Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 325-388
Εύμαιε, και συ πολύ συχύστηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες: 325
«Ωχού μου, ξένε, πώς την έβαλες τέτοια βουλή στο νου σου;
Αλήθεια, μην εκεί λαχτάρησες να βρείς το χαλασμό σου,
με τους μνηστήρες που πεθύμησες να μπλέξεις; ― κι έχει φτάσει
η αδιαντροπιά κι η κακοσύνη τους στα σιδερένια ουράνια!
Παραστεκάμενους στα χρόνια σου δε θένε εκείνοι νά ᾽χουν· 330
καλοντυμένους έχουν νιούτσικους, με κάπα, με χιτώνα,
με μυρωμένα τα κεφάλια τους και τα ώρια πρόσωπά τους
να παραστέκουν· τα τραπέζια τους τα καλοτορνεμένα
ψωμιά, κρασιά και κρέατα ξέχειλα τους καρτερούν να φάνε.
Μένε λοιπόν εδώ, κανένας μας μαζί σου δε θυμώνει, 335
εγώ όχι, μήτε κι άλλος σύντροφος, απ᾽ όσους μού δουλεύουν.
Μα του Οδυσσέα το γιο περίμενε! Μόλις διαγείρει εκείνος,
και κάπα και χιτώνα μόνος του θα σου χαρίσει, κι όπου
καρδιά και νους σε σπρώχνουν, πρόθυμα θα σε καλοστρατίσει.»
Και τότε ο αρχοντικός, πολύπαθος του απάντησε Οδυσσέας: 340
«Εύμαιε, καθώς εγώ σε αγάπησα, κι ο Δίας να σ᾽ αγαπήσει,
που από τα βάσανα με γλίτωσες, τα παραδέρματά μου.
Στη γη να τριγυρίζεις ― βρίσκεται χειρότερο στον κόσμο;
Μα είναι η κοιλιά... Πόσα δε σέρνουμε γι᾽ αυτήν, ανάθεμά τη,
όταν βρεθούμε μες σε βάσανα, παραδαρμούς και πίκρες! 345
Μα τώρα αφού με κόβεις λέγοντας να περιμένω εκείνον,
για του θεϊκού Οδυσσέα γιά μίλα μου τη μάνα και τον κύρη,
που όταν ο γιος του εξενιτεύτηκε, πατούσε το κατώφλι
των γερατιών: να ζουν, να χαίρουνται το φως του γήλιου τάχα,
γιά εχουν πεθάνει πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα;» 350
Σ᾽ αυτά ο χοιροβοσκός τού απάντησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε·
ακόμα ζει ο Λαέρτης, μα άπαυτα το Δία παρακαλιέται
απ᾽ το κορμί μέσα στο σπίτι του να βγεί γοργά η ψυχή του·
τι είναι αγαλήνευτος ο πόνος του για τον υγιό που εχάθη 355
και τη γυναίκα του τη φρόνιμη· το πιο πολύ ο δικός της
καημός τον έκαψε, τον γέρασε στ᾽ αλήθεια πριν της ώρας.
Εκείνη απ᾽ τον καημό μαράθηκε του ξακουσμένου γιου της ―
άσκημος θάνατος! Δε θά ᾽θελα παρόμοιο νά ᾽βρει τέλος
απ᾽ τους Θιακούς κανείς που μού ᾽κανε καλό και τού ᾽χω αγάπη. 360
Μα στη ζωή όσο εκείνη βρίσκουνταν, και πονεμένη που ήταν,
τη γνώμη να της παίρνω μου άρεσε για τούτο και για κείνο·
τι ήταν ατή της που μ᾽ ανάστησε με τη μακρομαντούσα
μαζί Χτιμένη, τη μικρότερη μες στα παιδιά της όλα,
κι ούτε και τόσο στην αγάπη της ξεχώριζε τους δυο μας. 365
Μα ως φούντωσε όλο χάρη η νιότη μας, την όμορφη Χτιμένη
στη Σάμη την παντρέψαν, παίρνοντας και μυριοπλούσια δώρα,
και μένα εκείνη, ρούχα ως μού ᾽δωκε, και κάπα και χιτώνα,
πανέμορφα, και για τα πόδια μου σαντάλια, στα χωράφια
να μείνω μ᾽ έστειλε, και πιότερην ακόμα αγάπη μού ᾽χε. 370
Ωστόσο τούτα πια κι αν μού ᾽λειψαν, οι τρισμακαρισμένοι
θεοί το μόχτο μου τον πρόκοψαν, κι απ᾽ τη δουλειά που κάνω
κι έφαγα κι ήπια κι είχα κι έδινα και σε σεβάσμιους ξένους.
Μα απ᾽ την κυρά μας πια δε γίνεται γλυκό ν᾽ ακούσεις κάτι,
λόγο γιά πράξη, αφόντας πλάκωσε κακό στο σπίτι τέτοιο, 375
οι άνομοι εκείνοι· το χρειάζουνται περίσσια οι δούλοι ωστόσο
με την κυρά τους να μιλήσουνε, να μάθουν τό ᾽να, τ᾽ άλλο,
να φαν, να πιουν, και στα χωράφια τους μετά ως διαγέρνουν, κάτι
να κουβαλούν, απ᾽ όσα δίνουνε χαρά στους δούλους πάντα.»
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος του μίλησε Οδυσσέας: 380
«Ωχού, χοιροβοσκέ, σαν έφευγες μακριά πολύ στα ξένα
πατρίδα και γονιούς αφήνοντας, μικρό παιδάκι θά ᾽σουν!
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου:
Ήρθαν οχτροί και την πλατύδρομη την πολιτεία κουρσέψαν,
εκεί που ζούσαν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου η μάνα, 385
γιά και σε βρήκαν μόνο, πρόβατα να βόσκεις γιά γελάδια,
κουρσάροι, κι ως σε πιάσαν, σ᾽ έφεραν εδώ με τ᾽ άρμενά τους
στου ρήγα το παλάτι, πού ᾽δωκε πολλά να σε αγοράσει;»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· 325
«ὤ μοι, ξεῖνε, τίη τοι ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; ἦ σύ γε πάγχυ λιλαίεαι αὐτόθ᾽ ὀλέσθαι,
εἰ δὴ μνηστήρων ἐθέλεις καταδῦναι ὅμιλον,
τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.
οὔ τοι τοιοίδ᾽ εἰσὶν ὑποδρηστῆρες ἐκείνων, 330
ἀλλὰ νέοι, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας,
αἰεὶ δὲ λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα,
οἵ σφιν ὑποδρώωσιν· ἐΰξεστοι δὲ τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν ἠδ᾽ οἴνου βεβρίθασιν.
ἀλλὰ μέν᾽· οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι, 335
οὔτ᾽ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσει,
πέμψει δ᾽ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς· 340
«αἴθ᾽ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι μ᾽ ἔπαυσας ἄλης καὶ ὀϊζύος αἰνῆς.
πλαγκτοσύνης δ᾽ οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν·
ἀλλ᾽ ἕνεκ᾽ οὐλομένης γαστρὸς κακὰ κήδε᾽ ἔχουσιν
ἀνέρες, ὅν τιν᾽ ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος. 345
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας,
εἴπ᾽ ἄγε μοι περὶ μητρὸς Ὀδυσσῆος θείοιο
πατρός θ᾽, ὃν κατέλειπεν ἰὼν ἐπὶ γήραος οὐδῷ,
ἤ που ἔτι ζώουσιν ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο,
ἦ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι.» 350
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Λαέρτης μὲν ἔτι ζώει, Διὶ δ᾽ εὔχεται αἰεὶ
θυμὸν ἀπὸ μελέων φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν·
ἐκπάγλως γὰρ παιδὸς ὀδύρεται οἰχομένοιο 355
κουριδίης τ᾽ ἀλόχοιο δαΐφρονος, ἥ ἑ μάλιστα
ἤκαχ᾽ ἀποφθιμένη καὶ ἐν ὠμῷ γήραϊ θῆκεν.
ἡ δ᾽ ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο κυδαλίμοιο,
λευγαλέῳ θανάτῳ, ὡς μὴ θάνοι ὅς τις ἐμοί γε
ἐνθάδε ναιετάων φίλος εἴη καὶ φίλα ἔρδοι. 360
ὄφρα μὲν οὖν δὴ κείνη ἔην, ἀχέουσά περ ἔμπης,
τόφρα τί μοι φίλον ἔσκε μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
οὕνεκά μ᾽ αὐτὴ θρέψεν ἅμα Κτιμένῃ τανυπέπλῳ,
θυγατέρ᾽ ἰφθίμῃ, τὴν ὁπλοτάτην τέκε παίδων·
τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην, ὀλίγον δέ τί μ᾽ ἧσσον ἐτίμα. 365
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ᾽ ἄμφω,
τὴν μὲν ἔπειτα Σάμηνδ᾽ ἔδοσαν καὶ μυρί᾽ ἕλοντο,
αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐκείνη
καλὰ μάλ᾽ ἀμφιέσασα, ποσίν θ᾽ ὑποδήματα δοῦσα
ἀγρόνδε προΐαλλε· φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον. 370
νῦν δ᾽ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι· ἀλλά μοι αὐτῷ
ἔργον ἀέξουσιν μάκαρες θεοί, ᾧ ἐπιμίμνω·
τῶν ἔφαγόν τ᾽ ἔπιόν τε καὶ αἰδοίοισιν ἔδωκα.
ἐκ δ᾽ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῦσαι
οὔτ᾽ ἔπος οὔτε τι ἔργον, ἐπεὶ κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, 375
ἄνδρες ὑπερφίαλοι· μέγα δὲ δμῶες χατέουσιν
ἀντία δεσποίνης φάσθαι καὶ ἕκαστα πυθέσθαι
καὶ φαγέμεν πιέμεν τε, ἔπειτα δὲ καί τι φέρεσθαι
ἀγρόνδ᾽, οἷά τε θυμὸν ἀεὶ δμώεσσιν ἰαίνει.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 380
«ὢ πόποι, ὡς ἄρα τυτθὸς ἐών, Εὔμαιε συβῶτα,
πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἠὲ διεπράθετο πτόλις ἀνδρῶν εὐρυάγυια,
ᾗ ἔνι ναιετάασκε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ, 385
ἦ σέ γε μουνωθέντα παρ᾽ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν
ἄνδρες δυσμενέες νηυσὶν λάβον ἠδ᾽ ἐπέρασσαν
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾽, ὁ δ᾽ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»