Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 256-324
Δικός του γιος ο Θεοκλύμενος λογιόταν, πού ᾽ρθε τώρα
και στάθη αντίκρα στον Τηλέμαχο· κι ως τούτος προσευχόταν
και στάλαζε κρασί στο γρήγορο, μαύρο καράβι δίπλα,
φωνάζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Μια και στον τόπο αυτόν σε πέτυχα θυσίες να κάνεις, φίλε, 260
και στη θυσία και στον αθάνατο που δέεσαι σε ξορκίζω,
έτσι καλό και συ κι οι σύντροφοι που σου ακλουθούν να ιδείτε,
στο ρώτημά μου δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Ποιός είσαι, πούθε; Πού η πατρίδα σου και πού οι γονιοί σου εσένα;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει: 265
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε·
απ᾽ την Ιθάκη σέρνει η φύτρα μου, κι είναι ο Οδυσσέας γονιός μου ―
αν ήταν κάποτε! τι εχάθηκε, κακιά τον βρήκε μοίρα.
Γι᾽ αυτό κι εγώ συντρόφους διάλεξα και μελανό καράβι
κι ήρθα να μάθω για τον κύρη μου, που χρόνισε στα ξένα.» 270
Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Κι εγώ τη χώρα μου παράτησα, τι έχω σκοτώσει κάποιον
του τόπου μας· πολλά τ᾽ αδέρφια του, τρανή η δικολογιά του,
κι έχουν πολύ μεγάλη δύναμη στο αλογοθρόφο τ᾽ Άργος.
Μου μελετούσαν μαύρο θάνατο, μα γλίτωσα, και τώρα 275
φεύγω μακριά· γραφτό της μοίρας μου στη γη να παραδέρνω.
Μα άσε στο πλοίο να μπώ· στα πόδια σου προσπέφτω αποδιωγμένος·
με κυνηγούν, θαρρώ, και θάνατο φοβούμαι μη μου δώσουν.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Αφού το θέλεις, απ᾽ το ισόβαρο καράβι δε σε διώχνω· 280
ακλούθα μας, και με ό,τι βρίσκεται θα φιλευτείς κοντά μας.»
Έτσι μιλούσε, και το χάλκινο κοντάρι παίρνοντάς του
πάνω στου πλοίου του δρεπανόγυρτου το αφήκε την κουβέρτα·
μετά κι αυτός στο πελαγόδρομο καράβι ανέβη, κι όπως
στην πρύμνα επήρε θέση, κάλεσε κοντά του να καθίσει 285
το Θεοκλύμενο, κι οι σύντροφοι τα παλαμάρια ελύσαν.
Τότε ο Τηλέμαχος τους σύντροφους φωνάζοντας προστάζει
τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι·
το ελάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι
ορθό περνώντας το, κι ως τό ᾽δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη, 290
τ᾽ άσπρα πανιά με τα καλόστριφτα σκοινιά ψηλά εσηκώσαν·
και πρίμο αγέρα η γαλανόματη τους έστελνε Παλλάδα,
που απ᾽ τον αιθέρα εφυσομάνιζε, για να διαβεί με βιάση
το κύμα το αρμυρό της θάλασσας, πετώντας, το άρμενό τους.
Κι ως τους Κρουνούς και την πολύβρυση προσπέρασαν Χαλκίδα, 295
πήρεν ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι.
Σπρωγμένο από του Δία τον άνεμο τη Φεια το πλοίο προσδιάβη,
περνώντας απ᾽ τη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
Πλώρη μετά για τ᾽ Αγκαθόνησα συλλογισμένος βάζει,
τάχα θα γλίτωνε γιά θά ᾽πεφτε στα βρόχια του θανάτου; 300
Δειπνούσε ωστόσο ο θείος χοιροβοσκός με τον τρανό Οδυσσέα
μες στο καλύβι, κι όλοι οι επίλοιποι βοσκοί μαζί εδειπνούσαν.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
είπε ο Οδυσσέας, τον Εύμαιο θέλοντας να δοκιμάσει, ακόμα
με την καρδιά του αν θα τον γνοιάζουνταν και θά ᾽λεγε να μείνει 305
στη μάντρα εκεί γιά αν θα τον έσπρωχνε στη χώρα να κατέβει:
«Εύμαιε και σεις συντρόφοι επίλοιποι, γιά ακούτε με όλοι τώρα·
αύριο πουρνό στη χώρα θά ᾽θελα να πάω να διακονέψω,
σε σένα βάρος να μη γίνουμαι κι ουδέ στους σύντροφούς σου.
Όμως αρμήνεψέ με, δώσε μου κι άξιο οδηγό, στη χώρα 310
για να με πάει· κι εκεί τους δρόμους της θέλω, δε θέλω μόνος
θα πάρω, κάποιος αν θα μού ᾽δινε ψωμί, κρασί μια κούπα.
Και στου θεϊκού Οδυσσέα να πήγαινα το αρχοντικό, μπορούσα
στην Πηνελόπη τα μαντάτα του να πω τη μυαλωμένη.
Και με τους πέρφανους αν έσμιγα μνηστήρες, να χαρίζαν 315
μπορεί και μένα από τ᾽ αρίφνητα που χαίρουνται ξαρέσια·
τι θα τους δούλευα κι ό,τι ήθελαν, σε μια στιγμή θα τό ᾽χαν.
Να σου το πω, και συ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου:
Απ᾽ του θεού του Ερμή το θέλημα του ψυχοπερατάρη,
που στων ανθρώπων όλων τις δουλειές τιμή και χάρη δίνει, 320
να με περνάει κανείς δε βρίσκεται στην αξιοσύνη εμένα·
φωτιά να στήσω και ξερόξυλα να σκίσω, να λιανίσω
το κρέας και να το ψήσω, πρόθυμα στην τάβλα να κεράσω ―
όλα όσα κάνουν οι αχαμνότεροι μαθές στους αφεντάδες.»
Τοῦ μὲν ἄρ᾽ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾽ ὄνομ᾽ ἦεν,
ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο· τὸν δ᾽ ἐκίχανε
σπένδοντ᾽ εὐχόμενόν τε θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ, 260
λίσσομ᾽ ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, αὐτὰρ ἔπειτα
σῆς τ᾽ αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων, οἵ τοι ἕπονται,
εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ᾽ ἐπικεύσῃς·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 265
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς,
εἴ ποτ᾽ ἔην· νῦν δ᾽ ἤδη ἀπέφθιτο λυγρῷ ὀλέθρῳ.
τοὔνεκα νῦν ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα μέλαιναν
ἦλθον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο.» 270
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, ἄνδρα κατακτὰς
ἔμφυλον· πολλοὶ δὲ κασίγνητοί τε ἔται τε
Ἄργος ἀν᾽ ἱππόβοτον, μέγα δὲ κρατέουσιν Ἀχαιῶν.
τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν 275
φεύγω, ἐπεί νύ μοι αἶσα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι.
ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα,
μή με κατακτείνωσι· διωκέμεναι γὰρ ὀΐω.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«οὐ μὲν δή σ᾽ ἐθέλοντά γ᾽ ἀπώσω νηὸς ἐΐσης, 280
ἀλλ᾽ ἕπευ· αὐτὰρ κεῖθι φιλήσεαι, οἷά κ᾽ ἔχωμεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ᾽ ἐπ᾽ ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης·
ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο.
ἐν πρύμνῃ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ 285
εἷσε Θεοκλύμενον· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ἐσσυμένως ἐπίθοντο.
ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν, 290
ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι.
τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
λάβρον ἐπαιγίζοντα δι᾽ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα
νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον. 295
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ,
ἠδὲ παρ᾽ Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἔνθεν δ᾽ αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε θοῇσιν,
ὁρμαίνων ἤ κεν θάνατον φύγοι ἦ κεν ἁλώῃ. 300
Τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς
δορπείτην· παρὰ δέ σφιν ἐδόρπεον ἀνέρες ἄλλοι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς δ᾽ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
ἤ μιν ἔτ᾽ ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε κελεύοι 305
αὐτοῦ ἐνὶ σταθμῷ ἦ ὀτρύνειε πόλινδε·
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε, καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι·
ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι
πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρους.
ἀλλά μοι εὖ θ᾽ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾽ ἡγεμόν᾽ ἐσθλὸν ὄπασσον, 310
ὅς κέ με κεῖσ᾽ ἀγάγῃ· κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ
πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
καί κ᾽ ἐλθὼν πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο
ἀγγελίην εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ,
καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην, 315
εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾽ ἔχοντες.
αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾽ ἐθέλοιεν.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων
ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει, 320
δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος,
πῦρ τ᾽ εὖ νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι,
δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι,
οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες.»