Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 14 στ. 273-359
Μα εμένα ο Δίας ατός του μού ᾽βαλε στα φρένα αυτή τη γνώμη ―
κι όμως μακάρι εκεί να πέθαινα, να μ᾽ είχε πάρει ο Χάρος
στην Αίγυπτο, τι με περίμεναν πολλά τυράννια ακόμα! 275
Την κεφαλή απ᾽ το κράνος γύμνωσα το στέριο, και τους ώμους
απ᾽ το σκουτάρι, το κοντάρι μου να πέσει κάτω αφήκα,
κι ήρθα αντικρύ στου ρήγα τ᾽ άλογα, τα γόνατά του πιάνω
και τα φιλώ· κι αυτός με γλίτωσε και μ᾽ άφησε να ζήσω,
κι απά στο αμάξι του θρηνάμενο με πήγε στο παλάτι. 280
Πλήθος ωστόσο πάνω μου έριχναν με φράξινα κοντάρια,
στην άγρια μάνητά τους θέλοντας να με σκοτώσουν οι άλλοι·
όμως εκείνος δεν τους άφηνε, τι είχε του Δία το φόβο,
τους ξένους που φυλάει και τ᾽ άνομα τόνε ξοργίζουν έργα.
Χρόνους εφτά κει πέρα απόμεινα, κι είχα μαζέψει πλούτη 285
μέσα στην Αίγυπτο γυρίζοντας, γιατί όλοι μού χαρίζαν.
Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα τα οχτώ σαν ήρθαν χρόνια,
απ᾽ τη Φοινίκη κάποιος έφτασε, στους δόλους κατεχάρης,
κορμί χαμένο, πού ᾽χε αρίφνητα κακά στον κόσμο κάνει.
Τα λόγια του το νου μού πλάνεψαν και ξεκινούμε αντάμα 290
για τη Φοινίκη, όπου του βρίσκουνταν και βιος πολύ και σπίτια.
Ακέριος ένας χρόνος πέρασε πού ᾽μεινα εκεί κοντά του·
όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες
κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση, τότε
στο πελαγόδρομο καράβι του για τη Λιβύα με πήρε, 295
και με γελούσε, τάχα αντάμα του φορτίο θα κουβαλούσα,
μα αλήθεια ειχε στο νου πουλώντας με περίσσια να κερδίσει.
Εγώ τί θα γενεί το μάντευα, μα ακλούθηξα απ᾽ ανάγκη·
και το άρμενο με πρίμο αρμένιζε βοριά· δεξιά κι αλάργα
χάραζε η Κρήτη· ωστόσο θάνατο τους μελετούσε ο Δίας· 300
τι πια την Κρήτη ως πίσω αφήκαμε κι ουδέ φαινόταν άλλη
στεριά τρογύρα, μόνο η θάλασσα τον ουρανό να σμίγει,
στύλωσε πάνω απ᾽ το καράβι μας ο γιος του Κρόνου ξάφνου
σύγνεφο μαύρο, που σκοτείνιασε το πέλαγο άκρη ως άκρη·
μαζί κι ο Δίας βροντάει και τ᾽ άρμενο χτυπά με αστροπελέκι, 305
κι αυτό απ᾽ του Δία τ᾽ αστραποπέλεκο στρουφοτινάχτη ακέριο
και θειάφι εμύρισε, κι ως πέσαμε μεμιάς απ᾽ το καράβι,
ίδια κουρούνες οι άλλοι στ᾽ άρμενο τρογύρα παραδέρναν
στο κύμα, μα ο θεός τούς έκοψε του γυρισμού τη στράτα.
Εμένα ο Δίας, καθώς δοκίμαζα τόσους καημούς, ατός του 310
του γαλαζόπλωρου πλεούμενου το τρίψηλο κατάρτι
στα χέρια μού ᾽ριξε, το θάνατο για να ξεφύγω πάλε.
Πιασμένος πάνω του παράδερνα μ᾽ ενάντιους τους ανέμους
μέρες εννιά· στις δέκα μ᾽ έριξε στων Θεσπρωτών τη χώρα
κύμα μεγάλο, στρουφοκύλιστο, στη μαύρη μέσα νύχτα. 315
Κει πέρα ο ξακουσμένος Φείδωνας, των Θεσπρωτών ο ρήγας,
με δέχτη ως φίλος αξαγόραστα· τι ως ήμουν δαμασμένος
από την πάχνη και τον κάματο, με σήκωσεν ο γιος του
από το χέρι και στου κύρη του με πήγε το παλάτι,
και ρούχα να φορέσω μού ᾽δωκε, χλαμύδα και χιτώνα. 320
Κει πέρα τ᾽ όνομα πρωτόπεσε στ᾽ αφτιά μου του Οδυσσέα·
τον είχε ο ρήγας, στην πατρίδα του καθώς γυρνούσε εκείνος,
φιλοκονέψει λέει· και μού ᾽δειχνε το συναγμένο βιος του,
χρυσάφι και χαλκό και σίδερο με κόπο δουλεμένο·
γενιές ακέριες δέκα θά ᾽φταναν να θρέψουν όλα τούτα· 325
τόσο μεγάλο βιος τον πρόσμενε στου ρήγα το παλάτι.
Προσώρας στη Δωδώνη, μού ᾽λεγε, βρισκόταν, για να πάρει
βουλή απ᾽ το Δία, το δρυ του ακούγοντας τον ψηλοφουντωμένο,
μετά από τόσα χρόνια πού ᾽λειψε, το πώς θα γύρναε πίσω,
κρυφά γιά φανερά, στα χώματα τα πλούσια της Ιθάκης. 330
Στον ίδιο εμένα ορκίστη, ως έκανε σπονδή στο αρχοντικό του,
πως είχαν ρίξει κιόλας τ᾽ άρμενο στο κύμα, κι οι συντρόφοι
προσμέναν έτοιμοι, στον τόπο του τον Οδυσσέα να πάνε.
Εμένα μ᾽ έστειλε πρωτύτερα, τι βρέθηκε καράβι
θεσπρωτικό για το πολύσταρο Δουλίχιο να σαλπάρει. 335
Κει πέρα να με παν στον Άκαστο το ρήγα δίχως άλλο
τους πρόσταξε· μα αυτοί μελέτησαν κακιά βουλή στα φρένα
για μένα, για να μπλέξω πιότερο στης συφοράς το δίχτυ.
Μόλις το πλοίο το πελαγόδρομο βαθιά ξανοίχτη, εκείνοι
μηχανευτήκαν δίχως άργητα τη μέρα της σκλαβιάς μου· 340
τα που φορούσα ρούχα μού ᾽βγαλαν, χλαμύδα και χιτώνα,
κι άλλο χιτώνα και παλιόρουχα μου δώκαν να φορέσω,
όλα ξεσκίδια· με τα μάτια σου τα βλέπεις τώρα ομπρός σου.
Το βράδυ, στα χωράφια ως έφτασαν της ξέφαντης Ιθάκης,
πρώτα στο πλοίο το καλοκούβερτο γνοιαστήκαν να με δέσουν 345
γερά μ᾽ ένα σκοινί καλόστριφτο, μετά πηδήσαν όξω
όλο βιασύνη, στο περίγιαλο το δείπνο να συντάξουν.
Μα ατοί τους οι θεοί μού ξέλυσαν τον κόμπο δίχως κόπο,
και τότε εγώ τα κουρελόρουχα τυλίγω στο κεφάλι,
κι απ᾽ το τιμόνι κάτω εγλίστρησα, κι ακούμπησα στο κύμα 350
το στήθος, κι άνοιξα τα χέρια μου και κίνησα να πλέκω·
και στη στεριά σε λίγο βρέθηκα, μακριά από κείνους, κι όξω
σε λόγγο βγαίνω λουλουδόσπαρτο και πλάγιασα κει μέσα
ένα κουβάρι· πήραν κι έτρεχαν εκείνοι συχυσμένοι
γυρεύοντάς με, μα τους φάνηκε το πιο καλό πως είναι 355
πιο πέρα να μην ψάξουν. Στ᾽ άρμενο λοιπόν γυρνούν και μπαίνουν
και ξεκινούν· μα εμένα μ᾽ έκρυψαν με δίχως κόπο ατοί τους
οι αθάνατοι θεοί και μ᾽ έφεραν σε ανθρώπου μυαλωμένου
τη μάντρα τώρα· θά ᾽ναι, φαίνεται, γραφτό να ζήσω ακόμα!»
αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα
ποίησ᾽· ὡς ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
αὐτοῦ ἐν Αἰγύπτῳ· ἔτι γάρ νύ με πῆμ᾽ ὑπέδεκτο· 275
αὐτίκ᾽ ἀπὸ κρατὸς κυνέην εὔτυκτον ἔθηκα
καὶ σάκος ὤμοιϊν, δόρυ δ᾽ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός·
αὐτὰρ ἐγὼ βασιλῆος ἐναντίον ἤλυθον ἵππων
καὶ κύσα γούναθ᾽ ἑλών· ὁ δ᾽ ἐρύσατο καί μ᾽ ἐλέησεν,
ἐς δίφρον δέ μ᾽ ἕσας ἄγεν οἴκαδε δάκρυ χέοντα. 280
ἦ μέν μοι μάλα πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν,
ἱέμενοι κτεῖναι ―δὴ γὰρ κεχολώατο λίην―
ἀλλ᾽ ἀπὸ κεῖνος ἔρυκε, Διὸς δ᾽ ὠπίζετο μῆνιν
ξεινίου, ὅς τε μάλιστα νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα.
ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον αὐτόθι, πολλὰ δ᾽ ἄγειρα 285
χρήματ᾽ ἀν᾽ Αἰγυπτίους ἄνδρας· δίδοσαν γὰρ ἅπαντες.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθε,
δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς,
τρώκτης, ὃς δὴ πολλὰ κάκ᾽ ἀνθρώποισιν ἐώργει·
ὅς μ᾽ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσίν, ὄφρ᾽ ἱκόμεσθα 290
Φοινίκην, ὅθι τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾽ ἔκειτο.
ἔνθα παρ᾽ αὐτῷ μεῖνα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο
ἂψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
ἐς Λιβύην μ᾽ ἐπὶ νηὸς ἐέσσατο ποντοπόροιο 295
ψεύδεα βουλεύσας, ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι,
κεῖθι δέ μ᾽ ὡς περάσειε καὶ ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο.
τῷ ἑπόμην ἐπὶ νηός, ὀϊόμενός περ, ἀνάγκῃ.
ἡ δ᾽ ἔθεεν Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ,
μέσσον ὑπὲρ Κρήτης· Ζεὺς δέ σφισι μήδετ᾽ ὄλεθρον. 300
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Κρήτην μὲν ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη
φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾽ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα,
δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων
νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾽ αὐτῆς.
Ζεὺς δ᾽ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν· 305
ἡ δ᾽ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ,
ἐν δὲ θεείου πλῆτο· πέσον δ᾽ ἐκ νηὸς ἅπαντες.
οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν
κύμασιν ἐμφορέοντο· θεὸς δ᾽ ἀποαίνυτο νόστον.
αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτός, ἔχοντί περ ἄλγεα θυμῷ, 310
ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηὸς κυανοπρῴροιο
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, ὅπως ἔτι πῆμα φύγοιμι.
τῷ ῥα περιπλεχθεὶς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν.
ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ
γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα κυλίνδον. 315
ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων
ἥρως ἀπριάτην· τοῦ γὰρ φίλος υἱὸς ἐπελθὼν
αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον ἦγεν ἐς οἶκον,
χειρὸς ἀναστήσας, ὄφρ᾽ ἵκετο δώματα πατρός·
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν. 320
ἔνθ᾽ Ὀδυσῆος ἐγὼ πυθόμην· κεῖνος γὰρ ἔφασκε
ξεινίσαι ἠδὲ φιλῆσαι ἰόντ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς,
χαλκόν τε χρυσόν τε πολύκμητόν τε σίδηρον.
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι· 325
τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
τὸν δ᾽ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππώς νοστήσει᾽ Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν. 330
ὤμοσε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον. 335
ἔνθ᾽ ὅ γέ μ᾽ ἠνώγει πέμψαι βασιλῆϊ Ἀκάστῳ
ἐνδυκέως· τοῖσιν δὲ κακὴ φρεσὶν ἥνδανε βουλὴ
ἀμφ᾽ ἐμοί, ὄφρ᾽ ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην.
ἀλλ᾽ ὅτε γαίης πολλὸν ἀπέπλω ποντοπόρος νηῦς,
αὐτίκα δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο. 340
ἐκ μέν με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἔδυσαν,
ἀμφὶ δέ με ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
ῥωγαλέα, τὰ καὶ αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὅρηαι·
ἑσπέριοι δ᾽ Ἰθάκης εὐδειέλου ἔργ᾽ ἀφίκοντο.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν κατέδησαν ἐϋσσέλμῳ ἐνὶ νηῒ 345
ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ στερεῶς, αὐτοὶ δ᾽ ἀποβάντες
ἐσσυμένως παρὰ θῖνα θαλάσσης δόρπον ἕλοντο.
αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν μὲν ἀνέγναμψαν θεοὶ αὐτοὶ
ῥηϊδίως· κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας
ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβὰς ἐπέλασσα θαλάσσῃ 350
στῆθος, ἔπειτα δὲ χερσὶ διήρεσσ᾽ ἀμφοτέρῃσι
νηχόμενος, μάλα δ᾽ ὦκα θύρηθ᾽ ἔα ἀμφὶς ἐκείνων.
ἔνθ᾽ ἀναβάς, ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης,
κείμην πεπτηώς. οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες
φοίτων· ἀλλ᾽ οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι 355
μαίεσθαι προτέρω, τοὶ μὲν πάλιν αὖτις ἔβαινον
νηὸς ἔπι γλαφυρῆς· ἐμὲ δ᾽ ἔκρυψαν θεοὶ αὐτοὶ
ῥηϊδίως, καί με σταθμῷ ἐπέλασσαν ἄγοντες
ἀνδρὸς ἐπισταμένου· ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι.»