Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 290-350
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει: 290
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
τα μού ᾽πες τον καημό μού ετράνεψαν· τι αυτά δεν τον γλιτώσαν
απ᾽ το φριχτό χαμό, από σίδερο κι αν ήταν η καρδιά του.
Όμως θαρρώ ειναι αργά, οδηγάτε μας να πέσουμε στο στρώμα,
για να φραθούμε, στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.» 295
Είπε, κι ευτύς η Ελένη η αργίτισσα στο σκεπαστό προστάζει
να στήσουν δυο κλινάρια οι δούλες της, και πορφυρά να βάλουν
πανέμορφα στρωσίδια, πάνω τους ν᾽ απλώσουν αντρομίδες,
κι ολόσγουρες φλοκάτες έπειτα, να τυλιχτούνε μέσα.
Κι εκείνες βγήκαν απ᾽ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια· 300
κι ως τα κλινάρια εστρώσαν, έφτασε κι ο κράχτης με τους ξένους.
Σε λίγο μπρος στο σπίτι, στης αυλής το σκεπαστό κοιμόνταν
ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος· ωστόσο
κι ο γιος του Ατρέα στη μέσα κάμαρα του παλατιού κοιμόταν,
κι η ωριομαντούσα Ελένη δίπλα του, των γυναικών το θάμα. 305
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ο βροντερόφωνος πετάχτηκε Μενέλαος απ᾽ την κλίνη,
κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾽ αστραφτερά του πόδια·
μετά κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη, 310
κι έκατσε δίπλα στον Τηλέμαχο κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Τηλέμαχε αντρειανέ, ποιά σ᾽ έφερεν ανάγκη εδώ, στη θεία
τη Λακεδαίμονα, στης θάλασσας την πλατιά ράχη απάνω;
Δικό σου ή του λαού σου θέλημα; την πάσα αλήθεια πες μου!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει: 315
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
ήρθα να μάθω για τον κύρη μου μην έχεις κάτι ακούσει·
μου τρώνε τις σοδειές, μου ρήμαξαν τα καρπερά χωράφια,
το σπίτι μας οχτρούς εγέμισε, που αδιάκοπα μου σφάζουν
τα πρόβατα και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά μου βόδια ― 320
όλοι τους άνομοι, ξαδιάντροποι, της μάνας μου οι μνηστήρες.
Γι᾽ αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
το μαύρο του χαμό να μού ᾽λεγες, με τα δικά σου μάτια
αν τον αντίκρισες, γιά αν άκουσες λόγο αλλουνού, που κόσμο
είχε γυρίσει, τι η μητέρα του τρισάμοιρο τον γέννα. 325
Μα από συμπόνεση στα πάθη μου τα λόγια μη γλυκάνεις,
μόνο όπως τά ᾽δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μού τα.
Ο κύρης μου, ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος, αν σού ᾽χε τάξει κάτι
στων Τρώων τη χώρα, εκεί που βάσανα τραβήξατε περίσσια
οι Αργίτες όλοι, και σ᾽ το τέλεψε με λόγια γιά με πράξη, 330
αυτά, παρακαλώ, θυμήσου τα και την αλήθεια πες μου.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε βαριά κι απηλογήθη:
«Πωπώ, σε τίνος λιονταρόκαρδου την κλίνη αντρός αλήθεια
θελήσαν να πλαγιάσουν άνθρωποι δειλοί και τιποτένιοι!
Πώς μια αλαφίνα λιόντα ανήμερου πατάει τα δασοτόπια, 335
τα νιόγεννά της βυζανιάρικα λαφάκια να κοιμίσει,
και ξεκινάει μετά γυρεύοντας τροφή στα καταράχια
και στα χλωρά φαράγγια· κι άξαφνα στην κοίτη του γυρνώντας
άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ᾽ αυτήν και στα παιδιά της·
όμοια άσκημο θα δώσει θάνατο σε κείνους ο Οδυσσέας. 340
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, και τώρα
καθώς και τότε στην καλόχτιστη τη Λέσβο, εκεί που μόλις
τον αντροκάλεσαν επάλεψε με το Φιλομηλείδη
και καταγής μεβιάς τον έστρωσε, κι όλοι οι Αχαιοί χαρήκαν!
Τέτοιος και τώρα εκεί να γύριζε, να σμίξει τους μνηστήρες, 345
πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατός τους!
Για τούτα τώρα που με ρώτησες και με παρακαλιέσαι,
ψευτιές εγώ δε λέω ξεφεύγοντας μηδέ θα σε αναμπαίξω·
τα λόγια του θαλασσογέροντα του αλάθευτου, όσα μού ᾽πε,
θ᾽ ακούσεις· δε θα κρύψω τίποτα μηδέ θ᾽ αποσκεπάσω: 350
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 290
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἄλγιον· οὐ γάρ οἵ τι τάδ᾽ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,
οὐδ᾽ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾽ ἡμέας, ὄφρα καὶ ἤδη
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες.» 295
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργείη δ᾽ Ἑλένη δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι, καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, 300
δέμνια δὲ στόρεσαν· ἐκ δὲ ξείνους ἄγε κῆρυξ.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο,
Τηλέμαχός θ᾽ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός·
Ἀτρεΐδης δὲ καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
πὰρ δ᾽ Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο, δῖα γυναικῶν. 305
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην, 310
Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ᾽ ἤγαγε, Τηλέμαχ᾽ ἥρως,
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης;
δήμιον ἦ ἴδιον; τόδε μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 315
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.
ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα,
δυσμενέων δ᾽ ἀνδρῶν πλεῖος δόμος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
μῆλ᾽ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς, 320
μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾽ ἱκάνομαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν, ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας
πλαζομένου· πέρι γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ. 325
μηδέ τί μ᾽ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾽ ἐλεαίρων,
ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.
λίσσομαι, εἴποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ὀδυσσεύς,
ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾽ Ἀχαιοί· 330
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ
ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες.
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος 335
νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς
κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα
βοσκομένη, ὁ δ᾽ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,
ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν,
ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει. 340
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ποτ᾽ ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ
ἐξ ἔριδος Φιλομηλεΐδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς,
κὰδ δ᾽ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί,
τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς· 345
πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ταῦτα δ᾽ ἅ μ᾽ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε
ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν, οὐδ᾽ ἀπατήσω·
ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής,
τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ᾽ ἐπικεύσω. 350