖν μητέρ᾽ ἐμὴν ἅζευ τό γε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.
ἀλλ᾽ οὔ τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα·
αὐτὸς γὰρ φαγέμεν πολὺ βούλεαι ἢ δόμεν ἄλλῳ.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε· 405
«Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες.
εἴ οἱ τόσσον πάντες ὀρέξειαν μνηστῆρες,
καί κέν μιν τρεῖς μῆνας ἀπόπροθεν οἶκος ἐρύκοι.»