Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 290-345
Αυτά ειπε ο Αντίνοος, κι ως στο λόγο του συγκλίναν όλοι εκείνοι, 290
από ᾽ναν κράχτη εστείλαν όλοι τους, τα δώρα τους να φέρει.
Μαντί μεγάλο ο κράχτης έφερε του Αντίνοου, ξομπλιασμένο,
πανώριο· κλειδωτήρια δώδεκα το εκράτουν πάνω ως κάτω,
μαλαματένια και που αγκίστρωναν σε γυριστά θηλύκια.
Γιορντάνι στον Ευρύμαχο έφερε που ξάστραφτε σαν ήλιος 295
κι οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
Και του Ευρυδάμα τα παιδόπουλα δυο σκουλαρίκια εφέραν,
τρίπετρα, μόρικα, που η χάρη τους στραφτάλιζε περίσσια.
Κι ένα παιδόπουλο απ᾽ του Πείσαντρου, του γιου του Πολυχτόρου,
μιαν αλυσίδα ατίμητη έφερε, για το λαιμό στολίδι· 300
κι ο κάθε Αργίτης κι ένα χάρισμα της έφερνε πανώριο.
Κι όπως μετά στο ανώγι ανέβηκε των γυναικών το θάμα,
μαζί κι οι βάγιες τα πεντάμορφα της κουβαλούσαν δώρα·
κι εκείνοι στο χορό το γύρισαν και στο γλυκό τραγούδι
και περιμέναν ξεφαντώνοντας το βράδυ πότε θά ᾽ρθει. 305
Και σύντας πια το βράδυ σύσκοτο στους χαροκόπους ήρθε,
στο αρχονταρίκι πήραν κι έστησαν γοργά τρεις πυροστάτες,
να φέγγουν, κι έβαλαν απάνω τους στεγνά ενα γύρο ξύλα,
από καιρό στεγνά, κατάξερα, σκισμένα με πελέκι
πριν λίγο, και δαδιά ανακάτεψαν, κι οι δούλες του Οδυσσέα 310
του καρτερόψυχου συδαύλιζαν μια μια τους κάθε τόσο.
Και τότε ο αρχοντικός, πολύβουλος τους μίλησε Οδυσσέας:
«Του ρήγα του Οδυσσέα που χρόνισε στα ξένα οι δούλες, σύρτε
στο γυναικίτη, στη βασίλισσα κοντά την τιμημένη,
και πιάστε κλώθετε, κοιτάζοντας ο νους της να ξεδώσει, 315
γιά πάρτε και μαλλί να ξάνετε στην κάμαρά της μέσα.
Εγώ ειμαι εδώ γι᾽ αυτούς να γνοιάζουμαι, το φως να μην τους σβήσει·
κι ως την Αυγή την ομορφόθρονη να θέλουν να καθίσουν,
πολλά εχω πάθει κι είμαι υπόμονος και δε με βάζουν κάτω!»
Είπε, κι αυτές γοργά κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν στα γέλια, 320
μα η Μελανθώ η γιομορφομάγουλη βαριά τον αποπήρε,
του Δόλιου η κόρη· ως θυγατέρα της την είχε αναστημένη
η Πηνελόπη και με ολόχαρα τη γέμιζε παιχνίδια·
μα τούτη στους καημούς της ρήγισσας δεν ένιωθε συμπόνια,
μόν᾽ αγαπούσε τον Ευρύμαχο και πλάγιαζε μαζί του. 325
Και τώρα αυτή με φαρμακόλογα στον Οδυσσέα μιλούσε:
«Συφοριασμένε ξένε, τά ᾽χασες, έχει σαλέψει ο νους σου!
Σε χαλκιδιό δεν πας καλύτερα να γείρεις να πλαγιάσεις,
γιά και σε χάνι, μόνο κάθεσαι σε τόσους άντρες μέσα
και φαφλατίζεις έτσι απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο! 330
Τα φρένα το κρασί σού θόλωσε; γιά ο νους σου κατεβάζει
τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
Γιά σ᾽ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;
Από τον Ίρο δυνατότερος μη σηκωθεί κανένας
και το κεφάλι σου ζερβόδεξα με τα γερά του χέρια 335
χτυπήσει, και γεμάτον αίματα σε διώξει από το σπίτι!»
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη:
«Θα τρέξω νά ᾽βρω τον Τηλέμαχο, να μαρτυρήσω, σκύλα,
τα όσα μού λες, κι αυτός αρπώντας σε κομμάτια θα σε κάνει!»
Είπε, κι οι δούλες με τα λόγια του τρομάξαν, και κινήσαν 340
περνώντας μέσα από τις κάμαρες· τους είχε λύσει ο φόβος
κάτω τα γόνατα, τι θάρρευαν, ό,τι είπε, θα το κάνει.
Μα αυτός στους πυροστάτες που άναβαν στεκόταν πλάι, να φέγγουν,
και σε όλους έριχνε τα μάτια του, και μες στα φρένα του άλλα
κλωθογυρνούσε, που αξετέλειωτα δε μείναν ως το τέλος. 345
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος, 290
δῶρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος.
Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον,
ποικίλον· ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ἔσαν περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι
χρύσειαι, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις ἀραρυῖαι.
ὅρμον δ᾽ Εὐρυμάχῳ πολυδαίδαλον αὐτίκ᾽ ἔνεικε, 295
χρύσεον, ἠλέκτροισιν ἐερμένον, ἠέλιον ὥς.
ἕρματα δ᾽ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν
τρίγληνα μορόεντα· χάρις δ᾽ ἀπελάμπετο πολλή.
ἐκ δ᾽ ἄρα Πεισάνδροιο Πολυκτορίδαο ἄνακτος
ἴσθμιον ἤνεικεν θεράπων, περικαλλὲς ἄγαλμα. 300
ἄλλο δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλος δῶρον Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν.
ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν,
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι ἔφερον περικαλλέα δῶρα.
Οἱ δ᾽ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν
τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν. 305
τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθεν.
αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν,
ὄφρα φαείνοιεν· περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν,
αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ,
καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον 310
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος· αὐτὰρ ὁ τῇσιν
αὐτὸς διογενὴς μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δμῳαὶ Ὀδυσσῆος, δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾽, ἵν᾽ αἰδοίη βασίλεια·
τῇ δὲ παρ᾽ ἠλάκατα στροφαλίζετε, τέρπετε δ᾽ αὐτὴν 315
ἥμεναι ἐν μεγάρῳ, ἢ εἴρια πείκετε χερσίν·
αὐτὰρ ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω.
ἤν περ γάρ κ᾽ ἐθέλωσιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνειν,
οὔ τί με νικήσουσι· πολυτλήμων δὲ μάλ᾽ εἰμί.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο. 320
τὸν δ᾽ αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,
τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,
παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ᾽ ἄρ᾽ ἀθύρματα θυμῷ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν. 325
ἥ ῥ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐνένιπεν ὀνειδείοις ἐπέεσσι·
«ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,
οὐδ᾽ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθών,
ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ᾽ ἐνθάδε πόλλ᾽ ἀγορεύεις,
θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ 330
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;
μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,
ὅς τίς σ᾽ ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι 335
δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ.»
Τὴν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ᾽ ἀγορεύεις,
κεῖσ᾽ ἐλθών, ἵνα σ᾽ αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»
Ὣς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας. 340
βὰν δ᾽ ἴμεναι διὰ δῶμα, λύθεν δ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστης
ταρβοσύνῃ· φὰν γάρ μιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
αὐτὰρ ὁ πὰρ λαμπτῆρσι φαείνων αἰθομένοισιν
ἑστήκειν ἐς πάντας ὁρώμενος· ἄλλα δέ οἱ κῆρ
ὅρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, ἅ ῥ᾽ οὐκ ἀτέλεστα γένοντο. 345