Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 287-351
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε· μεμιάς την όψη επήρε
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: 290
«Στην πονηριά αν κανείς παράβγαινε μαζί σου, ακόμα ας ήταν
θεός, ανάγκη πλήθος νά ᾽ξερε πλανέματα και δόλους!
Της πονηριάς τεχνίτη αχόρταγε, πια αλήθεια δε βαστιέσαι!
Μηδέ στη χώρα σου είπες φτάνοντας τις πονηριές ν᾽ αφήσεις
και τις ψευτιές, που λες και χαίρεσαι, σαν πού ᾽ναι φυσικό σου! 295
Μα αυτά ας τ᾽ αφήσουμε, κατέχουμε κι οι δυο μας από τέχνες.
Εσένα ποιός στον κόσμο βρίσκεται στη γνώση και στα λόγια
να ξεπερνά; Κι εγώ δοξάζουμαι μες στους θεούς η πρώτη
για τις βουλές μου και τις τέχνες μου. Την Αθηνά Παλλάδα,
του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες ωστόσο, νύχτα μέρα 300
που στέκουμαι στον κάθε μόχτο σου και σε φυλάω μην πάθεις.
Εγώ ειμαι πού τους Φαίακες έκαμα να σε αγαπήσουν όλοι·
και τώρα φτάνω εδώ να πλέξουμε βουλή μαζί καινούργια,
να κρύψω και το βιος, οι ασύγκριτοι που σού ᾽χουν Φαίακες δώσει,
ως γύρναες σπίτι σου, από φώτιση κι από βουλή δικιά μου· 305
και να σου πω στο στέριο σπίτι σου τί βάσανα απ᾽ τη μοίρα
σε καρτερούν· ωστόσο βάσταξε και συ ― κι αθέλητά σου·
μηδέ και νά ᾽βγει από το στόμα σου μπρος σε άντρα γιά γυναίκα,
αφού παράδειρες, πως γύρισες, μόν᾽ ό,τι κι αν σου κάνουν,
βρισιές και βάσανα, όλα δέχου τα, χωρίς μιλιά να βγάνεις.» 310
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Να σε γνωρίσει δεν είναι εύκολο, θεά, ο θνητός μπροστά του,
όσα κι αν ξέρει, τι την όψη σου κάθε φορά κι αλλάζεις.
Τούτο κατέχω εγώ: πρωτύτερα, τα χρόνια που στην Τροία
των Αχαιών οι γιοι χτυπιούμασταν, ήσουν καλή μαζί μου. 315
Μα πια του Πρίαμου σαν πατήσαμε το απόγκρεμο το κάστρο
κι ένας θεός ανεμοσκόρπισε τους Αχαιούς, ως μπήκαν
στα πλοία, πια δε σε ανανογήθηκα, κόρη του Δία, δε σ᾽ είδα
να βάλεις πόδι στο καράβι μου, να μου σταθείς στα πάθη,
μόνο παράδερνα αξανάσαστα με σπαραγμένα σπλάχνα, 320
ως τέλος πια οι θεοί απ᾽ τα βάσανα με γλίτωσαν τα πλήθια.
Τώρα στερνά κι εσύ με γκάρδιωσες μιλώντας μου στην πλούσια
των Φαίακων χώρα και στην πόλη τους με οδήγησες ατή σου.
Όμως στου Δία σε ορκίζω τ᾽ όνομα, στα γόνατά σου πέφτω·
δεν το φαντάζουμαι πως έφτασα στην ξέφαντην Ιθάκη· 325
άλλη είναι η γη που τώρα βρέθηκα, θαρρώ, κι αν τά ᾽πες τούτα,
το νου μου να πλανέσεις ήθελες και να με ξεγελάσεις.
Αχ, πες μου τώρα αλήθεια αν πάτησα τη γη την πατρική μου!»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Αποξαρχής μια τέτοια στόχαση σου κυβερνάει τα φρένα, 330
που εγώ στις συφορές δε δύνουμαι να μη σου παραστέκω,
πού ᾽χεις μυαλό ξυπνό και γρήγορο και γνωστικό. Ποιός άλλος,
που, αφού παράδειρε, θα γύριζε στο σπίτι του, δε θά ᾽χε
τρέξει χαρούμενος, το ταίρι του να ιδεί και τα παιδιά του;
Μα εσύ δε θες να ξέρεις τίποτα γι᾽ αυτούς κι ουδέ να μάθεις, 335
πριν δοκιμάσεις τη γυναίκα σου, που κάθεται κλεισμένη
μέσα στο σπίτι σας, κι αγλύκαντες μια μια ν᾽ αποδιαβαίνουν
θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη.
Εμένα η πίστη δε με απόλειψε, το κάτεχα στα φρένα
πως θα διαγείρεις, μόνο που όλους σου θα χάσεις τους συντρόφους. 340
Μα να πιαστώ με του πατέρα μου τον αδερφό δεν τό ᾽χα
σωστό, τον Ποσειδώνα, πού ᾽νιωθε βαρύ θυμό για σένα,
τι σού ᾽χε μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του.
Και τώρα την Ιθάκη θά ᾽θελα να ξεσκεπάσω ομπρός σου,
για να πιστέψεις: Νά του Φόρκυνα του θαλασσογερόντου 345
ο κόρφος, νά κι η ελιά η στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα το γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξωθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Δες τη
τη θολωτή σπηλιά , κει που άλλοτε ποτέ σου δεν ξεχνούσες
στις Νεροκόρες αψεγάδιαστες τρανές θυσίες να κάνεις! 350
Κι αυτό ειναι το βουνό το Νήριτο, με δάση σκεπασμένο.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
χειρί τέ μιν κατέρεξε· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικὶ
καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ·
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 290
«κερδαλέος κ᾽ εἴη καὶ ἐπίκλοπος ὅς σε παρέλθοι
ἐν πάντεσσι δόλοισι, καὶ εἰ θεὸς ἀντιάσειε.
σχέτλιε, ποικιλομῆτα, δόλων ἆτ᾽, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες,
οὐδ᾽ ἐν σῇ περ ἐὼν γαίῃ, λήξειν ἀπατάων
μύθων τε κλοπίων, οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσίν. 295
ἀλλ᾽ ἄγε, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, εἰδότες ἄμφω
κέρδε᾽, ἐπεὶ σὺ μέν ἐσσι βροτῶν ὄχ᾽ ἄριστος ἁπάντων
βουλῇ καὶ μύθοισιν, ἐγὼ δ᾽ ἐν πᾶσι θεοῖσι
μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν· οὐδὲ σύ γ᾽ ἔγνως
Παλλάδ᾽ Ἀθηναίην, κούρην Διός, ἥ τέ τοι αἰεὶ 300
ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ἠδὲ φυλάσσω,
καὶ δέ σε Φαιήκεσσι φίλον πάντεσσιν ἔθηκα.
νῦν αὖ δεῦρ᾽ ἱκόμην, ἵνα τοι σὺν μῆτιν ὑφήνω
χρήματά τε κρύψω, ὅσα τοι Φαίηκες ἀγαυοὶ
ὤπασαν οἴκαδ᾽ ἰόντι ἐμῇ βουλῇ τε νόῳ τε, 305
εἴπω θ᾽ ὅσσα τοι αἶσα δόμοις ἔνι ποιητοῖσι
κήδε᾽ ἀνασχέσθαι· σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ,
μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ᾽ ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν,
πάντων, οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ ἦλθες ἀλώμενος, ἀλλὰ σιωπῇ
πάσχειν ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν.» 310
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἀργαλέον σε, θεά, γνῶναι βροτῷ ἀντιάσαντι,
καὶ μάλ᾽ ἐπισταμένῳ· σὲ γὰρ αὐτὴν παντὶ ἐΐσκεις.
τοῦτο δ᾽ ἐγὼν εὖ οἶδ᾽, ὅτι μοι πάρος ἠπίη ἦσθα,
ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν. 315
αὐτὰρ ἐπεὶ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
βῆμεν δ᾽ ἐν νήεσσι, θεὸς δ᾽ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς,
οὐ σέ γ᾽ ἔπειτα ἴδον, κούρη Διός, οὐδ᾽ ἐνόησα
νηὸς ἐμῆς ἐπιβᾶσαν, ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις.
ἀλλ᾽ αἰεὶ φρεσὶν ᾗσιν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ 320
ἠλώμην, ἧός με θεοὶ κακότητος ἔλυσαν·
πρίν γ᾽ ὅτε Φαιήκων ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ
θάρσυνάς τ᾽ ἔπεσσι καὶ ἐς πόλιν ἤγαγες αὐτή.
νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι ―οὐ γὰρ ὀΐω
ἥκειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, ἀλλά τιν᾽ ἄλλην 325
γαῖαν ἀναστρέφομαι· σὲ δὲ κερτομέουσαν ὀΐω
ταῦτ᾽ ἀγορευέμεναι, ἵν᾽ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσῃς―
εἰπέ μοι εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἱκάνω.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα· 330
τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα,
οὕνεκ᾽ ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων.
ἀσπασίως γάρ κ᾽ ἄλλος ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ἵετ᾽ ἐνὶ μεγάροις ἰδέειν παῖδάς τ᾽ ἄλοχόν τε·
σοὶ δ᾽ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι, 335
πρίν γ᾽ ἔτι σῆς ἀλόχου πειρήσεαι, ἥ τέ τοι αὔτως
ἧσται ἐνὶ μεγάροισιν, ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἀπίστεον, ἀλλ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ᾔδε᾽, ὃ νοστήσεις ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους· 340
ἀλλά τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι
πατροκασιγνήτῳ, ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ,
χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι δείξω Ἰθάκης ἕδος, ὄφρα πεποίθῃς.
Φόρκυνος μὲν ὅδ᾽ ἐστὶ λιμήν, ἁλίοιο γέροντος, 345
ἥδε δ᾽ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη·
ἀγχόθι δ᾽ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,
ἱρὸν νυμφάων αἳ νηϊάδες καλέονται·
τοῦτο δέ τοι σπέος εὐρὺ κατηρεφές, ἔνθα σὺ πολλὰς
ἔρδεσκες νύμφῃσι τεληέσσας ἑκατόμβας· 350
τοῦτο δὲ Νήριτόν ἐστιν ὄρος καταειμένον ὕλῃ.»