Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 352-391
Μιλώντας την αντάρα σκόρπισε κι εφάνη γύρα ο τόπος·
και χάρηκε ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο τρισβασανισμένος,
που είδε τη γη του, και τα χώματα φιλεί τα πολυθρόφα·
κι ασκώνοντας τα χέρια ευκήθηκε στις Νεροκόρες κι είπε: 355
«Κόρες του Δία, ξανά δεν τό ᾽λεγα, ξωθιές, καλοκυράδες,
πως θα σας δω. Μα τώρα ολόχαρος την προσευκή μου υψώνω.
Γεια και χαρά! Θα σας προσφέρουμε και δώρα, σαν και πρώτα,
μονάχα η κουρσολόγα νά ᾽θελε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
κι εγώ να ζω, κι ο γιος μου ανέβλαβος να βλέπω να τρανεύει.» 360
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας τού αποκρίθη:
«Κάμε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα.
Μα τώρα ευτύς το βιος να κρύψουμε στα βάθη, μέσα μέσα,
της θεϊκιάς σπηλιάς, απείραχτα να μείνουν τ᾽ αγαθά σου·
κι ας στοχαστούμε πώς καλύτερα θα βγεί η δουλειά ως την άκρη.» 365
Είπε η θεά, και στ᾽ ολοσκότεινο το σπήλιο μέσα εχώθη,
κρυψώνες νά ᾽βρει ψαχουλεύοντας· μετά ο Οδυσσέας επήρε
και κουβαλούσε τον ανέσπλαχνο χαλκό και το χρυσάφι
και τα καλά υφαντά ― τα πλούτη του, που οι Φαίακες τού ᾽χαν δώσει.
Τότε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη, 370
με τάξη ως τά ᾽κρυψε όλα, σφάλιξε τη θύρα με μια πέτρα,
κι έπειτα πλάι στης άγιας κάθισαν ελιάς τη ρίζα οι δυο τους,
μαζί το χαλασμό των άνομων να βουλευτούν μνηστήρων.
Πρώτη τα λόγια η γαλανόματη θεά Αθηνά κινούσε:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375
πώς στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θα βάλεις χέρι, σκέψου,
που σαν αφεντικά το σπίτι σου τρεις χρόνους αλωνίζουν,
και δώρα τάζουν, τη γυναίκα σου για να την κάνουν ταίρι.
Μα αυτή, το γυρισμό σου αδιάκοπα θρηνώντας στην καρδιά της,
σε όλους ελπίδες δίνει ψεύτικες και σ᾽ έναν έναν τάζει 380
και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Πωπώ, καθώς τον Αγαμέμνονα, θαρρώ, το γιο του Ατρέα,
κι εγώ από θάνατο θα πήγαινα κακό στο αρχοντικό μου,
το καθετί από σε αν δεν άκουγα, θεά, με τη σειρά του. 385
Μόν᾽ έλα, για να πάρω εγδίκηση, βουλή να υφάνεις θέλω,
και στάσου στο πλευρό μου, ατρόμητη καρδιά χαρίζοντάς μου,
σαν τότε που ξεκεφαλίσαμε την Τροία τη στραφταλούσα.
Αν, Γλαυκομάτα, μου παράστεκες με ίδιαν ορμή και τώρα,
εγώ μαζί σου θ᾽ αντροπάλευα και με τρακόσιους, φτάνει 390
να ξέρω πλάι μου, πολυσέβαστη θεά, πως παραστέκεις.»
Ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδασ᾽ ἠέρα, εἴσατο δὲ χθών·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
χαίρων ᾗ γαίῃ, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.
αὐτίκα δὲ νύμφῃς ἠρήσατο χεῖρας ἀνασχών· 355
«νύμφαι νηϊάδες, κοῦραι Διός, οὔ ποτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθ᾽ ὔμμ᾽ ἐφάμην· νῦν δ᾽ εὐχωλῇς ἀγανῇσι
χαίρετ᾽· ἀτὰρ καὶ δῶρα διδώσομεν, ὡς τὸ πάρος περ,
αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη
αὐτόν τε ζώειν καί μοι φίλον υἱὸν ἀέξῃ.» 360
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
«θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων·
ἀλλὰ χρήματα μὲν μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
θείομεν αὐτίκα νῦν, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ·
αὐτοὶ δὲ φραζώμεθ᾽ ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένηται.» 365
Ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές,
μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἄσσον πάντ᾽ ἐφόρει, χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν
εἵματά τ᾽ εὐποίητα, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηκε, λίθον δ᾽ ἐπέθηκε θύρῃσι 370
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο.
Τὼ δὲ καθεζομένω ἱερῆς παρὰ πυθμέν᾽ ἐλαίης
φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη··
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ, 375
φράζευ ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις,
οἳ δή τοι τρίετες μέγαρον κάτα κοιρανέουσι,
μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες·
ἡ δὲ σὸν αἰεὶ νόστον ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν
πάντας μὲν ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ, 380
ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
φθίσεσθαι κακὸν οἶτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔμελλον,
εἰ μή μοι σὺ ἕκαστα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες. 385
ἀλλ᾽ ἄγε μῆτιν ὕφηνον, ὅπως ἀποτίσομαι αὐτούς·
πὰρ δέ μοι αὐτὴ στῆθι, μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα,
οἷον ὅτε Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα.
αἴ κέ μοι ὣς μεμαυῖα παρασταίης, γλαυκῶπι,
καί κε τριηκοσίοισιν ἐγὼν ἄνδρεσσι μαχοίμην 390
σὺν σοί, πότνα θεά, ὅτε μοι πρόφρασσ᾽ ἐπαρήγοις.»