Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 3 στ. 253-328
Κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας απηλογιά τού δίνει:
«Θα σου την πω, παιδί μου, ως γύρεψες, την πάσα αλήθεια τώρα,
αν και μονάχος τα φαντάστηκες πώς γίναν όλα ετούτα. 255
Αν ο ξανθός Μενέλαος φτάνοντας από της Τροίας τα μέρη
θωρούσε ζωντανό τον Αίγιστο μπροστά του, να σωρώσουν
πάνω στον τάφο του δε θ᾽ άφηνε χώμα χυτό, μονάχα
όρνια και σκύλοι θα τον σπάραζαν στον κάμπο πεταμένο,
μακριά απ᾽ την πολιτεία, κι Αργίτισσα καμιά δε θα βρισκόταν 260
να τόνε κλάψει, τέτοιες πού ᾽βαλε φριχτές δουλειές στο νου του·
τι όσο κει πέρα εμείς καθόμαστε και κάναμε περίσσιες
αντραγαθιές, ετούτος ξέγνοιαστος στο αλογοθρόφο το Άργος
να ξελογιάσει του Αγαμέμνονα το ταίρι πολεμούσε.
Εκείνη πρώτα τέτοιες άπρεπες δουλειές να κάμει αρνιόταν, 265
τι η Κλυταιμήστρα ηταν αρχόντισσα και δίχως δόλο ο νους της.
Κι είχε έναν τραγουδάρη δίπλα της, που ο γιος του Ατρέα, πριν φύγει
στης Τροίας τα μέρη, να του γνοιάζεται το ταίρι ειχε προστάξει.
Μα σύντας των θεών την έδεσε πια η μοίρα κι υποτάχτη,
τον τραγουδάρη εκείνος έπιασε και σ᾽ ένα ρημονήσι 270
των όρνιων να γενεί τον άφησε διαγούμισμα και κούρσος,
και πια θελόντας του θελόντας της στο σπίτι του την πήρε·
και στους βωμούς τους άγιους έκαιγε πλήθος μεριά, και πλήθος
ταμένα στους θεούς μαλάματα κι ανυφαντά κρεμούσε·
τι να τελέψει πια δεν τό ᾽λπιζε τέτοια δουλειά μεγάλη. 275
Ωστόσο εμείς μαζί αρμενίζαμε πίσω απ᾽ της Τροίας τα μέρη,
ο γιος του Ατρέα κι εγώ, και νιώθαμε να μας συσμίγει η αγάπη.
Μα σύντας στο άγιο Σούνιο φτάσαμε, στον κάβο της Αθήνας,
ο Φοίβος του Μενέλαου σκότωσε τον τιμονιέρη ξάφνου
απόνετες σαγίτες ρίχνοντας, εκεί που αυτός ακόμα 280
κρατούσε απ᾽ το καράβι πού ᾽τρεχε στα χέρια του το διάκι ―
το Φρόντη, τον υγιό του Ονήτορα· κανείς δεν κάτεχε άλλος
να κυβερνάει καράβι κάλλιο του, σαν ξέσπαζε η φουρτούνα.
Κόβει ο Μενέλαος, όσο αν βιάζουνταν, το δρόμο του, ως να θάψει
το σύντροφό του και στον τάφο του νεκροθυσίες να κάμει. 285
Μα όπως ξανά κινώντας διάβαινε το πέλαο το κρασάτο
κι αντίκρυ στου Μαλιά τ᾽ απόγκρεμα βουνά γοργοπετούσαν
τα βαθουλά καράβια, τού ᾽κλωσεν ο Δίας ο μακροβίγλης
πικρό ταξίδι· ξάφνου ξέχυσε στο πέλαο θεριεμένα,
σαν τα βουνά, πελώρια κύματα και σφουριχτούς ανέμους. 290
Εκεί στα δυο τούς κόβει κι έριξε μισούς στην Κρήτη απάνω,
στα μέρη που κρατούν οι Κύδωνες, στου Γιάρδανου τους όχτους.
Είναι ένας βράχος στο περίγιαλο, κοφτός κι ορθός, στην άκρη
της Γόρτυνας στο αχνό το πέλαγο, και στο ζερβί του κάβο
τρανά ο βοριάς αμπώθει κύματα προς της Φαιστός τα μέρη ― 295
βράχος μικρός, μα αντέχει κύματα μεγάλα να τον δέρνουν.
Εκεί, σπρωγμένα από τα ρέματα, τσακίσαν τα καράβια
στα βράχια απάνω· μόλις πρόφτασαν οι ναύτες να γλιτώσουν.
Μα τ᾽ άλλα πέντε γαλαζόπλωρα καράβια που ξεκόψαν
ο αγέρας και το ρέμα τά ᾽φεραν στης Αίγυπτος τα μέρη. 300
Όσον καιρό ο Μενέλαος μάλαμα και βιος εκεί γυρνώντας
σε αλλόγλωσσους ανθρώπους μάζωνε με τα πλεούμενά του,
ο Αίγιστος σκάρωνε τις άνομες δουλειές του στην πατρίδα.
Σα σκότωσε το ρήγα, υπόταξε και το λαό του, κι έτσι
χρόνους εφτά μες στην πολύχρυση βασίλευε Μυκήνα· 305
μα πάνω στους οχτώ τού πλάκωσε κακό μεγάλο ο Ορέστης
απ᾽ την Αθήνα, και του κύρη του το δολερό σκοτώνει
φονιά, τον Αίγιστο, που σκότωσε τον αντρειανό του κύρη·
και μακαριά, καθώς τον σκότωσε, να φαν οι Αργίτες στρώνει
για το λαγόκαρδο τον Αίγιστο και τη φριχτή του μάνα. 310
Την ίδια μέρα κι ο βροντόλαλος Μενέλαος ήρθε τέλος
κι έφερνε βιος πολύ, όσο τ᾽ άρμενα βαστούσαν να σηκώσουν.
Φίλε, και συ μακριά απ᾽ το σπίτι σου πολύ μην τριγυρίζεις
και παρατάς εκεί τα πλούτη σου και μες στο σπίτι σου άντρες
τόσο ξαδιάντροπους· αλάκερο μπορεί να φαν το βιος σου 315
μοιράζοντάς το, απ᾽ το ταξίδι σου μη βγεις χαμένος έτσι.
Μα στου Μενέλαου θα σε αρμήνευα κι εγώ να πας, το θέλω·
καιρός πολύς μαθές δεν πέρασε που διάγειρε απ᾽ τα ξένα,
από λαούς που δε θα τό ᾽λπιζε κανένας να διαγείρει
ατός του πίσω, αν τον ξεστράτιζαν φουρτούνες σε πελάγη 320
τόσο τρανά, που ουδέ πετούμενα να τα διαβούν ως πέρα
μονοχρονίς αποδυνάζουνται· τόσο τρανά ειναι κι άγρια.
Σύρε λοιπόν με το καράβι σου και τους δικούς σου ανθρώπους·
μα αν πάλι θες στεριάς, δε μού ᾽λειψαν αλόγατα κι αμάξι,
δε μού ᾽λειψαν κι οι γιοι, στη στράτα σου να σου σταθούν συντρόφοι 325
πέρα στη θεία τη Λακεδαίμονα, στου Μενελάου το σπίτι.
Εκεί πια ατός σου παρακάλα τον να πει την πάσα αλήθεια·
του περισσεύει η γνώση, ψέματα δε θα σου πει καθόλου.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾽ ἀγορεύσω.
ἦ τοι μὲν τόδε καὐτὸς ὀΐεαι, ὥς κεν ἐτύχθη, 255
εἰ ζωόν γ᾽ Αἴγισθον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτετμεν
Ἀτρεΐδης Τροίηθεν ἰών, ξανθὸς Μενέλαος·
τῶ κέ οἱ οὐδὲ θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν,
ἀλλ᾽ ἄρα τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν
κείμενον ἐν πεδίῳ ἑκὰς ἄστεος, οὐδὲ κέ τίς μιν 260
κλαῦσεν Ἀχαιϊάδων· μάλα γὰρ μέγα μήσατο ἔργον.
ἡμεῖς μὲν γὰρ κεῖθι πολέας τελέοντες ἀέθλους
ἥμεθ᾽· ὁ δ᾽ εὔκηλος μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο
πόλλ᾽ Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον θέλγεσκεν ἔπεσσιν.
ἡ δ᾽ ἦ τοι τὸ πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικές, 265
δῖα Κλυταιμνήστρη· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσι.
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ᾧ πόλλ᾽ ἐπέτελλεν
Ἀτρεΐδης Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι,
δὴ τότε τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην 270
κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,
τὴν δ᾽ ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε.
πολλὰ δὲ μηρία κῆε θεῶν ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε,
ἐκτελέσας μέγα ἔργον, ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ. 275
ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾽, ἄκρον Ἀθηνέων,
ἔνθα κυβερνήτην Μενελάου Φοῖβος Ἀπόλλων
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνε, 280
πηδάλιον μετὰ χερσὶ θεούσης νηὸς ἔχοντα,
Φρόντιν Ὀνητορίδην, ὃς ἐκαίνυτο φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νῆα κυβερνῆσαι, ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ᾽, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,
ὄφρ᾽ ἕταρον θάπτοι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσειεν. 285
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἰὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι Μαλειάων ὄρος αἰπὺ
ἷξε θέων, τότε δὴ στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς
ἐφράσατο, λιγέων δ᾽ ἀνέμων ἐπ᾽ ἀϋτμένα χεῦε
κύματά τε τροφόεντα πελώρια, ἶσα ὄρεσσιν. 290
ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν,
ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα.
ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη
ἐσχατιῇ Γόρτυνος, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ,
ἔνθα Νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ, 295
ἐς Φαιστόν, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ᾽ ἀποέργει.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔνθ᾽ ἦλθον, σπουδῇ δ᾽ ἤλυξαν ὄλεθρον
ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν
κύματ᾽· ἀτὰρ τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους
Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ. 300
ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων
ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους·
τόφρα δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά·
ἑπτάετες δ᾽ ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης 305
κτείνας Ἀτρεΐδην, δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾽ αὐτῷ.
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ᾽ Ἀθηνάων, κατὰ δ᾽ ἔκτανε πατροφονῆα,
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
ἦ τοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι
μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο· 310
αὐτῆμαρ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
πολλὰ κτήματ᾽ ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν.
καὶ σύ, φίλος, μὴ δηθὰ δόμων ἄπο τῆλ᾽ ἀλάλησο,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾽ ἐν σοῖσι δόμοισιν
οὕτω ὑπερφιάλους, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι 315
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾽ ἐς μὲν Μενέλαον ἐγὼ κέλομαι καὶ ἄνωγα
ἐλθεῖν· κεῖνος γὰρ νέον ἄλλοθεν εἰλήλουθεν,
ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὅθεν οὐκ ἔλποιτό γε θυμῷ
ἐλθέμεν, ὅν τινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι 320
ἐς πέλαγος μέγα τοῖον, ὅθεν τέ περ οὐδ᾽ οἰωνοὶ
αὐτόετες οἰχνεῦσιν, ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε.
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν σὺν νηΐ τε σῇ καὶ σοῖς ἑτάροισιν·
εἰ δ᾽ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι,
πὰρ δέ τοι υἷες ἐμοί, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται 325
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ὅθι ξανθὸς Μενέλαος.
λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ἵνα νημερτὲς ἐνίσπῃ·
ψεῦδος δ᾽ οὐκ ἐρέει· μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστίν.»