Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 306-359
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Αλήθεια, ξένε, καλοπρόθετα τα λόγια σου, σαν κύρη
το γιο του που αρμηνεύει· πάντα μου θα τα κρατώ στα φρένα.
Όμως ακόμα λίγο πρόσμενε, κι ας βιάζεσαι να φύγεις·
και σύντας πια λουστείς και τρώγοντας φραθείς, το δρόμο παίρνεις 310
για το καράβι σου χαρούμενος, κρατώντας κάποιο δώρο
πανέμορφο και πολυτίμητο, δικό μου θυμητάρι,
να το φυλάς, οι φίλοι ως δίνουνε στους φίλους απ᾽ αγάπη.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Θέλω να φύγω, πια ετοιμάστηκα, το δρόμο μη μου κόβεις! 315
Κι όποιο η καρδιά σου τώρα σ᾽ έσπρωξε να μου διαλέξεις δώρο,
σα θα διαγέρνω, χάρισέ μου το· νά ᾽ναι όμορφο μονάχα,
στο σπίτι να το πάω κι αντίδωρο παράξιο να σου δώσω.»
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, κι εχάθη από μπροστά του,
ψηλά σαν όρνιο φτερουγίζοντας, και στην ψυχή κουράγιο 320
κι ορμή τού φύσηξε, τη θύμηση του κύρη του ξυπνώντας
πιο δυνατή από πρώτα μέσα του· κι εκείνος το νογήθη
κι απόμεινε χαμένος· τό ᾽νιωσε μαθές θεός πως ήταν.
Κι ευτύς ο ισόθεος άντρας κίνησε να σμίξει τους μνηστήρες.
Κι ο τραγουδάρης ο περίλαμπρος στους άλλους τραγουδούσε, 325
που εκάθουνταν κι ακούγαν άλαλοι, το γυρισμό απ᾽ την Τροία
των Αχαιών, πώς τους τον έκανε πολύ πικρό η Παλλάδα.
Κι η Πηνελόπη ξάφνου, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
στο ανώι καθώς βρισκόταν, άκουσε το αθάνατο τραγούδι·
μεμιάς την αψηλή κατέβηκε του παλατιού της σκάλα, 330
όχι μονάχη· δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
Και τους μνηστήρες ως αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στέριας στέγης, κι είχε
κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα·
κι οι μπιστεμένες βάγιες πήρανε δεξοζερβά της θέση· 335
κι εκείνη δακρυσμένη εμίλησε στο θείο τον τραγουδάρη:
«Πολλά ειναι, Φήμιε, τα πλανέματα που ξέρεις για τον κόσμο,
αντραγαθιές θνητών κι αθάνατων, που γίνηκαν τραγούδι.
Ένα απ᾽ αυτά, όποιο θες, καθούμενος τραγούδα τους, κι εκείνοι
να πίνουν το κρασί τους άλαλοι· μα το τραγούδι ετούτο 340
το θλιβερό παράτα! Σκίζεται κάθε φορά η καρδιά μου,
τι εμένα εχει χτυπήσει αξέχαστος καημός πιο πάνω απ᾽ όλους·
δεν τον ξεχνώ τον αντρειωμένο μου, που μού ᾽χει λείψει κι είναι
στο Άργος βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει: 345
«Τον τιμημένο τραγουδάρη μας γιά δεν αφήνεις, μάνα,
να μας ευφραίνει με ό,τι τού ᾽ρχεται στο νου; Οι τραγουδιστάδες
τί φταιν; ο Δίας μονάχα, θά ᾽λεγα, μας φταίει, που στον καθέναν
απ᾽ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες ό,τι του δόξει δίνει.
Γιατί με τούτον να τα βάζουμε, των Δαναών αν ψάλλει 350
τη μαύρη μοίρα; Ο κόσμος πιότερο δοξάζει απ᾽ τα τραγούδια
εκείνο πάντα, που ως ακούγεται, καινούργιο δείχνει νά ᾽ναι.
Υπομονέψου τώρα κι άκου το, κι ας σφίγγεται η καρδιά σου·
μόνο ο Οδυσσέας δεν είναι πού ᾽χασε του γυρισμού τη μέρα
στην Τροία κει κάτω· κι άλλοι εχάθηκαν, πολλοί κι αντριγιωμένοι. 355
Μα εσύ στην κάμαρά σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα,
τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταζε κι οι βάγιες να δουλεύουν·
τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άντρες μόνο,
κι απ᾽ όλους πιο σε μένα· κύβερνος εγώ ειμαι του σπιτιού μου!»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις,
ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,
ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ 310
δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ,
τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται
ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«μή μ᾽ ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο. 315
δῶρον δ᾽ ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ,
αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι,
καὶ μάλα καλὸν ἑλών· σοὶ δ᾽ ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὄρνις δ᾽ ὣς ἀνόπαια διέπτατο· τῷ δ᾽ ἐνὶ θυμῷ 320
θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς
μᾶλλον ἔτ᾽ ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας
θάμβησεν κατὰ θυμόν· ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι.
αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς.
Τοῖσι δ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ 325
ἥατ᾽ ἀκούοντες· ὁ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.
Τοῦ δ᾽ ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια·
κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο, 330
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα·
ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη. 335
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν·
«Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας
ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί·
τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ
οἶνον πινόντων· ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς 340
λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 345
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾽ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾽ ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
τούτῳ δ᾽ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν· 350
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾽ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοὶ δ᾽ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν·
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ
ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο. 355
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»