Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 10 στ. 348-421
Την ώρα τούτη βάγιες τέσσερεις συγύριζαν το σπίτι·
τις είχε η Κίρκη στο παλάτι της να κάνουν τις δουλειές της,
όλες ξωθιές, από ανεβάλλουσες και δάση γεννημένες 350
κι από ποτάμια αγνά, στις θάλασσες που τρέχουν τα νερά τους.
Και πήρε η μια τους τώρα κι έστρωνε πα στα θρονιά φλοκάτες,
πανώριες, πορφυρές και κάτωθε λινόφαντα σεντόνια·
τις τάβλες γνοιάζουνταν η δεύτερη μπρος στα θρονιά να στήσει,
από καθάριο ασήμι, κι έβαζε χρυσά κανίστρια πάνω· 355
η τρίτη τους κρασί μελόγλυκο συγκέρναε σε ασημένιο
κροντήρι, και ποτήρια μοίραζε μαλαματένια γύρω·
η τέταρτη νερό κουβάλησε, και κάτω από τριπόδι
τρανό φωτιά μεγάλη εκόρωσε. Σε λίγην ώρα επήρε
να χλιαίνει το νερό· σαν έβρασε στο αστραφτερό μπακίρι, 360
με κρύο γλυκά μού το συγκέρασε και στο λουτρό με βάζει·
κι απ᾽ το τρανό τριπόδι παίρνοντας, από κεφάλι κι ώμους
με περεχούσεν, ώσπου ο κάματος αφήκε το κορμί μου.
Κι ως πια με απόλουσε και με άλειψε με μυρωμένο λάδι,
όμορφη πέρασε στους ώμους μου χλαμύδα και χιτώνα 365
και μ᾽ έφερε σε ασημοκάρφωτο θρονί για να καθίσω,
πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθώ, κι ομπρός μας έστησε στραφταλιστό τραπέζι. 370
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα μας κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό να μας φιλέψει.
Τελειώνοντας, να φάω με κάλεσε, μα εγώ καρδιά δεν είχα·
με αλλού το νου καθόμουν κι έτρεμα κακό μην έρθει κι άλλο.
Κι η Κίρκη, ως μ᾽ ένιωσε να κάθουμαι χωρίς ν᾽ απλώνω χέρι 375
στα φαγητά, μονάχα ασήκωτη να με πλακώνει θλίψη,
ήρθε κοντά μου κι ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
“Πες μου, Οδυσσέα, πώς έτσι κάθεσαι, μουγγός λες κι είσαι; κάτι
σου τρώει τα σωθικά· δεν άγγιξες φαγί, κρασί καθόλου.
Μην κάποιον άλλο δόλο σκιάζεσαι; Πια τώρα δεν ταιριάζει 380
νά ᾽χεις το φόβο μου, τι αμάλαγο πιο πριν μου πήρες όρκο.”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τής δίνω:
“Κίρκη, γιά πες, ποιανού που ακούγεται σωστός και δίκιος άντρας
του λέει ποτέ η καρδιά στο στόμα του φαγί, κρασί να βάλει,
πριχού λυτρώσει τους συντρόφους του και τους ιδεί μπροστά του; 385
Όμως αν τώρα αλήθεια από καρδιάς να πιω, να φάω με σπρώχνεις,
γιά λύτρωσέ τους, με τα μάτια μου να ιδώ τους σύντροφούς μου.”
Σαν είπα τούτα, η Κίρκη εκίνησε, περνώντας το παλάτι,
με το ραβδί στο χέρι, κι άνοιξε τη χοιρομάντρα, κι όξω
τους έβγαζε, και μοιάζαν όλοι τους μ᾽ εννιά χρονώ θρεφτάρια. 390
Κι αντικριστά καθώς εστάθηκαν, εκείνη, αναμεσό τους
περνώντας, τον καθέναν άλειβε με μπάλσαμο καινούργιο·
κι οι τρίχες πέφταν από πάνω τους, που απ᾽ το καταραμένο
της τρανής Κίρκης μαγιοβότανο τους είχαν ξεφυτρώσει.
Και πήραν όψη πάλι ανθρώπινη κι ομπρός σου τους θωρούσες 395
πιο νιους και πιο τρανούς και πιο όμορφους πολύ, παρ᾽ ό,τι πρώτα.
Κι ευτύς με γνώρισαν και μού ᾽σφιγγαν το χέρι, κι ως του θρήνου
μας έπνιξε ο καημός, ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε
βαριά απ᾽ τους βόγγους, τόσο, πού ᾽νιωσε κι η ίδια η θεά συμπόνια.
Κι ήρθε η θεά η τρανή και στάθηκε κοντά μου τότε κι είπε: 400
“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τρέχα στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι τώρα,
και πρώτα απ᾽ όλα το καράβι σας όξω να βγεί τραβάτε,
μετά το βιος και τ᾽ άλλα σύνεργα σε σπήλια χώστε μέσα,
κι έτσι γοργά με τους συντρόφους σου τους μπιστεμένους γύρνα.” 405
Είπε, και σύγκλινε στα λόγια της η πέρφανη καρδιά μου·
και στο γοργό μας πλοίο σαν έφτασα και στο ακρογιάλι κάτω,
βρήκα στο γρήγορο καράβι μας τους γκαρδιακούς συντρόφους
νά ᾽χουν για μας στημένο σύθρηνο, να πλημμυρούν στο κλάμα.
Απ᾽ τη βοσκή ως γυρνούν στη μάντρα τους κοπαδιαστά οι γελάδες 410
χορτάτες, πώς χιμούν ολόγυρα, να τις καλωσορίσουν
χοροπηδώντας τα μοσκάρια τους, και μέσα δεν κρατιούνται
στο βοϊδομάντρι, μόνο αδιάκοπα μουγκρίζουν τριγυρνώντας
τις μάνες τους· παρόμοια βλέποντας και μένα εκείνοι ομπρός τους,
χυθήκαν πάνω μου με κλάματα, και τους φαινόταν ίδιο 415
στην πατρική τους γη ως να γύρισαν και στης τραχιάς Ιθάκης
το κάστρο, εκεί που πρωταντίκρισαν το φως κι αναστηθήκαν·
και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα μου συντυχαίναν λόγια:
“Τόσο χαρήκαμε, αρχοντόγεννε, το γυρισμό σου, ως νά ᾽ταν
πια στην Ιθάκη να διαγέρναμε, στη γη την πατρική μας. 420
Μόν᾽ έλα, ιστόρα μας, πώς χάθηκαν οι επίλοιποι συντρόφοι;”
Ἀμφίπολοι δ᾽ ἄρα τῆος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.
γίγνονται δ᾽ ἄρα ταί γ᾽ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ ἀλσέων 350
ἔκ θ᾽ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι.
τάων ἡ μὲν ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλά,
πορφύρεα καθύπερθ᾽, ὑπένερθε δὲ λῖθ᾽ ὑπέβαλλεν·
ἡ δ᾽ ἑτέρη προπάροιθε θρόνων ἐτίταινε τραπέζας
ἀργυρέας, ἐπὶ δέ σφι τίθει χρύσεια κάνεια· 355
ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα
ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ, νέμε δὲ χρύσεια κύπελλα·
ἡ δὲ τετάρτη ὕδωρ ἐφόρει καὶ πῦρ ἀνέκαιε
πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ· ἰαίνετο δ᾽ ὕδωρ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ, 360
ἔς ῥ᾽ ἀσάμινθον ἕσασα λό᾽ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο,
θυμῆρες κεράσασα κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων,
ὄφρα μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γυίων.
αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾽ ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ με χλαῖναν καλὴν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα, 365
εἷσε δέ μ᾽ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου,
καλοῦ δαιδαλέου· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν·
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν. 370
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·
ἐσθέμεναι δ᾽ ἐκέλευεν· ἐμῷ δ᾽ οὐ ἥνδανε θυμῷ,
ἀλλ᾽ ἥμην ἀλλοφρονέων, κακὰ δ᾽ ὄσσετο θυμός.
Κίρκη δ᾽ ὡς ἐνόησεν ἔμ᾽ ἥμενον οὐδ᾽ ἐπὶ σίτῳ 375
χεῖρας ἰάλλοντα, κρατερὸν δέ με πένθος ἔχοντα,
ἄγχι παρισταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τίφθ᾽ οὕτως, Ὀδυσεῦ, κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ,
θυμὸν ἔδων, βρώμης δ᾽ οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος;
ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀΐεαι· οὐδέ τί σε χρὴ 380
δειδίμεν· ἤδη γάρ τοι ἀπώμοσα καρτερὸν ὅρκον.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Κίρκη, τίς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη,
πρὶν τλαίη πάσσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
πρὶν λύσασθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι; 385
ἀλλ᾽ εἰ δὴ πρόφρασσα πιεῖν φαγέμεν τε κελεύεις,
λῦσον, ἵν᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω ἐρίηρας ἑταίρους.»
Ὣς ἐφάμην, Κίρκη δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ῥάβδον ἔχουσ᾽ ἐν χειρί, θύρας δ᾽ ἀνέῳξε συφειοῦ,
ἐκ δ᾽ ἔλασεν σιάλοισιν ἐοικότας ἐννεώροισιν. 390
οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἔστησαν ἐναντίοι, ἡ δὲ δι᾽ αὐτῶν
ἐρχομένη προσάλειφεν ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο.
τῶν δ᾽ ἐκ μὲν μελέων τρίχες ἔρρεον, ἃς πρὶν ἔφυσε
φάρμακον οὐλόμενον, τό σφιν πόρε πότνια Κίρκη·
ἄνδρες δ᾽ ἂψ ἐγένοντο νεώτεροι ἢ πάρος ἦσαν 395
καὶ πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι.
ἔγνωσαν δέ με κεῖνοι, ἔφυν τ᾽ ἐν χερσὶν ἕκαστος.
πᾶσιν δ᾽ ἱμερόεις ὑπέδυ γόος, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβιζε· θεὰ δ᾽ ἐλέαιρε καὶ αὐτή.
ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων· 400
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἔρχεο νῦν ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσατε ἤπειρόνδε,
κτήματα δ᾽ ἐν σπήεσσι πελάσσατε ὅπλα τε πάντα·
αὐτὸς δ᾽ ἂψ ἰέναι καὶ ἄγειν ἐρίηρας ἑταίρους.» 405
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
βῆν δ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
εὗρον ἔπειτ᾽ ἐπὶ νηῒ θοῇ ἐρίηρας ἑταίρους
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένους, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντας.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, 410
ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται,
πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι· οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ
ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι
μητέρας· ὣς ἐμὲ κεῖνοι, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσι,
δακρυόεντες ἔχυντο· δόκησε δ᾽ ἄρα σφίσι θυμὸς 415
ὣς ἔμεν ὡς εἰ πατρίδ᾽ ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτὴν
τρηχείης Ἰθάκης, ἵνα τ᾽ ἔτραφεν ἠδ᾽ ἐγένοντο·
καί μ᾽ ὀλοφυρόμενοι ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Σοὶ μὲν νοστήσαντι, διοτρεφές, ὣς ἐχάρημεν,
ὡς εἴ τ᾽ εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα πατρίδα γαῖαν· 420
ἀλλ᾽ ἄγε, τῶν ἄλλων ἑτάρων κατάλεξον ὄλεθρον.»