Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 280-344
Και του αποκρίθη τότε ο κύρης του με βουρκωμένα μάτια: 280
«Ξένε, στη χώρα που με ρώτησες αλήθεια φτάνεις τώρα,
μα αυτοί που την ορίζουν άνομοι κι αδικοπράχτες είναι.
Του ανέμου πήγαν όσα χάρισες, αρίφνητα κι ας ήταν!
Αν ζούσε εκείνος και τον έσμιγες στο κάστρο της Ιθάκης,
δώρα κι αυτός πολλά θα σού ᾽δινε, και πριν σε προβοδώσει, 285
θα καλοπέρναες· έτσι γίνεται με αυτόν που πρωταρχίζει.
Μόν᾽ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
Πόσα που λες τον φιλοκόνεψες έχουν περάσει χρόνια,
τον έρμο ξένο σου, το τέκνο μου ― ποτές μου αν είχα τέκνο! ―
το δύστυχο· μακριά απ᾽ τον τόπο του κι απ᾽ τους δικούς του εχάθη 290
θροφή στα ψάρια λέω της θάλασσας, γιά στη στεριά σπαράχτη
από θεριά κι απ᾽ όρνια η σάρκα του· κι ουδέ οι γονιοί του, η μάνα
κι εγώ ο πατέρας του, τον κλάψαμε νεκροστολίζοντάς τον.
Κι η μυαλωμένη, ακριβαγόραστη γυναίκα του, κι εκείνη
τα μάτια, ως είν᾽ πρεπό, δεν έκλεισε του αντρός της, να τον κλάψει 295
δεν μπόρεσε· τι άλλη δεν έλαχαν οι πεθαμένοι χάρη.
Κι ακόμα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
Ποιός είσαι; πούθε; πού η πατρίδα σου και πού οι γονιοί σου εσένα;
και πού εχει αράξει το πλεούμενο που σ᾽ έχει εδώ φερμένο
με τους ισόθεους τους συντρόφους σου; γιά κι είχες σε καράβι 300
ξένο ανεβεί, κι εκείνοι σ᾽ έβγαλαν εδώ και φύγαν πάλε;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια·
τρανό εχω σπίτι στον Αλύβαντα κι είμαι από κει· λογιέμαι
του Αφείδα γιος, του Πολυπήμονα του βασιλιά ειμαι αγγόνι· 305
Επήριτο με λεν· με ξέσυρε κάποιος θεός να φτάσω
αθέλητά μου εδώ στα μέρη σας από τη Σικανία,
κι έχω το πλοίο μακριά απ᾽ το κάστρο σας σ᾽ έρμο γιαλό αραγμένο.
Ως τώρα πέντε χρόνια διάβηκαν, αφόντας ο Οδυσσέας
έφυγε εκείθε, πίσω αφήνοντας τη γη την πατρική μου, 310
ο έρμος! Δεξιά και καλοσήμαδα στο μισεμό του ωστόσο
πετούσαν τα πουλιά· χαρούμενος κι εγώ τον προβοδούσα,
κι εκείνος χαίρουνταν μισεύοντας, κι είχαμε ελπίδα, ως φίλοι
να σμίξουμε ξανά, ν᾽ αλλάξουμε πανώρια δώρα πάλε.»
Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος, 315
και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει
πα στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
Μα κι η καρδιά του γιου σπαρτάρησε, τον κύρη του ως εθώρειε,
και τα ρουθούνια του μερμίδιζαν αψιά, για να ξεσπάσει.
Χιμώντας τότε τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τού ᾽πε: 320
«Ατός μου εγώ ειμαι εκείνος, κύρη μου, που χρόνια αποζητούσες!
Στα είκοσι χρόνια απάνω εδιάγειρα στη γη την πατρική μου.
Μα το πολύδακρό σου σύθρηνο και το δαρμό σταμάτα,
για να σου πω ― καιρός να χάνουμε πολύς δε μένει αλήθεια ―
πώς τους μνηστήρες όλους σκότωσα στο αρχοντικό μας μέσα, 325
να γδικιωθώ τις κακοσύνες τους και τ᾽ άνομά τους έργα.»
Τότε ο Λαέρτης τού αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Αν ο Οδυσσέας ο γιος μου πέτεσαι πως είσαι, εδώ που φτάνεις,
σημάδι φανερό μολόγα μου, και τότες να πιστέψω.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: 330
«Γιά κοίτα πρώτα το σημάδι μου στο πόδι εδώ, που ο κάπρος
στον Παρνασό μια μέρα μού άνοιξε με τ᾽ άσπρο του το δόντι.
Εσύ στα μέρη εκείνα μ᾽ έστελνες κι η σεβαστή μου η μάνα,
να πάρω δώρα απ᾽ τον Αυτόλυκο, της μάνας μου τον κύρη·
μου τά ᾽χε τάξει ατός του κάποτε, φτασμένος εδώ πέρα. 335
Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλό μας χτήμα·
ήμουν παιδί και μου τα χάρισες· μια μέρα σε ακλουθούσα
μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποιά θα γενούν δικά μου·
απ᾽ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς από τις αχλαδιές σου 340
κι απ᾽ τις συκιές σαράντα μού ᾽δωκες, και μού ᾽ταζες κι αμπέλι
πενήντα αράδες· κι ούτε πού ᾽πεφτε μαζί της κάθε αράδας
ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι,
κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πατὴρ κατὰ δάκρυον εἴβων· 280
«ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν γαῖαν ἱκάνεις ἣν ἐρεείνεις,
ὑβρισταὶ δ᾽ αὐτὴν καὶ ἀτάσθαλοι ἄνδρες ἔχουσι.
δῶρα δ᾽ ἐτώσια ταῦτα χαρίζεο, μυρί᾽ ὀπάζων·
εἰ γάρ μιν ζωόν γ᾽ ἐκίχεις Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ,
τῷ κέν σ᾽ εὖ δώροισιν ἀμειψάμενος ἀπέπεμψε 285
καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ· ἡ γὰρ θέμις, ὅς τις ὑπάρξῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον
σὸν ξεῖνον δύστηνον, ἐμὸν παῖδ᾽, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
δύσμορον; ὅν που τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης 290
ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου
θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ᾽· οὐδέ ἑ μήτηρ
κλαῦσε περιστείλασα πατήρ θ᾽, οἵ μιν τεκόμεσθα·
οὐδ᾽ ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια,
κώκυσ᾽ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν, ὡς ἐπεῴκει, 295
ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ποῦ δαὶ νηῦς ἕστηκε θοή, ἥ σ᾽ ἤγαγε δεῦρο
ἀντιθέους θ᾽ ἑτάρους; ἦ ἔμπορος εἰλήλουθας 300
νηὸς ἐπ᾽ ἀλλοτρίης, οἱ δ᾽ ἐκβήσαντες ἔβησαν;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι πάντα μάλ᾽ ἀτρεκέως καταλέξω.
εἰμὶ μὲν ἐξ Ἀλύβαντος, ὅθι κλυτὰ δώματα ναίω,
υἱὸς Ἀφείδαντος Πολυπημονίδαο ἄνακτος· 305
αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ὄνομ᾽ ἐστὶν Ἐπήριτος· ἀλλά με δαίμων
πλάγξ᾽ ἀπὸ Σικανίης δεῦρ᾽ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα·
νηῦς δέ μοι ἥδ᾽ ἕστηκεν ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆϊ τόδε δὴ πέμπτον ἔτος ἐστίν,
ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβη καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθε πάτρης, 310
δύσμορος· ἦ τέ οἱ ἐσθλοὶ ἔσαν ὄρνιθες ἰόντι,
δεξιοί, οἷς χαίρων μὲν ἐγὼν ἀπέπεμπον ἐκεῖνον,
χαῖρε δὲ κεῖνος ἰών· θυμὸς δ᾽ ἔτι νῶϊν ἐώλπει
μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ᾽ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα· 315
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν
χεύατο κὰκ κεφαλῆς πολιῆς, ἁδινὰ στεναχίζων.
τοῦ δ᾽ ὠρίνετο θυμός, ἀνὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη
δριμὺ μένος προὔτυψε φίλον πατέρ᾽ εἰσορόωντι.
κύσσε δέ μιν περιφὺς ἐπιάλμενος ἠδὲ προσηύδα· 320
«κεῖνος μὲν τοι ὅδ᾽ αὐτὸς ἐγώ, πάτερ, ὃν σὺ μεταλλᾷς,
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἴσχεο κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω· μάλα δὲ χρὴ σπευδέμεν ἔμπης·
μνηστῆρας κατέπεφνον ἐν ἡμετέροισι δόμοισι, 325
λώβην τινύμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα.»
Τὸν δ᾽ αὖ Λαέρτης ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεύς γε ἐμὸς πάϊς ἐνθάδ᾽ ἱκάνεις,
σῆμά τί μοι νῦν εἰπὲ ἀριφραδές, ὄφρα πεποίθω.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 330
«οὐλὴν μὲν πρῶτον τήνδε φράσαι ὀφθαλμοῖσι,
τὴν ἐν Παρνησῷ μ᾽ ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι
οἰχόμενον· σὺ δέ με προΐεις καὶ πότνια μήτηρ
ἐς πατέρ᾽ Αὐτόλυκον μητρὸς φίλον, ὄφρ᾽ ἂν ἑλοίμην
δῶρα, τὰ δεῦρο μολών μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν. 335
εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ δένδρε᾽ ἐϋκτιμένην κατ᾽ ἀλῳὴν
εἴπω, ἅ μοί ποτ᾽ ἔδωκας, ἐγὼ δ᾽ ᾔτεόν σε ἕκαστα
παιδνὸς ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος· διὰ δ᾽ αὐτῶν
ἱκνεύμεσθα, σὺ δ᾽ ὠνόμασας καὶ ἔειπες ἕκαστα.
ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας, 340
συκέας τεσσαράκοντ᾽· ὄρχους δέ μοι ὧδ᾽ ὀνόμηνας
δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος
ἤην· ἔνθα δ᾽ ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν,
ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν.»