Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 14 στ. 360-417
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες: 360
«Ξένε τρισάμοιρε, ξεσήκωσες περίσσια την καρδιά μου
τις συφορές σου ανιστορώντας μου, τα παραδέρματά σου.
Μα λέω πιο πριν σωστά δε μίλησες, πως του Οδυσσέα μαντάτα
μας φέρνεις· δεν πιστεύω! Μού ᾽φταναν τα πάθη τα δικά σου.
Γιατί να πεις του κάκου ψέματα; Δεν ξέρω λες κι ατός μου 365
πως δε γυρίζει πίσω ο αφέντης μου; Τον μίσησαν περίσσια
όλοι οι θεοί, που δεν τον σκότωσαν πιο πριν στης Τροίας τα μέρη,
μηδέ, σαν τέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
κι ακόμα η δόξα του θ᾽ απόμενε κληρονομιά στο γιο του. 370
Μα τώρα αδόξαστο τον άρπαξαν οι Λάμιες του θανάτου·
κι εγώ τραβήχτηκα φυλάγοντας τους χοίρους· δεν πηγαίνω
ποτέ στη χώρα, ξον αν είδηση τύχει από κάπου κι έρθει
και στείλει η Πηνελόπη η φρόνιμη και πει πως με γυρεύει.
Εκεί κοντά στον ξένο κάθουνται και τον ψιλορωτούνε, 375
άλλοι θλιμμένοι για το ρήγα τους που χρόνισε στα ξένα,
κι άλλοι χαρούμενοι, που αγδίκιωτα τα πλούτη του ρημάζουν.
Μα εγώ μηδέ ξετάζω τίποτε μηδέ ρωτώ, από τότε
που ήρθε ένας Αιτωλός και μ᾽ έπαιξε· τι είχε σκοτώσει κάποιον,
κι αφού παράδειρε γυρίζοντας σε πλήθος χώρες, ήρθε 380
και στο μαντρί μου· κι όπως κοίταζα να τον καλοσκαμνίσω,
στην Κρήτη πως τον είδε μού ᾽λεγε να σιάζει τα καράβια
που του κακόπαθαν στις θάλασσες, στου Ιδομενέα το σπίτι.
Γιά θέρος γιά ψιμοκαλόκαιρο κοντά μας θα γυρνούσε
με τους ισόθεους λέει συντρόφους του, στα πλούτη φορτωμένος. 385
Και συ, κατακαημένε γέροντα, μια κι ο θεός σε φέρνει,
μη με πλανάς, μη θες με ψέματα να με καλοκαρδίσεις·
δεν είν᾽ γι᾽ αυτό που την αγάπη μου και την τιμή μου θά ᾽χεις·
τον ξένιο Δία φοβούμαι κι ένιωσα συμπόνια και για σένα.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: 390
«Στα στήθια σου η καρδιά σε τίποτε δε δίνει πίστη αλήθεια,
αφού και με όρκο μου δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν᾽ αλλάξω.
Μόν᾽ έλα, στοίχημα να βάλουμε, κι ας είναι απάνωθέ μας
οι αθάνατοι που ζουν στον Όλυμπο και για τους δυο μαρτύροι:
Αν τύχει και διαγείρει ο αφέντης σου στο σπίτι τούτο πίσω, 395
ρούχα να βάλω δώσε απάνω μου, χλαμύδα και χιτώνα,
και πέρα στο Δουλίχιο στείλε με, σαν που ποθεί η καρδιά μου·
μα αν δε γυρίσει πίσω ο αφέντης σου, καθώς σου λέω, να βάλεις
τους δούλους σου από βράχο τρίψηλο να με γκρεμίσουν κάτω,
για να φοβάται κι άλλος ζήτουλας ψευτιές να κατεβάζει.» 400
Κι ο θείος χοιροβοσκός τού μίλησε κι απηλογιά τού δίνει:
«Όνομα, ξένε, λέω πως θά ᾽βγαζα καλό, θα με τιμούσεν
ο κόσμος ― τωρινοί, μελλούμενοι ― το στοίχημα αν δεχόμουν!
Να σε δεχτώ μες στο καλύβι μου, να σε καλοσκαμνίσω,
κι αμέσως να σου δώσω θάνατο, να πάρω τη ζωή σου! 405
Και πια στο Δία τα παρακάλια μου με τί καρδιά θα υψώνω;
Καιρός για δείπνο! Μόνο οι σύντροφοι να φτάναν στο καλύβι
μιαν ώρα αρχύτερα, το δείπνο μας να το γνοιαστούμε πλούσιο.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταυρώναν λόγια τότε,
και νά οι χοιροβοσκοί που διάγερναν στη μάντρα με τους χοίρους. 410
Κι ευτύς, ως πήραν και τους έκλεισαν στις κοίτες να πλαγιάσουν,
αλαλητός ασκώθη αλάγιαστος απ᾽ τα γρυλλίσματά τους.
Κι ο θείος χοιροβοσκός εφώναξε τους σύντροφούς του κι είπε:
«Τον πιο καλό απ᾽ τους χοίρους φέρτε μου, να σφάξω για τον ξένο
το μακρινό· ας καλοπεράσουμε και μεις, που χρόνια τώρα 415
τόσα τραβούμε, τους ασπρόδοντους για να φυλάμε χοίρους,
κι άλλοι αξεπλέρωτα τα κόπια μας να τρων και ν᾽ ασωτεύουν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· 360
«ἆ δειλὲ ξείνων, ἦ μοι μάλα θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἠδ᾽ ὅσ᾽ ἀλήθης.
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐ κατὰ κόσμον, ὀΐομαι, οὐδέ με πείσεις
εἰπὼν ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ· τί σε χρὴ τοῖον ἐόντα
μαψιδίως ψεύδεσθαι; ἐγὼ δ᾽ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς 365
νόστον ἐμοῖο ἄνακτος, ὅ τ᾽ ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι
πάγχυ μάλ᾽, ὅττι μιν οὔ τι μετὰ Τρώεσσι δάμασσαν
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾽ ὀπίσσω. 370
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο.
αὐτὰρ ἐγὼ παρ᾽ ὕεσσιν ἀπότροπος· οὐδὲ πόλινδε
ἔρχομαι, εἰ μή πού τι περίφρων Πηνελόπεια
ἐλθέμεν ὀτρύνῃσιν, ὅτ᾽ ἀγγελίη ποθὲν ἔλθῃ.
ἀλλ᾽ οἱ μὲν τὰ ἕκαστα παρήμενοι ἐξερέουσιν, 375
ἠμὲν οἳ ἄχνυνται δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἠδ᾽ οἳ χαίρουσιν βίοτον νήποινον ἔδοντες·
ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
ἐξ οὗ δή μ᾽ Αἰτωλὸς ἀνὴρ ἐξήπαφε μύθῳ,
ὅς ῥ᾽ ἄνδρα κτείνας, πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἀληθείς, 380
ἦλθεν ἐμὰ πρὸς δώματ᾽· ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον.
φῆ δέ μιν ἐν Κρήτεσσι παρ᾽ Ἰδομενῆϊ ἰδέσθαι
νῆας ἀκειόμενον, τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι·
καὶ φάτ᾽ ἐλεύσεσθαι ἢ ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,
πολλὰ χρήματ᾽ ἄγοντα, σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι. 385
καὶ σύ, γέρον πολυπενθές, ἐπεί σέ μοι ἤγαγε δαίμων,
μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε·
οὐ γὰρ τοὔνεκ᾽ ἐγώ σ᾽ αἰδέσσομαι οὐδὲ φιλήσω,
ἀλλὰ Δία ξένιον δείσας αὐτόν τ᾽ ἐλεαίρων.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 390
«ἦ μάλα τίς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἄπιστος,
οἷόν σ᾽ οὐδ᾽ ὀμόσας περ ἐπήγαγον οὐδέ σε πείθω.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ᾽· αὐτὰρ ὄπισθε
μάρτυροι ἀμφοτέροισι θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
εἰ μέν κεν νοστήσῃ ἄναξ τεὸς ἐς τόδε δῶμα, 395
ἕσσας με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα πέμψαι
Δουλίχιόνδ᾽ ἰέναι, ὅθι μοι φίλον ἔπλετο θυμῷ·
εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω,
δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης,
ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν.» 400
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε δῖος ὑφορβός·
«ξεῖν᾽, οὕτω γάρ κέν μοι ἐϋκλείη τ᾽ ἀρετή τε
εἴη ἐπ᾽ ἀνθρώπους ἅμα τ᾽ αὐτίκα καὶ μετέπειτα,
ὅς σ᾽ ἐπεὶ ἐς κλισίην ἄγαγον καὶ ξείνια δῶκα,
αὖτις δὲ κτείναιμι φίλον τ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην· 405
πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην.
νῦν δ᾽ ὥρη δόρποιο· τάχιστά μοι ἔνδον ἑταῖροι
εἶεν, ἵν᾽ ἐν κλισίῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἀγχίμολον δὲ σύες τε καὶ ἀνέρες ἦλθον ὑφορβοί. 410
τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι,
κλαγγὴ δ᾽ ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων·
αὐτὰρ ὁ οἷς ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός·
«ἄξεθ᾽ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω
τηλεδαπῷ· πρὸς δ᾽ αὐτοὶ ὀνησόμεθ᾽, οἵ περ ὀϊζὺν 415
δὴν ἔχομεν πάσχοντες ὑῶν ἕνεκ᾽ ἀργιοδόντων·
ἄλλοι δ᾽ ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν.»