Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 241-291
Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του Δαμαστόρου
κι ο Ευρύνομος κι ο Δημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο
του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος·
τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ᾽ τους μνηστήρες όλους,
όσοί ᾽ταν ζωντανοί και πάλευαν για τη ζωή τους τώρα. 245
Οι άλλοι νεκροί απ᾽ το τόξο εκείτουνταν και τις πολλές σαγίτες.
Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾽ ακούσουν όλοι γύρα:
«Φίλοι, τα χέρια του τ᾽ ανίκητα γοργά θα παραλύσουν·
τού ᾽φυγε ο Μέντορας· παινέματα μονάχα κούφια τού ᾽πε,
κι αυτοί ξανά απομείναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι. 250
Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα·
σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο Δίας να δώσει
τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος·
για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!»
Αυτά ειπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει, 255
με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστρατίσαν όλα·
τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη,
κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο,
κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο.
Κι ως έτσι απ᾽ των μνηστήρων γλίτωσαν τις κονταριές εκείνοι, 260
γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
«Φίλοι, η σειρά μας ήρθε! Θά ᾽λεγα στο πλήθος των μνηστήρων
τώρα κι εμείς να κονταρέψουμε, που να μας θανατώσουν
αραθυμούν, σαν να μην έφταναν οι τόσες αδικιές τους.»
Αυτά ειπε, κι όλοι, σημαδεύοντας, τους ρίξαν τα κοντάρια· 265
νεκρός σωριάστη ο Δημοπτόλεμος απ᾽ του Οδυσσέα το χέρι,
κι ο γιος του τον Ευρυάδη σκότωσε, τον Πείσαντρο ο βουκόλος
Φιλοίτιος, κι ο Έλατος χτυπήθηκεν απ᾽ του Εύμαιου το κοντάρι.
Κι ως όλοι αυτοί τη γης την άμετρη δαγκώσαν κι οι μνηστήρες
πισωποδίζοντας εστάθηκαν στο βάθος του αντρωνίτη, 270
οι άλλοι, χιμώντας, τα κοντάρια τους απ᾽ τους νεκρούς τραβήξαν.
Ξανά οι μνηστήρες ρίξαν πάνω τους με σουβλερά κοντάρια,
τα πιότερα όμως τα ξεστράτισε της Αθηνάς το χέρι·
τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη,
κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, 275
κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο·
μα απ᾽ το κοντάρι του Αμφιμέδοντα στο χεραρμό χτυπήθη
ξυστά ο Τηλέμαχος, και ξώσαρκα του γδάρθηκε το δέρμα.
Κι ο νώμος του Εύμαιου με του Χτήσιππου χαράχτη το κοντάρι,
που διάβη πάνω απ᾽ το σκουτάρι του, πριν πέσει απά στο χώμα. 280
Κι εκείνοι, γύρω απ᾽ τον πολύβουλο, τον αντρειανό Οδυσσέα,
στο πλήθος των μνηστήρων έριξαν· ο καστροπολεμάρχος
βρήκε Οδυσσέας τον Ευρυδάμαντα, κι ο θείος χοιροβοσκός του
βρήκε τον Πόλυβο· ο Τηλέμαχος ο γιος του πάλε βρήκε
τον Αμφιμέδοντα, και πέτυχε το Χτήσιππο ο βουκόλος 285
κατάστηθα, και καμαρώνοντας αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Υγιέ του Πολυθέρση, πια άλλοτε μη βγάλεις, αναμπαίχτη,
μεγάλο λόγο μες στην τρέλα σου, μόν᾽ στους θεούς μπιστεύου
το καθετί, γιατί είν᾽ οι αθάνατοι πολύ τρανότεροί μας.
Δώρο ειναι αυτό για το που χάρισες στον Οδυσσέα βοδίσιο 290
ποδάρι, ως τριγυρνούσε ζήτουλας στο αρχοντικό του μέσα!»
Μνηστῆρας δ᾽ ὄτρυνε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος
Εὐρύνομός τε καὶ Ἀμφιμέδων Δημοπτόλεμός τε
Πείσανδρός τε Πολυκτορίδης Πόλυβός τε δαΐφρων·
οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ᾽ ἄριστοι,
ὅσσοι ἔτ᾽ ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο· 245
τοὺς δ᾽ ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί.
τοῖς δ᾽ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων·
«ὦ φίλοι, ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους·
καὶ δή οἱ Μέντωρ μὲν ἔβη κενὰ εὔγματα εἰπών,
οἱ δ᾽ οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι. 250
τῷ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά,
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ οἱ ἓξ πρῶτον ἀκοντίσατ᾽, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δώῃ Ὀδυσσῆα βλῆσθαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι.
τῶν δ᾽ ἄλλων οὐ κῆδος, ἐπεί χ᾽ οὗτός γε πέσῃσιν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὡς ἐκέλευεν, 255
ἱέμενοι· τὰ δὲ πάντα ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη.
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν·
ἄλλου δ᾽ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δούρατ᾽ ἀλεύαντο μνηστήρων, 260
τοῖς ἄρα μύθων ἄρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλοι, ἤδη μέν κεν ἐγὼν εἴποιμι καὶ ἄμμι
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκοντίσαι, οἳ μεμάασιν
ἡμέας ἐξεναρίξαι ἐπὶ προτέροισι κακοῖσιν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα 265
ἄντα τιτυσκόμενοι· Δημοπτόλεμον μὲν Ὀδυσσεύς,
Εὐρυάδην δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος, Ἔλατον δὲ συβώτης,
Πείσανδρον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπεφνε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ.
οἱ μὲν ἔπειθ᾽ ἅμα πάντες ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας,
μνηστῆρες δ᾽ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε· 270
τοὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπήϊξαν, νεκύων δ᾽ ἐξ ἔγχε᾽ ἕλοντο.
Αὖτις δὲ μνηστῆρες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα
ἱέμενοι· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη.
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
βεβλήκει, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν· 275
ἄλλου δ᾽ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια.
Ἀμφιμέδων δ᾽ ἄρα Τηλέμαχον βάλε χεῖρ᾽ ἐπὶ καρπῷ
λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός.
Κτήσιππος δ᾽ Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ
ὦμον ἐπέγραψεν· τὸ δ᾽ ὑπέρπτατο, πῖπτε δ᾽ ἔραζε. 280
τοὶ δ᾽ αὖτ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα.
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ Εὐρυδάμαντα βάλε πτολίπορθος Ὀδυσσεύς,
Ἀμφιμέδοντα δὲ Τηλέμαχος, Πόλυβον δὲ συβώτης·
Κτήσιππον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνὴρ 285
βεβλήκει πρὸς στῆθος, ἐπευχόμενος δὲ προσηύδα·
«ὦ Πολυθερσεΐδη φιλοκέρτομε, μή ποτε πάμπαν
εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν, ἀλλὰ θεοῖσι
μῦθον ἐπιτρέψαι, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι.
τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήϊον, ὅν ποτ᾽ ἔδωκας 290
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ δόμον κάτ᾽ ἀλητεύοντι.»