Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 16 στ. 321-392
Τέτοια σταυρώναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε·
το άρμενο ωστόσο, τον Τηλέμαχο πού ᾽χε απ᾽ την Πύλο φέρει
και τους συντρόφους του όλους, έφτασε γυρνώντας στην Ιθάκη.
Κι όταν εκείνοι στο πολύβαθο λιμάνι μέσα εμπήκαν,
όξω τραβήξαν το καράβι τους το μελανό στον άμμο, 325
και τα παιδόπουλα τα πέρφανα σηκώσαν τ᾽ άρματά τους,
και στου Κλυτίου μετά κουβάλησαν τα δώρα τα πανώρια,
κι έναν διαλάλη τέλος έστειλαν στο σπίτι του Οδυσσέα,
στην Πηνελόπη τα μαντάτα τους να πει τη μυαλωμένη,
πως ήταν διάτα του Τηλέμαχου το πλοίο να ᾽ρθεί στο κάστρο, 330
κι αυτός θ᾽ απόμενε στα χτήματα, πια φόβο να μην έχει
η ρήγισσα η τρανή και τρέχουνε τα μάτια της ποτάμι.
Κι ο θείος χοιροβοσκός αντάμωσε τον κράχτη, και τραβούσαν
ίδιο ακριβώς να φέρουν μήνυμα κι οι δυο στην Πηνελόπη.
Κι ως φτάσαν στου θεϊκού ρηγάρχη τους σε λίγο το παλάτι, 335
ο κράχτης στάθηκε και φώναξεν εκεί μπροστά στις δούλες:
«Άκου, βασίλισσα, πια εδιάγειρεν ο γιος σου από την Πύλο!»
Μα ο θείος χοιροβοσκός εζύγωσε την Πηνελόπη πρώτα
κι από κοντά του γιου της έλεγε το μήνυμα για κείνη.
Μόλις της είπε όσα παράγγειλεν εκείνος άκρη ως άκρη, 340
αυλή και κάμαρες παράτησε, στους χοίρους να διαγείρει.
Μα τους μνηστήρες πίκρα επλάκωσε βαριά και στενοχώρια,
κι απ᾽ το παλάτι εβγήκαν, της αυλής τον τοίχο προσπερνώντας,
κι απόξω εκεί από την αυλόπορτα σε συντυχιά καθίζαν.
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, το λόγο εκίνα πρώτος: 345
«Φίλοι, τρανή δουλειά ο Τηλέμαχος με τούτο το ταξίδι
σκάρωσε απόκοτα, κι ας λέγαμε πως δε θα το τελέψει.
Μα ομπρός, καράβι μαύρο ας ρίξουμε, το πιο γοργό, στο κύμα
και κουπολάτες ας μαζώξουμε, χωρίς καιρό να χάσουν
σε κείνους να μηνύσουν, γρήγορα ξοπίσω να διαγείρουν.» 350
Ακόμα εστέκουνταν ο λόγος του, κι ο Αμφίνομος, γυρνώντας
απ᾽ το θρονί του, βλέπει τ᾽ άρμενο μες στο βαθύ λιμάνι,
την ώρα τα πανιά που εμάιναραν και τα κουπιά κρατούσαν.
Με την καρδιά του τότε γέλασε και λέει στους σύντροφούς του:
«Ανάγκη πια καμιά για μήνυμα, πια εμπήκαν μέσα, νά τους! 355
Από θεό μπορεί να τό ᾽μαθαν, μπορεί κι ατοί τους νά ᾽δαν
να προσπερνάει μπροστά τους τ᾽ άρμενο και πια δεν το προφταίναν.»
Σαν είπε τούτα, εκείνοι ασκώθηκαν και τρέξαν στο ακρογιάλι
και στη στεριά τραβήξαν γρήγορα το μελανό καράβι,
και τα παιδόπουλα τα πέρφανα σηκώσαν τ᾽ άρματά τους. 360
Κι εκείνοι επήραν δρόμο, σύναξη στην αγορά να κάμουν,
κι άλλον κοντά τους, νιο γιά γέροντα, να κάτσει δεν αφήναν.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Ωχού, οι θεοί και πώς τον γλίτωσαν του Χάρου ετούτον τώρα!
Τη μέρα βάρδιες στ᾽ ανεμόδαρτα στεκόνταν κορφοβούνια 365
κι όλο συνάλλαζαν· κι ως βούλιαζεν ο γήλιος, δε μας είδε
μια νύχτα στη στεριά να υπνώνουμε· μες στο γοργό καράβι
ως τα χαράματα αλωνίζαμε το πέλαγο, καρτέρι
έχοντας στήσει στον Τηλέμαχο, να βρεί το θάνατό του·
όμως την ίδιαν ώρα ένας θεός τον γύριζε στο σπίτι! 370
Καιρός πια εδώ να μελετήσουμε το μαύρο χαλασμό του,
να μη γλιτώσει πια ο Τηλέμαχος απ᾽ τα δικά μας χέρια·
αν τούτος ζει, δεν το φαντάζουμαι να βγεί η δουλειά μας πέρα·
τι ατός του να σκεφτεί κι απόφαση να πάρει τώρα ξέρει·
κι ουδέ κι ο κόσμος την αγάπη του για μας ως πρώτα δείχνει. 375
Μα ελάτε, πριν αυτός σε σύναξη τους Αχαιούς καλέσει·
τι ν᾽ απομείνει δε φαντάζουμαι με σταυρωμένα χέρια·
βαρύς θά ᾽ναι ο θυμός του· στέκοντας μπρος σε όλους θα φωνάξει,
το μαύρο του χαμό πως κλώθαμε, μα πρόφτασε να φύγει.
Κι οι άλλοι, κακές δουλειές ακούγοντας, δε θά ᾽ρθουν λέω μαζί μας· 380
κακό κανένα μη μας κάνουνε και μας ξορίσουν όλους
μακριά απ᾽ τη χώρα μας, σε αλλόξενους να τριγυρνάμε τόπους.
Πιο πριν το θάνατο στα ξώμερα να βρεί, μακριά απ᾽ το κάστρο
γιά και στο δρόμο, από τα χέρια μας, το βιος και τ᾽ αγαθά του
μετά να μοιραστούμε, δίνοντας στη μάνα του μονάχα 385
και σε όποιον ταίρι θα την έπαιρνε το σπίτι να καθόνται.
Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου και προτιμάτε εκείνος
να ζει κι ολάκερα να χαίρεται τα πατρικά του πλούτη,
όλοι μαζί πια ας μην ερχόμαστε τα ποθητά αγαθά του
να τρώμε ανέμπληστα· απ᾽ το σπίτι του καθείς μας ας γυρέψει 390
με δώρα να την κάνει ταίρι του· κι εκείνη τότε ας πάρει
όποιον χαρίσει περισσότερα και της τον γράφει η μοίρα.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ Ἰθάκηνδε κατήγετο νηῦς εὐεργής,
ἣ φέρε Τηλέμαχον Πυλόθεν καὶ πάντας ἑταίρους.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκοντο,
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν, 325
τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες,
αὐτίκα δ᾽ ἐς Κλυτίοιο φέρον περικαλλέα δῶρα.
αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ᾽ ἀγροῦ, νῆα δ᾽ ἀνώγει 330
ἄστυδ᾽ ἀποπλείειν, ἵνα μὴ δείσασ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ἰφθίμη βασίλεια τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβοι.
τὼ δὲ συναντήτην κῆρυξ καὶ δῖος ὑφορβὸς
τῆς αὐτῆς ἕνεκ᾽ ἀγγελίης, ἐρέοντε γυναικί.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκοντο δόμον θείου βασιλῆος, 335
κῆρυξ μέν ῥα μέσῃσι μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν·
«ἤδη τοι, βασίλεια, φίλος πάϊς εἰλήλουθε.»
Πηνελοπείῃ δ᾽ εἶπε συβώτης ἄγχι παραστὰς
πάνθ᾽ ὅσα οἱ φίλος υἱὸς ἀνώγει μυθήσασθαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπε, 340
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε.
Μνηστῆρες δ᾽ ἀκάχοντο κατήφησάν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐκ δ᾽ ἦλθον μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς,
αὐτοῦ δὲ προπάροιθε θυράων ἑδριόωντο.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν· 345
«ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως τετέλεσται
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν, ἥ τις ἀρίστη,
ἐς δ᾽ ἐρέτας ἁλιῆας ἀγείρομεν, οἵ κε τάχιστα
κείνοις ἀγγείλωσι θοῶς οἶκόνδε νέεσθαι.» 350
Οὔ πω πᾶν εἴρηθ᾽, ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ἀμφίνομος ἴδε νῆα,
στρεφθεὶς ἐκ χώρης, λιμένος πολυβενθέος ἐντός,
ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας.
ἡδὺ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκγελάσας μετεφώνεεν οἷς ἑτάροισι·
«μή τιν᾽ ἔτ᾽ ἀγγελίην ὀτρύνομεν· οἵδε γὰρ ἔνδον. 355
ἤ τίς σφιν τόδ᾽ ἔειπε θεῶν, ἢ ἔσιδον αὐτοὶ
νῆα παρερχομένην, τὴν δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχῆναι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες. 360
αὐτοὶ δ᾽ εἰς ἀγορὴν κίον ἁθρόοι, οὐδέ τιν᾽ ἄλλον
εἴων οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ὢ πόποι, ὡς τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ κακότητος ἔλυσαν.
ἤματα μὲν σκοποὶ ἷζον ἐπ᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας 365
αἰὲν ἐπασσύτεροι· ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
οὔ ποτ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου νύκτ᾽ ἄσαμεν, ἀλλ᾽ ἐνὶ πόντῳ
νηῒ θοῇ πλείοντες ἐμίμνομεν Ἠῶ δῖαν,
Τηλέμαχον λοχόωντες, ἵνα φθείσωμεν ἑλόντες
αὐτόν· τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων. 370
ἡμεῖς δ᾽ ἐνθάδε οἱ φραζώμεθα λυγρὸν ὄλεθρον
Τηλεμάχῳ, μηδ᾽ ἧμας ὑπεκφύγοι· οὐ γὰρ ὀΐω
τούτου γε ζώοντος ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα.
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε,
λαοὶ δ᾽ οὐκέτι πάμπαν ἐφ᾽ ἡμῖν ἦρα φέρουσιν. 375
ἀλλ᾽ ἄγετε, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς
εἰς ἀγορήν ―οὐ γάρ τι μεθησέμεναί μιν ὀΐω,
ἀλλ᾽ ἀπομηνίσει, ἐρέει δ᾽ ἐν πᾶσιν ἀναστὰς
οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾽ ἐκίχημεν·
οἱ δ᾽ οὐκ αἰνήσουσιν ἀκούοντες κακὰ ἔργα· 380
μή τι κακὸν ῥέξωσι καὶ ἥμεας ἐξελάσωσι
γαίης ἡμετέρης, ἄλλων δ᾽ ἀφικώμεθα δῆμον·
ἀλλὰ φθέωμεν ἑλόντες ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος
ἢ ἐν ὁδῷ· βίοτον δ᾽ αὐτοὶ καὶ κτήματ᾽ ἔχωμεν,
δασσάμενοι κατὰ μοῖραν ἐφ᾽ ἡμέας, οἰκία δ᾽ αὖτε 385
κείνου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.
εἰ δ᾽ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει, ἀλλὰ βόλεσθε
αὐτόν τε ζώειν καὶ ἔχειν πατρώϊα πάντα,
μή οἱ χρήματ᾽ ἔπειτα ἅλις θυμηδέ᾽ ἔδωμεν
ἐνθάδ᾽ ἀγειρόμενοι, ἀλλ᾽ ἐκ μεγάροιο ἕκαστος 390
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος· ἡ δέ κ᾽ ἔπειτα
γήμαιθ᾽ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»