Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 333-384
Αυτά τούς έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί, δε βγάναν άχνα,
σα μαγεμένοι από τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη.
Κι η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο πήρε κι είπε: 335
«Αλήθεια, Φαίακες, πώς τα μάτια σας θωρούν τον άντρα τούτον
στην ελικιά, στο διώμα, μέσα του στα ζυγιασμένα φρένα;
Δικός μου ο ξένος, μα ο καθένας σας σ᾽ όμοια τιμή κρατιέται·
να φύγει μην αφήστε γρήγορα, και στην ανάγκη πού ᾽χει
μην τα λυπάστε τα δοσίματα· τι είναι το βιος μεγάλο, 340
που μες στα σπίτια σας φυλάγεται με των θεών τη χάρη.»
Ένας τρανός ρηγάρχης γέροντας, ο Εχένηος, πήρε τότε
και τους μιλούσε, ο γεροντότερος από τους Φαίακες όλους:
«Ό,τι είπε η μυαλωμένη ρήγισσα δεν ήταν όξω απ᾽ όσα
και μεις γυρεύουμε και θέλουμε· γι᾽ αυτό ας συγκλίνουμε όλοι· 345
τις πράξες όμως και τα λόγια μας τα ορίζει ο Αλκίνοος τούτος.»
Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Έτσι να ζω στους καραβόχαρους εγώ τους Φαίακες πάντα
και ν᾽ αφεντεύω, της βασίλισσας ο λόγος θα τελέψει!
Τό ᾽χει καημό να φύγει ο ξένος μας στον τόπο του, μα ας κάνει 350
μια μέρα υπομονή, να πρόφταινα τα δώρα να του δώσω
όλα που θέλω· το ταξίδι του, κι αυτό θα το γνοιαστούμε
οι άντρες εδώ, κι εγώ πιο απ᾽ όλους σας, τι εγώ τη χώρα ορίζω.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος, 355
και χρόνο ολάκερο να λέγατε να μένω εδώ και δώρα
να μου χαρίζατε αξετίμητα, πριχού με προβοδίστε,
όχι δε θά ᾽λεγα· καλύτερα χίλιες φορές αλήθεια
να στρέψω πίσω στην πατρίδα μου με πιο γεμάτα χέρια·
τι με τιμή κι αγάπη πιότερη θα με δεχόνταν έτσι 360
όλοι όσοι κάποτε θα μ᾽ έβλεπαν να φτάνω στην Ιθάκη.»
Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Που σε θωρούμε, δε μας έδειξες νά ᾽σαι, Οδυσσέα, κανένας
γιά κομπωτής γιά ψεύτης, σαν αυτούς που θρέφει η γης η μαύρη ―
χιλιάδες άνθρωποι, ως τα πέρατα του κόσμου σκορπισμένοι, 365
που κλώθουν ψέματα, πώς τά ᾽βγαλαν να μην καταλαβαίνεις.
Μα εσένα είναι όλο χάρη ο λόγος σου και ξάστερος ο νους σου,
κι όσα και συ κι οι Αργίτες έσυραν αβάσταχτα τυράννια
με τέχνη τώρα μας τα ιστόρησες, σαν νά ᾽σουν τραγουδάρης.
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου: 370
Απ᾽ τους ισόθεους τάχα σύντροφους, που βρέθηκαν μαζί σου
στην Τροία κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος, αντάμωσες κανέναν;
Μακριά ειναι η νύχτα τούτη, ατέλειωτη· καιρός δεν είναι ακόμα
να κοιμηθούμε· κι άλλα ιστόρα μου· πρωτάκουστά ειναι αλήθεια!
Ως την Αυγή τη θεία θα κάθομουν εδώ ν᾽ ακούω, μονάχα 375
και συ να τό ᾽θελες τα πάθη σου να πεις στο αρχοντικό μου.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
οι αθιβολές έχουν την ώρα τους, την ώρα του κι ο γύπνος.
Μα αν να με ακούς ακόμα ρέγεσαι, τη χάρη δε σου αρνιέμαι· 380
γιατί έχω κι άλλα και χειρότερα να σου ιστορήσω τώρα,
συντρόφων συφορές, που αργότερα χαθήκαν, του πολέμου
των Τρώων μαθές τον άγριο τάραχο σαν είχαν πια ξεφύγει,
κι από βουλή γυναίκας άνομης στο γυρισμό χαθήκαν.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
κηληθμῷ δ᾽ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων· 335
«Φαίηκες, πῶς ὔμμιν ἀνὴρ ὅδε φαίνεται εἶναι
εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐΐσας;
ξεῖνος δ᾽ αὖτ᾽ ἐμός ἐστιν, ἕκαστος δ᾽ ἔμμορε τιμῆς·
τῷ μὴ ἐπειγόμενοι ἀποπέμπετε, μηδὲ τὰ δῶρα
οὕτω χρηΐζοντι κολούετε· πολλὰ γὰρ ὑμῖν 340
κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι θεῶν ἰότητι κέονται.»
Τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος,
ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν·
«Ὦ φίλοι, οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ᾽ ἀπὸ δόξης
μυθεῖται βασίλεια περίφρων· ἀλλὰ πίθεσθε. 345
Ἀλκινόου δ᾽ ἐκ τοῦδ᾽ ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«τοῦτο μὲν οὕτω δὴ ἔσται ἔπος, αἴ κεν ἐγώ γε
ζωὸς Φαιήκεσσι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω·
ξεῖνος δὲ τλήτω, μάλα περ νόστοιο χατίζων, 350
ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον, εἰς ὅ κε πᾶσαν
δωτίνην τελέσω· πομπὴ δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ δήμῳ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, 355
εἴ με καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἀνώγοιτ᾽ αὐτόθι μίμνειν,
πομπήν τ᾽ ὀτρύνοιτε καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῖτε,
καί κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη,
πλειοτέρῃ σὺν χειρὶ φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἱκέσθαι·
καί κ᾽ αἰδοιότερος καὶ φίλτερος ἀνδράσιν εἴην 360
πᾶσιν, ὅσοι μ᾽ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«ὦ Ὀδυσεῦ, τὸ μὲν οὔ τί σ᾽ ἐΐσκομεν εἰσορόωντες
ἠπεροπῆά τ᾽ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον, οἷά τε πολλοὺς
βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους 365
ψεύδεά τ᾽ ἀρτύνοντας, ὅθεν κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο·
σοὶ δ᾽ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί,
μῦθον δ᾽ ὡς ὅτ᾽ ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας,
πάντων Ἀργείων σέο τ᾽ αὐτοῦ κήδεα λυγρά.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, 370
εἴ τινας ἀντιθέων ἑτάρων ἴδες, οἵ τοι ἅμ᾽ αὐτῷ
Ἴλιον εἰς ἅμ᾽ ἕποντο καὶ αὐτοῦ πότμον ἐπέσπον.
νὺξ δ᾽ ἥδε μάλα μακρή, ἀθέσφατος· οὐδέ πω ὥρη
εὕδειν ἐν μεγάρῳ· σὺ δέ μοι λέγε θέσκελα ἔργα.
καί κεν ἐς ἠῶ δῖαν ἀνασχοίμην, ὅτε μοι σὺ 375
τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ὥρη μὲν πολέων μύθων, ὥρη δὲ καὶ ὕπνου·
εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἀκουέμεναί γε λιλαίεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε 380
τούτων σοι φθονέοιμι καὶ οἰκτρότερ᾽ ἄλλ᾽ ἀγορεῦσαι,
κήδε᾽ ἐμῶν ἑτάρων, οἳ δὴ μετόπισθεν ὄλοντο,
οἳ Τρώων μὲν ὑπεξέφυγον στονόεσσαν ἀϋτήν,
ἐν νόστῳ δ᾽ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός.