Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 290-355
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, και τότε 290
αφτιά και κεφαλή ανασήκωσε, κει πού ᾽ταν πλαγιασμένος,
ο Άργος ο σκύλος· τον μεγάλωνε, πριχού στην Τροία την άγια
φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν τον χάρηκε, όχι!
Στα πρώτα χρόνια οι νιοι τον έπαιρναν αγριμολόοι μαζί τους,
λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να κυνηγούν· κατόπι, 295
σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μες στην κοπριά την πλήθια
των μουλαριών τον παραπέταξαν και των βοδιών, που απόξω
απ᾽ την αυλόπορτα σωριάζουνταν, οι δούλοι ως να την πάρουν
για του Οδυσσέα τ᾽ αμπελοχώραφα, το χώμα να φουσκίσουν.
Κει πάνω ο σκύλος ο Άργος κείτουνταν, τσιμπούρια φορτωμένος· 300
μα ξάφνου, μπρος του μόλις ένιωσε τον Οδυσσέα να στέκει,
μεμιάς τα δυο του αφτιά κατέβασε κουνώντας την ουρά του,
μα στον αφέντη του σιμότερα πια δε βαστούσε νά ᾽ρθει.
Κι αυτός, την όψη αλλού γυρίζοντας, εσφούγγιξε ένα δάκρυ,
τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και τούτα τον ρωτούσε: 305
«Τέτοιο σκυλί πολύ παράξενο να τό ᾽χουν πεταμένο
μες στις κοπριές· αλήθεια, εχει όμορφο σκαρί, μα δεν κατέχω
εξόν την ομορφιά και γρήγορα, παλιά, τα πόδια αν είχε.
Μπας κι ήταν απ᾽ αυτά που τριγυρνούν στις τάβλες των αρχόντων
και που αν οι αφέντες τους τα γνοιάζουνται, τα θέλουν για στολίδι;» 310
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες:
«Είναι του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος τούτος·
την ίδια τώρα νά ᾽χε ανάκαρα και το κορμί σαν τότε,
που εκείνος το άφηκε μισεύοντας κατά της Τροίας τα μέρη,
τη δύναμή του θα καμάρωνες και τα γοργά του πόδια. 315
Κανένα αγρίμι δε του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου,
σαν τό ᾽στρωνε μπροστά, τι τού ᾽βρισκε μεμιάς ξανά τ᾽ αχνάρια.
Μα τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα,
δεν το φροντίζουν πια οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά τους.
Έτσι είναι οι δούλοι, τον αφέντη τους που εχάσαν κι η κυβέρνια 320
τους λείπει: πια δεν έχουν όρεξη σωστή δουλειά να κάμουν.
Αλήθεια, τη μισή ο βροντόλαλος ο Δίας αξιά του ανθρώπου
του παίρνει απ᾽ τη στιγμή που επλάκωσε γι᾽ αυτόν σκλαβιάς ημέρα!»
Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι μέσα εδιάβη
κι ευτύς στον αντρωνίτη βρέθηκε μαζί με τους μνηστήρες. 325
Όμως τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου,
τον Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω.
Πρώτος απ᾽ όλους ο θεόμορφος Τηλέμαχος τον είδε
τον Εύμαιο, στο παλάτι ως έμπαινε, κι ευτύς να πάει του γνέφει
κοντά· κι αυτός, κοιτώντας γύρα του, του μοιραστή σηκώνει 330
το άδειο σκαμνί, που εκείνος κάθουνταν και κρέατα στους μνηστήρες
μοίραζε πλήθια, σύντας στρώνουνταν να φάνε στο παλάτι,
κι ήρθε στην τάβλα του Τηλέμαχου κι αντίκρυ του το βάζει·
και μόλις βρήκε εκεί και κάθισεν, ο κράχτης μια μερίδα
του φέρνει κρέας, κι ακόμα τού ᾽δωκε ψωμί από το πανέρι. 335
Σε λίγο κι ο Οδυσσέας ξοπίσω του στο αρχονταρίκι εχώθη
με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
Στο φράξινο κατώφλι εκάθισε και στον κυπαρισσένιο
της πόρτας παραστάτη ανάγειρε, που μαραγκός τον είχε 340
ξύσει καλά με το σκεπάρνι του και γνοιαστικά σταφνίσει.
Τον Εύμαιο φώναξε ο Τηλέμαχος να ᾽ρθεί κοντά του τότε,
κι ολάκερο καρβέλι παίρνοντας απ᾽ τ᾽ όμορφο πανέρι
κι όσα κομμάτια κρέας οι φούχτες του χωρούσαν, τον προστάζει:
«Στον ξένο δώσ᾽ τα τούτα γρήγορα, και πες του τους μνηστήρες 345
γραμμή να πάρει διακονεύοντας, να μην αφήσει ούτ᾽ ένα·
είναι η ντροπή μαθές αταίριαστη στον που τον δέρνει η ανάγκη.»
Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε την προσταγή του, τρέχει
στον Οδυσσέα και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ξένε, σ᾽ τα δίνει αυτά ο Τηλέμαχος και μού ᾽πε τους μνηστήρες 350
γραμμή να πάρεις διακονεύοντας, κανένα μην αφήσεις·
νά ᾽χει ντροπή ο ζητιάνος, έλεγε, καθόλου δεν ταιριάζει.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος γυρνώντας αποκρίθη:
«Αφέντη Δία, για τον Τηλέμαχο χαρές να γράφεις μόνο
κι όσα λογιάζει μες στα φρένα του να του τελέψουν όλα!» 355
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον· 290
ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν
οἴχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· 295
δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἂν ἄγοιεν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·
ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων. 300
δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,
οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω,
ἄσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος
ἐλθέμεν· αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ,
ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ· 305
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.
καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,
ἢ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
γίγνοντ᾽, ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες.» 310
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.
εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν. 315
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη·
νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.
δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, 320
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·
ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς
ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν.»
Ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,
βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. 325
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.
Τὸν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδὴς
ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην, ὦκα δ᾽ ἔπειτα
νεῦσ᾽ ἐπὶ οἷ καλέσας· ὁ δὲ παπτήνας ἕλε δίφρον 330
κείμενον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ
δαιόμενος μνηστῆρσι δόμον κάτα δαινυμένοισι·
τὸν κατέθηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν
ἀντίον, ἔνθα δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸς ἐφέζετο· τῷ δ᾽ ἄρα κῆρυξ
μοῖραν ἑλὼν ἐτίθει κανέου τ᾽ ἐκ σῖτον ἀείρας. 335
Ἀγχίμολον δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾽ Ὀδυσσεύς,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
σκηπτόμενος· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο.
ἷζε δ᾽ ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων,
κλινάμενος σταθμῷ κυπαρισσίνῳ, ὅν ποτε τέκτων 340
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνε.
Τηλέμαχος δ᾽ ἐπὶ οἷ καλέσας προσέειπε συβώτην,
ἄρτον τ᾽ οὖλον ἑλὼν περικαλλέος ἐκ κανέοιο
καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι·
«δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων αὐτόν τε κέλευε 245
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας·
αἰδὼς δ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε·
«Τηλέμαχός τοι, ξεῖνε, διδοῖ τάδε, καί σε κελεύει 350
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας·
αἰδῶ δ᾽ οὐκ ἀγαθήν φησ᾽ ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ζεῦ ἄνα, Τηλέμαχόν μοι ἐν ἀνδράσιν ὄλβιον εἶναι,
καί οἱ πάντα γένοιτο ὅσα φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.» 355