Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 266-366
Κι εκείνος την κιθάρα παίζοντας γλυκό τραγούδι αρχίζει,
πώς η Αφροδίτη η ομορφοστέφανη κι ο Άρης σε αγάπη επέσαν
και πώς αρχή κρυφά πρωτόσμιξαν στου Ηφαίστου το παλάτι·
κι εκείνος δώρα τής εχάρισε πολλά, και το κλινάρι
βαριά του ρήγα Ηφαίστου εντρόπιασε· μα ο Γήλιος, που τους είδε 270
να σμίγουν, έτρεξε στον Ήφαιστο και τού ᾽πε το μαντάτο.
Κι αυτός, σαν άκουσε το μήνυμα και τον πικρό το λόγο,
στο χαλκιδιό του επήγε κλώθοντας κακές δουλειές στα φρένα·
και βάλθηκε, τρανό στο κούτσουρο πιθώνοντας αμόνι,
δίχτυα να φτιάνει, ασύντριφτα, άλυτα, για να βρεθούν δεμένοι. 275
Κι ως με τον Άρη τά ᾽χε, χάλκεψε με πονηριά τα δίχτυα,
κι έπειτα μπήκε μες στην κάμαρα, που πλάγιαζε τις νύχτες·
κι άπλωσε γύρα τα πλεμάτια του στου κλιναριού τα πόδια,
πολλά να κατεβαίνουν έβαλε κι από τα μεσοδόκια,
λεπτά σαν αραχνιές· δε δύνουνταν κανείς να τα ξεκρίνει, 280
θεός κι ας ήταν· τι με ξέχωρο τά ᾽χε χαλκέψει δόλο.
Κι αφού στην κλίνη γύρα εσκόρπισε τα δολερά του δίχτυα,
στη Λήμνο τάχα, στο καλόχτιστο να πάει νησί κινούσε,
που από τις άλλες χώρες πιότερη της είχε αγάπη πάντα.
Ο Άρης ωστόσο ο χρυσοχάλινος δε βίγλιζε του κάκου· 285
τον Ήφαιστο θωρώντας πού ᾽φευγε, τον ξακουστό τεχνίτη,
να πάει στου Ηφαίστου του περίλαμπρου κινούσε το παλάτι,
να σμίξει με την ωριοστέφανη Κυθέρεια λαχταρώντας.
Εκείνη απ᾽ τον τρανό τον κύρη της, το γιο του Κρόνου, ό,τι είχε
γυρίσει και καθόταν· κι άνοιξεν εκείνος, κι όπως μπήκε, 290
το χέρι σφίγγοντάς της μίλησε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
«Πάμε, καλή μου, να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε·
ο Ήφαιστος τώρα εδώ δε βρίσκεται· πια θά ᾽χει πάει στη Λήμνο
το δίχως άλλο, τους αγριόφωνους για ν᾽ ανταμώσει Σίντες.»
Είπε, κι εκείνης τής καλάρεσε να κοιμηθούν αντάμα· 295
όμως στο στρώμα μόλις έπεσαν, τρογύρα τους απλώσαν
κρυφά του πολυμήχανου Ήφαιστου τ᾽ άφαντα δίχτυα, κι ούτε
πιά ειχαν τη δύναμη τα μέλη τους ν᾽ ασκώσουν, να κουνήσουν,
και τότε τό ᾽νιωσαν πως πιάστηκαν και γλιτωμό δεν έχουν.
Στην ώρα πάνω ο Κουτσοπόδαρος, ο ξακουστός τεχνίτης, 300
με βιάση διάγειρε στον Όλυμπο, πριχού στη Λήμνο φτάσει·
ο Ήλιος μαθές τους παραμόνευε και τού ᾽φερε μαντάτο.
Και πήρε δρόμο για το σπίτι του με πικραμένα σπλάχνα,
κι ως στάθη ομπρός στην πόρτα, η μάνητα βαριά τον συνεπήρε·
φωνή τού ξέφυγε άγρια κι έκραξε τους αθανάτους όλους: 305
«Πατέρα Δία και σεις αθάνατοι θεοί μακάριοι, ελάτε!
Δέστε δουλειές για γέλια, αβάσταχτες, πώς η Αφροδίτη δείχνει,
του γιου του Κρόνου η κόρη, πάντα της σε μένα καταφρόνια,
τι είμαι κουτσός, και την αγάπη της την κρύβει για τον Άρη,
που είν᾽ όμορφος και τα ποδάρια του γερά, μα εγώ σακάτης 310
γεννήθηκα· σ᾽ αυτό δεν έφταιξεν άλλος κανείς, μονάχα
οι δυο γονιοί μου, που δεν έπρεπε να μ᾽ έχουν γεννημένα.
Μα γιά κοιτάχτε τους πώς κείτουνται και χαίρουνται τον πόθο
στην κλίνη τη δικιά μου! Η πίκρα μου θεριεύει που τους βλέπω.
Όμως κι αυτοί δεν το φαντάζουμαι πια να πλαγιάσουν έτσι 315
καν μια στιγμή, κι ας είναι η αγάπη τους τρανή· την όρεξή τους
κι οι δυο θα χάσουν! Μα τα βρόχια μου κι ο δόλος μου δεμένους
θα τους κρατούν, ωσόπου ο κύρης της τα δώρα μού γυρίσει,
που για τη σκύλα θυγατέρα του περίσσια τού ᾽χα δώσει·
γιατί, κι αν είναι η κόρη του όμορφη, καμιά δεν έχει πίστη!» 320
Σαν είπε αυτά, στο χαλκοκάτωφλο συνάχτηκαν παλάτι
οι αθάνατοι οι άλλοι: ήρθεν ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης,
κι ο Ποσειδώνας ήρθε, κι έτρεξε κι ο Ερμής ο πρωτοκλέφτης,
και μοναχά οι θεές στα σπίτια τους από ντροπή απομείναν.
Κι οι αγαθοδότες όπως στάθηκαν, οι τρισμακαρισμένοι 325
θεοί στην πόρτα αντίκρυ, σε άσβηστο ξεσπάσαν όλοι γέλιο,
του Ηφαίστου ως είδαν του πολύβουλου τα δίχτυα και τους δόλους·
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Καμιά δουλειά κακή δεν πρόκοψε· τον γρήγορο τον φτάνει
ο σιγανός. Γιά ιδές τον Ήφαιστο, που τσάκωσε τον Άρη, 330
κουτσός, αργός, τον πιο γοργόποδο μες στους θεούς του Ολύμπου,
με δόλο. Τώρα για το ντρόπιασμα χρωστάει κι απανωτίμι!»
Τέτοια σταυρώναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε,
κι ο Απόλλωνας ο ρήγας μίλησε του Ερμή και τέτοια τού ᾽πε:
«Ερμή, του Δία γιε αγαθόδωρε, γιά πες μου, ψυχολάτη, 335
με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα σου θα τό ᾽θελες στο στρώμα
να κείτεσαι και νά ᾽σαι με άλυτα πλεμάτια αλυσωμένος;»
Κι ο ψυχολάτης τού αποκρίθηκεν Αργοφονιάς και τού ᾽πε:
«Μακάρι, μακρορίχτη Απόλλωνα! Κι ας ήταν ένα γύρο
τρεις φορές τόσα δίχτυα αρίφνητα να ζώνουν το κορμί μου, 340
και σεις, θεοί, κι οι θέαινες όλες τους να μας θωρείτε, φτάνει
με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα μου να κείτουμαι στο στρώμα!»
Έτσι μιλούσε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί τα γέλια εβάλαν·
ο Ποσειδώνας μόνο αγέλαστος κρατιόταν, και ζητούσε
με παρακάλια από τον Ήφαιστο τον Άρη να λυτρώσει, 345
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Λύσ᾽ τον, εγώ το παίρνω πάνω μου να σου πλερώσει πλέρια
ό,τι ταιριάζει στους αθάνατους μπροστά, καθώς προστάζεις.»
Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά τού δίνει:
«Της γης αφέντη, τέτοια πράματα μη μου ζητάς αλήθεια! 350
Για ένα χαμένο εγγύηση παίρνοντας χαμένος βγαίνεις πάντα.
Εσένα πώς μες στους αθάνατους θεούς να δέσω, αν φύγει
ο Άρης αφήνοντάς με απλέρωτο, μια και λυθεί απ᾽ τα δίχτυα;»
Κι ο Ποσειδώνας τού αποκρίθηκε και τού ᾽πε, ο κοσμοσείστης:
«Ήφαιστε, αν πάρει δρόμο φεύγοντας και χρέος σού αφήσει πίσω 355
ο Άρης, ατός μου εγώ σου υπόσκουμαι να σου το ξεπλερώσω.»
Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά τού δίνει:
«Πρεπό δεν είναι κι ουδέ γίνεται να σου αρνηστώ τη χάρη.»
Αυτά ειπεν ο αντρειωμένος Ήφαιστος και τα πλεμάτια λύνει·
κι αυτοί, απ᾽ τα δίχτυα που τους έδεναν σφιχτά λευτερωμένοι, 360
μεμιάς πετάχτηκαν και τράβηξαν ― εκείνος για τη Θράκη,
τούτη, η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη, στην Κύπρο πέρα εδιάβη,
στην Πάφο, όπου της είχαν τέμενος κι ένα βωμό ευωδάτο.
Εκεί την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
αθάνατο, με αυτό που αλείβουνται κι οι άλλοι θεοί κι αστράφτουν, 365
και ρούχα πάγκαλα της φόρεσαν, θωρώντας να θαμάξεις.
Αὐτὰρ ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν
ἀμφ᾽ Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ᾽ Ἀφροδίτης,
ὡς τὰ πρῶτα μίγησαν ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισι
λάθρῃ· πολλὰ δ᾽ ἔδωκε, λέχος δ᾽ ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν
Ἡφαίστοιο ἄνακτος· ἄφαρ δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν 270
Ἥλιος, ὅ σφ᾽ ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι.
Ἥφαιστος δ᾽ ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα, κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων,
ἐν δ᾽ ἔθετ᾽ ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ δεσμοὺς
ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ᾽ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν. 275
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε δόλον κεχολωμένος Ἄρει,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον, ὅθι οἱ φίλα δέμνι᾽ ἔκειτο,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ·
πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο,
ἠΰτ᾽ ἀράχνια λεπτά, τά γ᾽ οὔ κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο, 280
οὐδὲ θεῶν μακάρων· πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα δόλον περὶ δέμνια χεῦεν,
εἴσατ᾽ ἴμεν ἐς Λῆμνον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
ἥ οἱ γαιάων πολὺ φιλτάτη ἐστὶν ἁπασέων.
οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης, 285
ὡς ἴδεν Ἥφαιστον κλυτοτέχνην νόσφι κιόντα·
βῆ δ᾽ ἴμεναι πρὸς δῶμα περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο,
ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης.
ἡ δὲ νέον παρὰ πατρὸς ἐρισθενέος Κρονίωνος
ἐρχομένη κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζεθ᾽· ὁ δ᾽ εἴσω δώματος ᾔει 290
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε, τραπείομεν εὐνηθέντες·
οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.»
Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι. 295
τὼ δ᾽ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον· ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ
τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο,
οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ᾽ ἀναεῖραι.
καὶ τότε δὴ γίγνωσκον, ὅ τ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλοντο.
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις, 300
αὖτις ὑποστρέψας, πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι·
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον.
βῆ δ᾽ ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ·
ἔστη δ᾽ ἐν προθύροισι, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει·
σμερδαλέον δ᾽ ἐβόησε, γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι· 305
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
δεῦθ᾽, ἵνα ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε,
ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
αἰὲν ἀτιμάζει, φιλέει δ᾽ ἀΐδηλον Ἄρηα,
οὕνεχ᾽ ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, αὐτὰρ ἐγώ γε 310
ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος,
ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
ἀλλ᾽ ὄψεσθ᾽, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι,
εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ᾽ ὁρόων ἀκάχημαι.
οὐ μέν σφεας ἔτ᾽ ἔολπα μίνυνθά γε κειέμεν οὕτω, 315
καὶ μάλα περ φιλέοντε· τάχ᾽ οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω
εὕδειν· ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,
εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,
ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,
οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.» 320
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀγέροντο θεοὶ ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ·
ἦλθε Ποσειδάων γαιήοχος, ἦλθ᾽ ἐριούνης
Ἑρμείας, ἦλθεν δὲ ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων.
θηλύτεραι δὲ θεαὶ μένον αἰδοῖ οἴκοι ἑκάστη.
ἔσταν δ᾽ ἐν προθύροισι θεοί, δωτῆρες ἑάων· 325
ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι
τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«Οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα· κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν,
ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, 330
ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι
χωλὸς ἐὼν τέχνῃσι· τὸ καὶ μοιχάγρι᾽ ὀφέλλει.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Ἑρμῆν δὲ προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Ἑρμεία, Διὸς υἱέ, διάκτορε, δῶτορ ἑάων, 335
ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖς ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς
εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ;»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα διάκτορος ἀργειφόντης·
«αἲ γὰρ τοῦτο γένοιτο, ἄναξ ἑκατηβόλ᾽ Ἄπολλον.
δεσμοὶ μὲν τρὶς τόσσοι ἀπείρονες ἀμφὶς ἔχοιεν, 340
ὑμεῖς δ᾽ εἰσορόῳτε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,
αὐτὰρ ἐγὼν εὕδοιμι παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἐν δὲ γέλως ὦρτ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε, λίσσετο δ᾽ αἰεὶ
Ἥφαιστον κλυτοεργὸν ὅπως λύσειεν Ἄρηα· 345
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Λῦσον· ἐγὼ δέ τοι αὐτὸν ὑπίσχομαι, ὡς σὺ κελεύεις,
τίσειν αἴσιμα πάντα μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις·
«μή με, Ποσείδαον γαιήοχε, ταῦτα κέλευε· 350
δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι.
πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας;»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«Ἥφαιστ᾽, εἴ περ γάρ κεν Ἄρης χρεῖος ὑπαλύξας 355
οἴχηται φεύγων, αὐτός τοι ἐγὼ τάδε τίσω.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις·
«οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι.»
Ὣς εἰπὼν δεσμὸν ἀνίει μένος Ἡφαίστοιο.
τὼ δ᾽ ἐπεὶ ἐκ δεσμοῖο λύθεν, κρατεροῦ περ ἐόντος, 360
αὐτίκ᾽ ἀναΐξαντε ὁ μὲν Θρῄκηνδε βεβήκει,
ἡ δ᾽ ἄρα Κύπρον ἵκανε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη,
ἐς Πάφον, ἔνθα τέ οἱ τέμενος βωμός τε θυήεις.
ἔνθα δέ μιν Χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, 365
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαν ἐπήρατα, θαῦμα ἰδέσθαι.