Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 247-298
Αυτά ειπε ο Αμφίνομος, και σύγκλιναν στα λόγια του οι μνηστήρες·
κι ως στου Οδυσσέα του αρχοντογέννητου το σπίτι μέσα μπήκαν
κι αφήκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
πήραν τρανά κριάρια κι έσφαζαν, καλοθρεμμένες γίδες, 250
χοίρους παχιούς και μια που διάλεξαν γελάδα απ᾽ το κοπάδι.
Τα σπλάχνα εψήσαν, κι ως τα μοίρασαν, συγκέρνααν το κρασί τους
μες στα κροντήρια, κι ο Εύμαιος μοίραζε τις κούπες σ᾽ έναν έναν·
ψωμί ο Φιλοίτιος τους διαμοίρασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος,
μες σε όμορφα πανέρια· το κρασί το κέρνα ο Μελανθέας. 255
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
Τότε ο Τηλέμαχος επίτηδες τον Οδυσσέα καθίζει
πλάι στο κατώφλι, στου καλόχτιστου το βάθος αντρωνίτη,
μπρος του άβολο σκαμνί πιθώνοντας κι ένα μικρό τραπέζι·
και μια μερίδα σπλάχνα τού ᾽βαλε, και σε χρυσό ποτήρι, 260
νά ᾽χει να πιει, κρασί του κέρασε, κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Με όλους τους άλλους τώρα κάθισε και το κρασί σου πίνε,
κι απ᾽ των μνηστήρων τα πειράγματα κι από τα χέρια ατός μου
θα σε φυλάξω εγώ· βρισκόμαστε μες στου Οδυσσέα το σπίτι,
που θα γενεί δικό μου κάποτε ― δεν είναι όλου του κόσμου! 265
Και σεις, μνηστήρες, και τα χέρια σας κρατάτε και το στόμα,
να μην ξεσπάσουν ξάφνου τίποτα μαλώματα κι αμάχες!»
Αυτά ειπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
απ᾽ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι αναμεσό τους είπε: 270
«Βαρύς ο λόγος του Τηλέμαχου, μα ας τον δεχτούμε, Αργίτες,
αν κι είναι αλήθεια πως ξεστόμισε για μας φοβέρες άγριες.
Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, δεν άφησε, τι αλλιώς στο σπίτι τούτο
θά ᾽χαμε κλείσει πια το στόμα του, και δυνατά ας φωνάζει.»
Αυτά ειπε ο Αντίνοος, μα ο Τηλέμαχος τα λόγια του αψηφούσε. 275
Μες απ᾽ την πόλη οι κράχτες έφερναν ωστόσο πλήθος βόδια
για τη θυσία, κι οι μακρομάλληδες μαζώνουνταν Αργίτες
στου μακροσαγιτάρη Απόλλωνα το δάσος το ισκιωμένο.
Κι αυτοί τ᾽ απανωψάχνια ως έψησαν κι απ᾽ τη φωτιά τα σύραν,
τα κόψαν μερτικά και κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι. 280
Και του Οδυσσέα μερίδα τού ᾽βαλαν οι τραπεζάροι, τόση
όσο κι αυτή που κι οι ίδιοι θά ᾽παιρναν, τι του Οδυσσέα το τέκνο
του αρχοντογέννητου, ο Τηλέμαχος, τέτοια ειχε δώσει διάτα.
Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες
να πάψουν τ᾽ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα 285
μαθές ακόμα πιο βαθύτερα στα στήθη του Οδυσσέα.
Μες στους μνηστήρες κάποιος βρίσκουνταν, ψυχή ανομιά γεμάτη,
τον λέγαν Χτήσιππο· το σπίτι του μακριά, στη Σάμη, τό ᾽χε
και ζούσε εκεί, μά ειχε τα θάρρη του στ᾽ αρίφνητά του πλούτη,
και του Οδυσσέα, μακριά που χρόνιζε, ζητούσε τη γυναίκα. 290
Τούτος λοιπόν στους παραδιάντροπους μνηστήρες πήρε κι είπε:
«Έχω να πώ ενα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικάτε!
Απ᾽ ώρα ο ξένος τη μερίδα του την πήρε, με τους άλλους
ίδια, ως του πρέπει. Θά ᾽ταν άδικο κι αταίριαστο, όσοι φτάνουν
ξένοι στο σπίτι του Τηλέμαχου να βγαίνουν ζημιωμένοι. 295
Κι εγώ όμως τώρα κάτι θά ᾽θελα να τον φιλέψω, νά ᾽χει
κι αυτός να δώκει της λουτράρισσας γιά κι άλλου αρχοντομοίρι,
απ᾽ όσους σκλάβους τώρα βρίσκουνται μες στου Οδυσσέα το σπίτι.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
ἐλθόντες δ᾽ ἐς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
οἱ δ᾽ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας, 250
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην·
σπλάγχνα δ᾽ ἄρ᾽ ὀπτήσαντες ἐνώμων, ἐν δέ τε οἶνον
κρητῆρσιν κερόωντο· κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης.
σῖτον δέ σφ᾽ ἐπένειμε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἐοινοχόει δὲ Μελανθεύς. 255
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
Τηλέμαχος δ᾽ Ὀδυσῆα καθίδρυε, κέρδεα νωμῶν,
ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, παρὰ λάϊνον οὐδόν,
δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν·
πὰρ δ᾽ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας, ἐν δ᾽ οἶνον ἔχευεν 260
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο μετ᾽ ἀνδράσιν οἰνοποτάζων·
κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω
πάντων μνηστήρων, ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν
οἶκος ὅδ᾽, ἀλλ᾽ Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ᾽ ἐκτήσατο κεῖνος. 265
ὑμεῖς δέ, μνηστῆρες, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς
καὶ χειρῶν, ἵνα μή τις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός· 270
«καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Ἀχαιοὶ
Τηλεμάχου· μάλα δ᾽ ἧμιν ἀπειλήσας ἀγορεύει.
οὐ γὰρ Ζεὺς εἴασε Κρονίων· τῶ κέ μιν ἤδη
παύσαμεν ἐν μεγάροισι, λιγύν περ ἐόντ᾽ ἀγορητήν.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων. 275
κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ θεῶν ἱερὴν ἑκατόμβην
ἦγον· τοὶ δ᾽ ἀγέροντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ἄλσος ὕπο σκιερὸν ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἑρύσαντο,
μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα· 280
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο
ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον· ὣς γὰρ ἀνώγει
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο.
Μνηστῆρας δ᾽ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον 285
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
ἦν δέ τις ἐν μνηστῆρσιν ἀνὴρ ἀθεμίστια εἰδώς,
Κτήσιππος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε, Σάμῃ δ᾽ ἐνὶ οἰκία ναῖεν·
ὃς δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς θεσπεσίοισι
μνάσκετ᾽ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. 290
ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω·
μοῖραν μὲν δὴ ξεῖνος ἔχει πάλαι, ὡς ἐπέοικεν,
ἴσην· οὐ γὰρ καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον
ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾽ ἵκηται. 295
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς
ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.»