Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 5 στ. 228-290
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
πήρε ο Οδυσσέας γοργά και φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα·
μαντί μακρύ η ξωθιά, χιονόθωρο, φορούσε από την άλλη, 230
ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι,
ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα·
και τότε του Οδυσσέα του αντρόκαρδου συντάζει το ταξίδι:
Τρανό πελέκι πρώτα τού ᾽δωκε, που τού ᾽ρχονταν στη φούχτα,
ακονισμένο, νά ᾽ναι δίκοπο, χαλκό και στεριωμένο 235
σ᾽ ελήσιου στειλιαριού πανέμορφου καλά την άκρη απάνω.
Σκεπάρνι τορνεμένο τού ᾽δωκε μετά, κι ευτύς κινούσε
μπροστά για του νησιού τ᾽ ακρόμερα· ψηλά εκεί πέρα δέντρα
φυτρώναν, σκλήθρες, λεύκες κι έλατοι, που ανέβαιναν στα ουράνια,
από καιρούς στεγνά, κατάξερα, να πλέγουν απαλάφρου. 240
Κι ευτύς ως τού ᾽δειξε πού φύτρωναν τα θεριεμένα δέντρα,
η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στο σπήλιο της γυρνούσε.
Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε· σε λίγο ειχε τελέψει.
Σαν έριξε είκοσι, πελέκησε με το χαλκό τους κλώνους,
και τά ᾽ξυσε με το σκεπάρνι του, με στάφνη ισιώνοντάς τα. 245
Ωστόσο η Καλυψώ η πανέμνοστη του πήγε τα τρυπάνια·
και σύντας σε όλα τρύπες άνοιξε και τα σοφίλιασε όλα,
με ξυλοκάρφια και δεντρόφλουδες σφιχτά σφιχτά τα δένει.
Όσο φαρδύ ενα γύρο χάραξε για φορτηγό καράβι
τον πάτο μαραγκός, την τέχνη του που περισσά κατέχει, 250
τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε κι εκείνος την πλωτή του.
Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντάς τα,
και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα.
Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,
και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος, 255
και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,
να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό τού κουβαλούσε
για τα πανιά· κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα·
ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε 260
με τα φαλάγγια στ᾽ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·
στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ᾽ το νησί να φύγει,
με ρούχα ευωδιαστά απ᾽ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.
Δυο ασκιά πιο πρώτα τού κουβάλησε· μαύρο κρασί ειχε τό ᾽να, 265
το άλλο νερό ―το μεγαλύτερο― κι ακόμα το δισάκι
με τις θροφές, και μέσα νόστιμα προσφάγια τού ᾽χε βάλει·
τέλος αγέρα πρίμο, απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει.
Τότε ο Οδυσσέας ο θείος, χαρούμενος από τον πρίμο αγέρα,
σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι 270
να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρά του ο γύπνος,
την Πούλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
και το Χορό τον Εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του· 275
τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του τό ᾽χε πει, το Αμάξι
να τό ᾽χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.
Διαβήκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·
στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά προβάλαν τέλος,
απ᾽ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων, 280
και του φαντάζαν στο αχνογάλαζο το πέλαο σα σκουτάρι.
Ωστόσο απ᾽ τους Αιθίοπες διάγερνεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
και ξάφνου απ᾽ τα βουνά των Σόλυμων μακριά τον είδε ομπρός του
που αρμένιζε, κι ευτύς εφούντωσε πιο ακόμα η μάνητά του,
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε: 285
«Ωχού μου, δες, αλλαξογνώμησαν οι αθάνατοι οι άλλοι κι είπαν,
την ώρα στους Αιθίοπες πού ᾽λειπα, να στρέψει πια ο Οδυσσέας!
Στη γη των Φαίακων κιόλας ζύγωσε· της συφοράς το δίχτυ
που τον δαμάζει εκεί του γράφεται για πάντα να ξεφύγει.
Μα εγώ πιο πρώτα κι άλλα βάσανα να τον χορτάσω θέλω!» 290
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
αὐτίχ᾽ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾽ Ὀδυσσεύς,
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη, 230
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐφύπερθε καλύπτρην·
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μήδετο πομπήν.
δῶκέν οἱ πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσι,
χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ 235
στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός·
δῶκε δ᾽ ἔπειτα σκέπαρνον ἐΰξοον· ἄρχε δ᾽ ὁδοῖο
νήσου ἐπ᾽ ἐσχατιῆς, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τ᾽, ἐλάτη τ᾽ ἦν οὐρανομήκης,
αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς. 240
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δεῖξ᾽ ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Καλυψώ, δῖα θεάων,
αὐτὰρ ὁ τάμνετο δοῦρα· θοῶς δέ οἱ ἤνυτο ἔργον.
εἴκοσι δ᾽ ἔκβαλε πάντα, πελέκκησεν δ᾽ ἄρα χαλκῷ,
ξέσσε δ᾽ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν. 245
τόφρα δ᾽ ἔνεικε τέρετρα Καλυψώ, δῖα θεάων·
τέτρηνεν δ᾽ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισι,
γόμφοισιν δ᾽ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν.
ὅσσον τίς τ᾽ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται ἀνὴρ
φορτίδος εὐρείης, εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, 250
τόσσον ἐπ᾽ εὐρεῖαν σχεδίην ποιήσατ᾽ Ὀδυσσεύς.
ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι,
ποίει· ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα.
ἐν δ᾽ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ·
πρὸς δ᾽ ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ὄφρ᾽ ἰθύνοι. 255
φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι
κύματος εἶλαρ ἔμεν· πολλὴν δ᾽ ἐπεχεύατο ὕλην.
τόφρα δὲ φάρε᾽ ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἱστία ποιήσασθαι· ὁ δ᾽ εὖ τεχνήσατο καὶ τά.
ἐν δ᾽ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾽ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ, 260
μοχλοῖσιν δ᾽ ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν.
Τέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα·
τῷ δ᾽ ἄρα πέμπτῳ πέμπ᾽ ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ,
εἵματά τ᾽ ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα.
ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο 265
τὸν ἕτερον, ἕτερον δ᾽ ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά·
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
γηθόσυνος δ᾽ οὔρῳ πέτασ᾽ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως 270
ἥμενος· οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε
Πληϊάδας τ᾽ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο· 275
τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ποντοπορευέμεναι ἐπ᾽ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾽ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
γαίης Φαιήκων, ὅθι τ᾽ ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ· 280
εἴσατο δ᾽ ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ.
Τὸν δ᾽ ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων
τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν· εἴσατο γάρ οἱ
πόντον ἐπιπλώων· ὁ δ᾽ ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν· 285
«Ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως
ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ ἐμεῖο μετ᾽ Αἰθιόπεσσιν ἐόντος,
καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα
ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀϊζύος, ἥ μιν ἱκάνει·
ἀλλ᾽ ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.» 290