Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 7 στ. 298-347
Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τού απηλογήθη:
«Ξένε, μονάχα τούτο η κόρη μου δε λόγιασε όπως πρέπει,
που δεν αφήκε με τις βάγιες της και συ στο αρχοντικό μου 300
μαζί να ᾽ρθείς· κι ωστόσο πρόσπεσες στα γόνατά της πρώτα!»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Γι᾽ αυτό μην κατακρίνεις, ρήγα μου, την άψεγή σου κόρη·
τι αυτή μού τό ᾽πε, με τις βάγιες της να πάω κι εγώ κοντά της·
μα εγώ δεν τό ᾽θελα, τι ντρέπομουν κι είχα το φόβο ακόμα, 305
μήπως με δεις μαζί τους νά ᾽ρχουμαι και μέσα σου θυμώσεις·
τι όλοι της γης οι ανθρώποι βάζουμε κακό στο νου μας πάντα.»
Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Ξένε, δεν έχω εγώ στα στήθη μου καρδιά που ανάβει αναίτια
από θυμό· τό ᾽χω καλύτερο να στέκουμαι στο μέτρο. 310
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, ενας άντρας
τέτοιος που δείχνεις και που η γνώμη του με τη δικιά μου ειναι ίδια,
νά ᾽μενε εδώ, τη θυγατέρα μου να πάρει, και γαμπρό μου
να τόνε πω! Και βιος θα σού ᾽δινα και σπίτι, φτάνει μόνο
νά ᾽θελες νά ᾽μενες· κανένας μας μεβιάς εδώ να μείνεις 315
δε σου ζητά· μη δώσεις άδικο να κάνω τέτοιο, θέ μου!
Άκου τη μέρα που αποφάσισα να σε ξεπροβοδίσω ―
αύριο, να ξέρεις· κι ως θα βρίσκεσαι στον ύπνο βυθισμένος,
στα γαληνά πελάγη οι ναύτες μας θα λάμνουν, ως να φτάσεις
στην πατρική σου γη, στο σπίτι σου, κι όπου ποθεί η καρδιά σου ― 320
ακόμα κι αν πιο πέρα γύρευες από την Εύβοια, πού ᾽ναι,
δικοί μας όπως λέγαν άνθρωποι, μακριά πολύ· την είδαν
τη μέρα που ο ξανθός Ραδάμανθης τον Τιτυό κινούσε,
της Γης το γιο, να ιδεί και σε άρμενο ταξίδεψε δικό μας.
Κι οι Φαίακες το ταξίδι τέλεψαν, χωρίς να κουραστούνε, 325
μονημερίς, και πάλε διάγειραν την ίδια μέρα πίσω.
Τί αξίζουν τα δικά μου τ᾽ άρμενα και πώς ψηλά το κύμα
με τα κουπιά πετούν οι νιούτσικοι, κι ατός σου θα το μάθεις.»
Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
κι ύψωσε ευτύς ευκή κι ανάκραξε και μίλησε έτσι κι είπε: 330
«Πατέρα Δία, τα που μου υπόσκεται και να τελέψει δώσε
ο Αλκίνοος! Έτσι θά ᾽μενε άσβηστη στη γη την καρποδότρα
η δόξα του, κι εγώ θα διάγερνα πια στο νησί μου πίσω.»
Τέτοια σταυρώναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε·
η Αρήτη ωστόσο η χιονοβράχιονη τις βάγιες της προστάζει 335
στο σκεπαστό να στρώσουν γρήγορα, και πορφυρά να βάλουν
πανέμορφα στρωσίδια, κι έπειτα να στρώσουν αντρομίδες
κι ακόμα ολόσγουρες για σκέπασμα φλοκάτες από πάνω.
Κι εκείνες βγήκαν απ᾽ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια·
κι αφού τη στέρια κλίνη απόστρωσαν με προθυμιά μεγάλη, 340
τον Οδυσσέα σιμώσαν κι έλεγαν και τον παρακινούσαν:
«Σήκω να πας να πέσεις, έτοιμο το στρώμα σου είναι, ξένε!»
Αυτά ειπαν, κι ο Οδυσσέας το χάρηκε που ήρθε ώρα να πλαγιάσει.
Έτσι κοιμόταν ο πολύπαθος, ισόθεος Οδυσσέας
σε κλίνη τρυπητή στο αχόλαλο το σκεπαστό από κάτω. 345
Κι ο Αλκίνοος στου αψηλού εκοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
εκεί που τού ᾽στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν τοῦτό γ᾽ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε
παῖς ἐμή, οὕνεκά σ᾽ οὔ τι μετ᾽ ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν 300
ἦγεν ἐς ἡμέτερον· σὺ δ᾽ ἄρα πρώτην ἱκέτευσας.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἥρως, μή μοι τοὔνεκ᾽ ἀμύμονα νείκεε κούρην·
ἡ μὲν γάρ μ᾽ ἐκέλευε σὺν ἀμφιπόλοισιν ἕπεσθαι·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ ἔθελον δείσας αἰσχυνόμενός τε, 305
μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι·
δύσζηλοι γάρ τ᾽ εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«ξεῖν᾽, οὔ μοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
μαψιδίως κεχολῶσθαι· ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα. 310
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ἐσσι, τά τε φρονέων ἅ τ᾽ ἐγώ περ,
παῖδά τ᾽ ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι
αὖθι μένων· οἶκον δέ κ᾽ ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην,
εἴ κ᾽ ἐθέλων γε μένοις· ἀέκοντα δέ σ᾽ οὔ τις ἐρύξει 315
Φαιήκων· μὴ τοῦτο φίλον Διὶ πατρὶ γένοιτο.
πομπὴν δ᾽ ἐς τόδ᾽ ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς,
αὔριον ἔς· τῆμος δὲ σὺ μὲν δεδμημένος ὕπνῳ
λέξεαι, οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηαι
πατρίδα σὴν καὶ δῶμα, καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν, 320
εἴ περ καὶ μάλα πολλὸν ἑκαστέρω ἔστ᾽ Εὐβοίης,
τήν περ τηλοτάτω φάσ᾽ ἔμμεναι οἵ μιν ἴδοντο
λαῶν ἡμετέρων, ὅτε τε ξανθὸν Ῥαδάμανθυν
ἦγον ἐποψόμενον Τιτυόν, Γαιήϊον υἱόν.
καὶ μὲν οἱ ἔνθ᾽ ἦλθον, καὶ ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν 325
ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ᾽ ὀπίσσω.
εἰδήσεις δὲ καὶ αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὅσσον ἄρισται
νῆες ἐμαὶ καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
εὐχόμενος δ᾽ ἄρα εἶπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· 330
«Ζεῦ πάτερ, αἴθ᾽ ὅσα εἶπε τελευτήσειεν ἅπαντα
Ἀλκίνοος· τοῦ μέν κεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν
ἄσβεστον κλέος εἴη, ἐγὼ δέ κε πατρίδ᾽ ἱκοίμην.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
κέκλετο δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἀμφιπόλοισι 335
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι·
αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι, 340
ὄτρυνον Ὀδυσῆα παριστάμεναι ἐπέεσσιν·
«Ὄρσο κέων, ὦ ξεῖνε· πεποίηται δέ τοι εὐνή.»
ὣς φάν· τῷ δ᾽ ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ· 345
Ἀλκίνοος δ᾽ ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.