Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 6 στ. 251-331
Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη στοχάστηκε άλλα ωστόσο·
τα ρούχα ως δίπλωσε, τ᾽ απίθωσε στο αμάξι, και τις μούλες
ζεύει μετά τις ατσαλόνυχες, κι ανέβηκε κι ατή της·
στον Οδυσσέα γυρνώντας έπειτα του μίλησε και τού ᾽πε:
«Ξένε μου, σήκω πια, στο κάστρο μας να πορευτείς· στο σπίτι 255
θα σε οδηγήσω εγώ του αντρόκαρδου πατέρα μου· κει μέσα
σου λέω τους Φαίακες, όσοι ειναι άρχοντες, θα τους γνωρίσεις όλους.
Κι ό,τι σου πω να κάνεις· άμυαλος δε μοιάζει νά ᾽σαι αλήθεια·
όση ώρα θα περνούμε ξώμερα και καλλουργιές κι αμπέλια,
εσύ απ᾽ τις μούλες και την άμαξα πιο πίσω λίγο τρέχα 260
με βιάση, αντάμα με τις βάγιες μου· τη στράτα εγώ θα δείχνω.
Στην πολιτεία σαν όμως φτάσουμε, που γύρα καστροτείχι
ψηλό τη ζώνει, και δεξόζερβα διπλό λιμάνι ανοίγει,
κι είναι στενή η μπασιά, και τ᾽ άρμενα τα γυριστά σερμένα
μιαν άκρη ως άλλη, τι καθένας τους κρατάει δικό του τόπο ― 265
εκεί ᾽ναι κι η αγορά, στον όμορφο του Ποσειδώνα δίπλα
βωμό, και γύρω εχει να κάθουνται κουβαλημένες πέτρες,
στη γη χωστές· εκεί για τ᾽ άρμενα τα μελανά τα ξάρτια,
πανιά και παλαμάρια, φτιάνουνε, και τα κουπιά τορνεύουν·
δεν τους τραβούν τους Φαίακες τ᾽ άρματα ―δοξάρια, σαϊτολόγοι― 270
μόν᾽ τα κουπιά των πλοίων και τ᾽ άρμπουρα, τα ζυγιαστά καράβια·
με τούτα τ᾽ αφρισμένα κύματα, χαρά γεμάτοι, σκίζουν.
Αυτών φοβούμαι τα πικρόλογα, ξοπίσω μη με πιάσει
κανείς στο στόμα του· περήφανος μαθές εδώ ειναι ο κόσμος.
Αν κάποιος μάς ιδεί αχαμνότερος στο δρόμο, θα φωνάξει: 275
“Ο όμορφος ξένος κι αψηλόκορμος, στη Ναυσικά ξοπίσω
που πάει, ποιός νά ᾽ναι; πού τον πέτυχε; Θαρρώ τον θέλει γι᾽ άντρα!
Από καράβι, εδώ που ξέπεσε, μπας και τον πήρε, κι είναι
αλαργοτάξιδος; τι γύρω μας δεν έχουμε γειτόνους.
Μπορεί να θερμοπαρακάλεσε στις προσευκές της κι ήρθε 280
ψηλά απ᾽ τα ουράνια ενας αθάνατος, για να την κάνει ταίρι.
Έτσι καλύτερα, αν κυνήγησε και βρήκε μοναχή της
άντρα απ᾽ αλλού! Πού καταδέχεται μαθές εμάς τους ντόπιους
τους Φαίακες, κι ας τη θέλουν ταίρι τους πολλά αρχοντόπουλά μας!”
Αυτά θα πουν, κι εγώ απ᾽ τα λόγια τους πολλή ντροπή θα πάρω. 285
Εγώ και με άλλην λέω συχύζουμαι, που τέτοια πάει και κάνει,
κι ας ζουν ο κύρης της κι η μάνα της, κι αθέλητά τους τρέχει
και σμίγει με άντρες, πριν το γάμο της γιορτάσει μπρος στον κόσμο.
Άκουσε, ξένε, την ορμήνια μου, συντρόφους να σου δώσει
κι ο κύρης μου μιαν ώρα αρχύτερα και να διαγείρεις πίσω: 290
Θα βρείς, στο δρόμο πλάι, της Αθηνάς ιερό από λεύκες δάσο,
όλο ομορφιά, με μια ανεβάλλουσα, κι ολόγυρα λιβάδι.
Εκεί μετόχι εχει ο πατέρας μου κι ολόδροσο περβόλι,
στην πολιτεία κοντά· θα σε άκουγαν, αν φώναζες εκείθε.
Κει πέρα κάθισε και πρόσμενε, στο κάστρο μέσα πρώτα 295
να πάμε εμείς και στου πατέρα μου να μπούμε το παλάτι.
Και σα λογιάσεις πια πως μπήκαμε, και συ για των Φαιάκων
την πολιτεία ξεκίνα· φτάνοντας, το αρχοντικό πού πέφτει
του Αλκίνου, του αντρειωμένου κύρη μου, γιά ρώτα να σου δείξουν.
Θα τό ᾽βρεις εύκολα· θα σού ᾽δειχνε κι ένα μωρό το δρόμο· 300
κανένα αρχοντικό δε βρίσκεται μέσα στους Φαίακες όλους,
που με του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου να μοιάζει το παλάτι.
Μα σύντας πια σε κρύψει ο αυλόγυρος και μπεις στο σπίτι μέσα,
γοργά το αρχονταρίκι διάβαινε, στη μάνα μου ως να φτάσεις.
Κοντά στο τζάκι εκείνη κάθεται, στης στιας τη λάμψη δίπλα, 305
άλικο γνέθοντας στη ρόκα της μαλλί, που να θαμάξεις,
στο στύλο ακουμπισμένη· πίσω της οι σκλάβες καθισμένες.
Εκεί και το θρονί του ο κύρης μου στον ίδιο στύλο γέρνει,
κι απάνω κάθεται ως αθάνατος και το κρασί του πίνει.
Ρίξου στης μάνας μου τα γόνατα, τον κύρη προσπερνώντας, 310
κι αγκάλιασέ τα, αν θες ολόχαρος να ιδείς του γυρισμού σου
τη μέρα γρήγορα, η πατρίδα σου πολύ κι ας είναι αλάργα·
τι από καλού αν εκείνη σ᾽ έπαιρνε κι από συμπάθιο, θά ᾽χες
ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να δεις και να διαγείρεις
στο αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στη γη την πατρική σου.» 315
Ως είπε τούτα η κόρη, χτύπησε το αστραφτερό μαστίγι,
κι οι μούλες παρατήσαν γρήγορα του ποταμού το ρέμα,
κι οδεύαν πότε τριποδίζοντας και πότε περπατώντας·
κι εκράτα αυτή πραγά τα νιόλουρα, με μέτρο το μαστίγι
δουλεύοντας, οι βάγιες νά ᾽ρχουνται ξοπίσω κι ο Οδυσσέας. 320
Βουτούσε ο γήλιος, στο περίλαμπρο της Αθηνάς σα φτάσαν
το δάσο το ιερό, κι ως κάθισε μονάχος πια ο Οδυσσέας,
την Αθηνά παρακαλέστηκε, του τρανού Δία την κόρη:
«Στήσε το αφτί σου, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
Καν τώρα επάκουσέ μου· τι άλλοτε που τσακιζόμουν, διόλου 325
δε μ᾽ άκουσες, καθώς με τσάκιζεν ο μέγας Κοσμοσείστης·
στους Φαίακες φτάνοντας συμπόνεση κι αγάπη νά ᾽βρω δώσ᾽ μου!»
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά τού επάκουσε την προσευχή η Παλλάδα,
μα ομπρός του ακόμα δεν ξεπρόβελνε· τον αδερφό ντρεπόταν
μαθές του κύρη της, που αλάγιαστα του ισόθεου του Οδυσσέα 330
θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.
Αὐτὰρ Ναυσικάα λευκώλενος ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
εἵματ᾽ ἄρα πτύξασα τίθει καλῆς ἐπ᾽ ἀπήνης,
ζεῦξεν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας, ἂν δ᾽ ἔβη αὐτή.
ὄτρυνεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ὄρσεο δὴ νῦν, ξεῖνε, πόλινδ᾽ ἴμεν, ὄφρα σε πέμψω 255
πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα δαΐφρονος, ἔνθα σέ φημι
πάντων Φαιήκων εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρδειν· δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾽ ἀνθρώπων,
τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν 260
καρπαλίμως ἔρχεσθαι· ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω.
αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν ἣν πέρι πύργος
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος,
λεπτὴ δ᾽ εἰσίθμη· νῆες δ᾽ ὁδὸν ἀμφιέλισσαι
εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ. 265
ἔνθα δέ τέ σφ᾽ ἀγορή, καλὸν Ποσιδήϊον ἀμφίς,
ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσ᾽ ἀραρυῖα.
ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι,
πείσματα καὶ σπείρα, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά.
οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη, 270
ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῗσαι,
ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν.
τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, μή τις ὀπίσσω
μωμεύῃ· μάλα δ᾽ εἰσὶν ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον·
καί νύ τις ὧδ᾽ εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας· 275
“τίς δ᾽ ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός τε μέγας τε
ξεῖνος; ποῦ δέ μιν εὗρε; πόσις νύ οἱ ἔσσεται αὐτῇ.
ἦ τινά που πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηὸς
ἀνδρῶν τηλεδαπῶν, ἐπεὶ οὔ τινες ἐγγύθεν εἰσίν·
ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ πολυάρητος θεὸς ἦλθεν 280
οὐρανόθεν καταβάς, ἕξει δέ μιν ἤματα πάντα.
βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν
ἄλλοθεν· ἦ γὰρ τούσδε γ᾽ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον
Φαίηκας, τοί μιν μνῶνται πολέες τε καὶ ἐσθλοί.”
ὣς ἐρέουσιν, ἐμοὶ δέ κ᾽ ὀνείδεα ταῦτα γένοιτο. 285
καὶ δ᾽ ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥ τις τοιαῦτά γε ῥέζοι,
ἥ τ᾽ ἀέκητι φίλων πατρὸς καὶ μητρὸς ἐόντων
ἀνδράσι μίσγηται πρίν γ᾽ ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν.
ξεῖνε, σὺ δ᾽ ὦκ᾽ ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα τάχιστα
πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρὸς ἐμοῖο. 290
δήεις ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης ἄγχι κελεύθου
αἰγείρων· ἐν δὲ κρήνη νάει, ἀμφὶ δὲ λειμών.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῦ τέμενος τεθαλυῖά τ᾽ ἀλωή,
τόσσον ἀπὸ πτόλιος ὅσσον τε γέγωνε βοήσας·
ἔνθα καθεζόμενος μεῖναι χρόνον, εἰς ὅ κεν ἡμεῖς 295
ἄστυδε ἔλθωμεν καὶ ἱκώμεθα δώματα πατρός.
αὐτὰρ ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ᾽ ἀφῖχθαι,
καὶ τότε Φαιήκων ἴμεν ἐς πόλιν ἠδ᾽ ἐρέεσθαι
δώματα πατρὸς ἐμοῦ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
ῥεῖα δ᾽ ἀρίγνωτ᾽ ἐστὶ καὶ ἂν πάϊς ἡγήσαιτο 300
νήπιος· οὐ μὲν γάρ τι ἐοικότα τοῖσι τέτυκται
δώματα Φαιήκων, οἷος δόμος Ἀλκινόοιο
ἥρως. ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή,
ὦκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηαι
μητέρ᾽ ἐμήν· ἡ δ᾽ ἧσται ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ, 305
ἠλάκατα στρωφῶσ᾽ ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι,
κίονι κεκλιμένη· δμῳαὶ δέ οἱ ἥατ᾽ ὄπισθεν.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλιται αὐτῇ,
τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενος ἀθάνατος ὥς.
τὸν παραμειψάμενος μητρὸς περὶ γούνασι χεῖρας 310
βάλλειν ἡμετέρης, ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί.
εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» 315
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ
ἡμιόνους· αἱ δ᾽ ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα.
αἱ δ᾽ εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν.
ἡ δὲ μάλ᾽ ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ᾽ ἑποίατο πεζοὶ
ἀμφίπολοί τ᾽ Ὀδυσεύς τε· νόῳ δ᾽ ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην. 320
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καὶ τοὶ κλυτὸν ἄλσος ἵκοντο
ἱρὸν Ἀθηναίης, ἵν᾽ ἄρ᾽ ἕζετο δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο·
«Κλῦθί μοι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη·
νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ πάρος οὔ ποτ᾽ ἄκουσας 325
ῥαιομένου, ὅτε μ᾽ ἔρραιε κλυτὸς ἐννοσίγαιος.
δός μ᾽ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη·
αὐτῷ δ᾽ οὔ πω φαίνετ᾽ ἐναντίη· αἴδετο γάρ ῥα
πατροκασίγνητον· ὁ δ᾽ ἐπιζαφελῶς μενέαινεν 330
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.