Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 281-352
Με αυτά με ψάρευε, μα δούλευε και μένα ο νους περίσσια
κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
“Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας τό ᾽κανε κομμάτια
σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντάς το,
οι πελαγίσιοι ανέμοι ως τό ᾽σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο· 285
μονάχα εγώ κι αυτοί απ᾽ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο.”
Είπα, κι εκείνος ο ανελέημονος δεν αποκρίθη λέξη,
μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως νά ᾽ταν,
και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα. 290
Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν᾽ αφήσει
τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
Εμείς, θωρώντας τέτοιο αβάσταχτο κακό, στο Δία με θρήνους
τα χέρια υψώναμε· δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα. 295
Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ᾽ ανθρωπινά κι ακράτο
ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
καταμεσός στ᾽ αρνιά του εκείτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο.
Εγώ για μια στιγμή μελέτησα στην πέρφανη καρδιά μου
να πάω κοντά, και με το χέρι μου να ψάξω, πού το σκώτι 300
του κρύβει η σκέπη νά ᾽βρω, κι έπειτα το κοφτερό σπαθί μου
να σύρω, να το μπήξω μέσα του· μα ευτύς αλλάζω γνώμη·
τι θα μας έβρισκε ακαρτέρευτος χαμός και μας στο σπήλιο.
Ποιός είχε χέρια τον ασήκωτο να ξεσαλέψει βράχο,
που εκείνος κλείνοντας απίθωσε στις αψηλές του πόρτες; 305
Έτσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ανάβει τη φωτιά, κι ως άρμεξε το διαλεχτό κοπάδι
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾽ αργήσει, αρπάζει 310
δυο πάλε απ᾽ τους δικούς μου σύντροφους και στρώθηκε στο γιόμα.
Χορτάτος πια το βράχο ανέκοπα μετακουνάει το μέγα,
και το παχύ κοπάδι απ᾽ τη σπηλιά σαν έβγαλε, τον στήνει
ξανά, λες κι έβαζε το σκέπασμα σε σαϊτολόγο απάνω·
και πήρε το βουνό, σφυρίζοντας, με τα παχιά τ᾽ αρνιά του 315
ο Κύκλωπας· κι εγώ απομένοντας κακά στο νου λογιούσα,
αν η Αθηνά να πάρω μού ᾽δινε το γδικιωμό μου πίσω.
Και τούτη η πιο καλή μού εικάστηκε βουλή· σε μάντρα δίπλα
κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο
από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει, 320
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι
το συνομοιάζαμε γι᾽ απλόχωρο καματερό καράβι,
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα·
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
Ένα κομμάτι τότε τού ᾽κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου, 325
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν·
κι όπως το ισιώσαν, πήρα τό ᾽ξυσα, στην άκρη μύτη νά ᾽χει,
κι ευτύς, για να σκληρύνει, τό ᾽χωσα στης στιας τη φλόγα μέσα,
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο μέσα. 330
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε,
μαζί μου ποιοί κουράγιο θά ᾽παιρναν ν᾽ ασκώσουν το παλούκι
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος.
Κι έπεσε ο κλήρος στους που θά ᾽θελα κι ατός μου να διαλέξω,
όλοι όλοι τέσσερεις οι σύντροφοι, κι εγώ μαζί τους πέντε. 335
Το δείλι εγύρισε τα ωριόμαλλα κοπάδια του λαλώντας,
κι ευτύς στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει
―όλα, κι ούτ᾽ ένα στην ψηλόχτιστη δεν άφησε όξω αυλή του·
κάτι θαρρείς ψυχανεμίζουνταν γιά και θεός τού τό ᾽πε.
Κι ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε μπρος στη μπασιά το βράχο, 340
με τάξη τις αρνάδες άρμεξε και τις βελάστρες γίδες,
στερνά και τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
Κι ως όλες τις δουλειές του ετέλεψε χωρίς ν᾽ αργήσει, αρπάζει
δυο πάλε απ᾽ τους δικούς μου σύντροφους και στρώθηκε στο δείπνο.
Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα, 345
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
“Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· γιά πιες κρασί από πάνω,
να μάθεις τί λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω τό ᾽φερνα, μπορεί να με λυπόσουν
και στην πατρίδα μου να μ᾽ έστελνες· μα εσύ ξεφρενιασμένος 350
πια δε βαστιέσαι. Πώς αργότερα θα πει να σού ᾽ρθει κι άλλος
απ᾽ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομιά που δείχνεις;”
Ὣς φάτο πειράζων, ἐμὲ δ᾽ οὐ λάθεν εἰδότα πολλά,
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην δολίοις ἐπέεσσι·
«Νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
πρὸς πέτρῃσι βαλὼν ὑμῆς ἐπὶ πείρασι γαίης,
ἄκρῃ προσπελάσας· ἄνεμος δ᾽ ἐκ πόντου ἔνεικεν· 285
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν τοῖσδε ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἀναΐξας ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε,
σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ
κόπτ᾽· ἐκ δ᾽ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν. 290
τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ ταμὼν ὁπλίσσατο δόρπον·
ἤσθιε δ᾽ ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, οὐδ᾽ ἀπέλειπεν,
ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα.
ἡμεῖς δὲ κλαίοντες ἀνεσχέθομεν Διὶ χεῖρας,
σχέτλια ἔργ᾽ ὁρόωντες· ἀμηχανίη δ᾽ ἔχε θυμόν. 295
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν
ἀνδρόμεα κρέ᾽ ἔδων καὶ ἐπ᾽ ἄκρητον γάλα πίνων,
κεῖτ᾽ ἔντοσθ᾽ ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων.
τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατὰ μεγαλήτορα θυμὸν
ἄσσον ἰών, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 300
οὐτάμεναι πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι,
χείρ᾽ ἐπιμασσάμενος· ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν.
αὐτοῦ γάρ κε καὶ ἄμμες ἀπωλόμεθ᾽ αἰπὺν ὄλεθρον·
οὐ γάρ κεν δυνάμεσθα θυράων ὑψηλάων
χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὄβριμον, ὃν προσέθηκεν. 305
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ ἤμελγε κλυτὰ μῆλα,
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, 310
σὺν δ᾽ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὁπλίσσατο δεῖπνον.
δειπνήσας δ᾽ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα,
ῥηϊδίως ἀφελὼν θυρεὸν μέγαν· αὐτὰρ ἔπειτα
ἂψ ἐπέθηχ᾽, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ᾽ ἐπιθείη.
πολλῇ δὲ ῥοίζῳ πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα 315
Κύκλωψ· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων,
εἴ πως τισαίμην, δοίη δέ μοι εὖχος Ἀθήνη.
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.
Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,
χλωρὸν ἐλαΐνεον· τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη 320
αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν εἰσορόωντες
ὅσσον θ᾽ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,
φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾽ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα·
τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.
τοῦ μὲν ὅσον τ᾽ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστάς, 325
καὶ παρέθηχ᾽ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾽ ἐκέλευσα·
οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς
ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,
ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾽ ἤλιθα πολλή· 330
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
οἱ δ᾽ ἔλαχον τοὺς ἄν κε καὶ ἤθελον αὐτὸς ἑλέσθαι,
τέσσαρες, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην. 335
ἑσπέριος δ᾽ ἦλθεν καλλίτριχα μῆλα νομεύων·
αὐτίκα δ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα,
πάντα μάλ᾽, οὐδέ τι λεῖπε βαθείης ἔντοθεν αὐλῆς,
ἤ τι ὀϊσάμενος, ἢ καὶ θεὸς ὣς ἐκέλευσεν.
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας, 340
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας,
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,
σὺν δ᾽ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὁπλίσσατο δόρπον.
καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων ἄγχι παραστάς, 345
κισσύβιον μετὰ χερσὶν ἔχων μέλανος οἴνοιο.
«Κύκλωψ, τῆ, πίε οἶνον, ἐπεὶ φάγες ἀνδρόμεα κρέα,
ὄφρ᾽ ἰδῇς, οἷόν τι ποτὸν τόδε νηῦς ἐκεκεύθει
ἡμετέρη· σοὶ δ᾽ αὖ λοιβὴν φέρον, εἴ μ᾽ ἐλεήσας
οἴκαδε πέμψειας· σὺ δὲ μαίνεαι οὐκέτ᾽ ἀνεκτῶς. 350
σχέτλιε, πῶς κέν τίς σε καὶ ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο
ἀνθρώπων πολέων; ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας.»