Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 261-334
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
πια μη χαλνάς τ᾽ ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις την καρδιά σου!
Αλήθεια, δεν παραξενεύουμαι που κλαις για κείνον τόσο·
τι κι άλλες πού ᾽χασαν τους άντρες τους κι είχαν παιδιά γεννήσει 265
πλαγιάζοντας μαζί τους, δάρθηκαν, κι ας μη θυμίζαν διόλου
τον Οδυσσέα, που, ως λεν, συνόμοιαζε με τους θεούς περίσσια.
Όμως παράτα πια τα κλάματα, τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις.
Θα σου μιλήσω αλήθεια, τίποτα δε θέλω να σου κρύψω:
Πολύς καιρός δεν είναι που άκουσα πως γύρισε ο Οδυσσέας 270
και βρίσκεται κοντά, στων Θεσπρωτών τη μυριοπλούσια χώρα,
και ζει, και κουβαλά αξετίμητα πολλά μαζί του πλούτη,
γύρα απ᾽ τον κόσμο που τα σύναξε· μα τους πιστούς συντρόφους
και το καράβι του ― όλα τά ᾽χασε στο πέλαο το κρασάτο
απ᾽ το νησί του Γήλιου φεύγοντας· ο Δίας μαζί του οργίστη 275
κι ο Γήλιος, μού ᾽λεγαν, που τού ᾽σφαξαν τα βόδια οι σύντροφοί του.
Στην πολυκυματούσα θάλασσα χαθήκαν όλοι εκείνοι,
κι αυτόν τα κύματα τον πέταξαν, πιασμένο απ᾽ την καρένα,
στων Φαίακων το νησί, που η φύτρα τους με των θεών λογιέται.
Εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τον τίμησαν, και πλήθια 280
του δώκαν δώρα κι αποφάσισαν ατοί τους να τον στείλουν
στον τόπο του άβλαβο· και σίγουρα θά ᾽χε ο Οδυσσέας διαγείρει
από καιρό, μα συφερότερο στοχάστηκε στο νου του,
σε πλήθος χώρες τριγυρίζοντας να μάσει πρώτα πλούτη·
τι απ᾽ όλους τους ανθρώπους πιότερο πώς να κερδίζει ξέρει, 285
κι ούτε θνητός κανένας βρίσκεται να μετρηθεί μαζί του.
Εμένα αυτά μού τά ᾽πε ο Φείδωνας, των Θεσπρωτών ο ρήγας.
Στον ίδιο εμένα ορκίστη, ως έκανε σπονδή στο αρχοντικό του,
πως είχαν ρίξει κιόλας τ᾽ άρμενο στο κύμα, κι οι συντρόφοι
προσμέναν έτοιμοι, στον τόπο του τον Οδυσσέα να πάνε. 290
Εμένα μ᾽ έστειλε πρωτύτερα, τι βρέθηκε καράβι
θεσπρωτικό για το πολύσταρο Δουλίχι να σαλπάρει.
Ως και τα πλούτη ακόμα μού ᾽δειξε πού ᾽χε ο Οδυσσέας συνάξει·
γενιές ακέριες δέκα θά ᾽φταναν να θρέψουν όλα ετούτα·
τόσο μεγάλο βιος τον πρόσμενε στου ρήγα το παλάτι. 295
Προσώρας στη Δωδώνη, μού ᾽λεγε, βρισκόταν, για να πάρει
βουλή απ᾽ το Δία, το δρυ του ακούγοντας τον ψηλοφουντωμένο,
μετά από τόσα χρόνια πού ᾽λειπε, το πώς θα γύρναε πίσω,
κρυφά γιά φανερά, στα χώματα της γης της πατρικής του.
Έχει λοιπόν γλιτώσει, κι έρχεται, κι όπου και νά ᾽ναι φτάνει, 300
και βρίσκεται κοντά, κι ο τόπος του κι όλοι οι δικοί του ανθρώποι
πια θα τον δουν σε λίγο νά ᾽ρχεται ― κι όρκο από πάνω παίρνω:
Μάρτης μου ο Δίας, απ᾽ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο κάλλιος,
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
πως όσα σού ιστορώ απαράλλαχτα θα βγούν μιαν άκρη ως άλλη. 305
Δε θα γυρίσει χρόνος και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει,
σ᾽ αυτού του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγεί ως την άκρη!
Θά ᾽βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν 310
δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.
Όμως εγώ ψυχανεμίζουμαι τα μέλλουνται να γένουν:
Μήτε ο Οδυσσέας θα στρέψει σπίτι του μήτε και συ κανέναν
για συνεβγάλτη θά ᾽βρεις, τι έλειψαν πια απ᾽ το παλάτι οι αφέντες,
σαν που ήταν ο Οδυσσέας ― αν έζησε μαθές κι αυτός ποτέ του! ― 315
να συνεβγάζει γιά να δέχεται τους τιμημένους ξένους.
Μα ελάτε τώρα, βάγιες, πλύντε τον και στρώστε του κλινάρι,
στρώματα βάλτε, βάλτε λιόφωτα σεντόνια και φλοκάτες,
που να τον έβρει η Αυγή η χρυσόθρονη στα ρούχα ζεσταμένο.
Και την αυγή, ως χαράξει, λούστε τον κι αλείφτε τον με μύρο, 320
κι έπειτα δίπλα στον Τηλέμαχο να κάτσει στο τραπέζι,
στο αρχονταρίκι εντός· κι αλίμονο κανένας από κείνους
αν τον πειράξει μελετώντας του κακό· στο σπίτι τούτο
πια δε θα καταφέρει τίποτα, κι ας βράζει απ᾽ το θυμό του!
Ξένε, και πώς θα καταλάβαινες, αν μέσα στις γυναίκες 325
τις άλλες έχω αλήθεια ξέχωρα και νου και φρονιμάδα,
αν έτσι σε άφηνα στο σπίτι μου να τρως κακοντυμένος,
λερός κι αφρόντιστος; Στον άνθρωπο γοργά η ζωή διαβαίνει·
κανείς αν είναι ατός του ανέσπλαχνος κι ανέσπλαχνη έχει γνώμη,
τον καταριέται ο κόσμος, πίσω του πολλά να βρεί τυράννια, 330
όσό ᾽ναι στη ζωή, κι ως πέθανε, κακά τού σέρνει λόγια.
Όμως γι᾽ αυτόν που ατός του ειναι άψεγος κι έχει άψεγη τη γνώμη,
του διαλαλούν οι ξένοι τ᾽ όνομα, κι η δόξα του σκορπιέται
σε όλο τον κόσμο, και μελέτησαν πολλοί την αρχοντιά του.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο μηδέ τι θυμὸν
τῆκε πόσιν γοόωσα· νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν·
καὶ γάρ τίς τ᾽ ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ᾽ ὀλέσασα 365
κουρίδιον, τῷ τέκνα τέκῃ φιλότητι μιγεῖσα,
ἢ Ὀδυσῆ᾽, ὅν φασι θεοῖς ἐναλίγκιον εἶναι.
ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω
ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα 270
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
αἰτίζων ἀνὰ δῆμον· ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους
ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών· ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ 275
Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος· τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.
οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο 280
καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ
οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεὺς
ἤην· ἀλλ᾽ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,
χρήματ᾽ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι·
ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων 285
οἶδ᾽ Ὀδυσεύς, οὐδ᾽ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.
ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων·
ὄμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν. 290
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς·
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι,
ὅσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος. 295
τὸν δ᾽ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν.
ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη 300
ἄγχι μάλ᾽, οὐδ᾽ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπεσσεῖται· ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω. 305
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα 310
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.
ἀλλά μοι ὧδ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ·
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται, οὔτε σὺ πομπῆς
τεύξῃ, ἐπεὶ οὐ τοῖοι σημάντορές εἰσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, εἴ ποτ᾽ ἔην γε, 315
ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι.
ἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, κάτθετε δ᾽ εὐνήν,
δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
ὥς κ᾽ εὖ θαλπιόων χρυσόθρονον Ἠῶ ἵκηται.
ἠῶθεν δὲ μάλ᾽ ἦρι λοέσσαι τε χρῖσαί τε, 320
ὥς κ᾽ ἔνδον παρὰ Τηλεμάχῳ δείπνοιο μέδηται
ἥμενος ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ἄλγιον ὅς κεν ἐκείνων
τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος· οὐδέ τι ἔργον
ἐνθάδ᾽ ἔτι πρήξει, μάλα περ κεχολωμένος αἰνῶς.
πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν 325
ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν,
εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι
δαινύῃ; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν.
ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ,
τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε᾽ ὀπίσσω 330
ζωῷ, ἀτὰρ τεθνεῶτί γ᾽ ἐφεψιόωνται ἅπαντες·
ὃς δ᾽ ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ,
τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον.»