Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 281-332
Είδα τη Χλώρη την πεντάμορφη· μύρια ο Νηλέας του γάμου
δώρα ειχε δώσει για τα κάλλη της, γυναίκα ως να την πάρει·
ήταν του Αμφίονα στερνογέννητη, του γιου του Ιάσου, κόρη,
που κάποτε τους Μίνυες όριζε, του Ορχομενού ρηγάρχης.
Κι αυτή, στην Πύλο πια βασίλισσα, τρανούς υγιούς τού εγέννα, 285
τον Νέστορα, τον Περικλύμενο το γαύρο, το Χρομίο·
κι ακόμα την Πηρώ τού γέννησε, μια θυγατέρα θάμα,
που όλοι τρογύρα την εγύρευαν· μα ο κύρης της σε κείνον
ταίρι την έδινε, που του Ίφικλου τις φαρδιοκουτελάτες
στριφτόκερες γελάδες θ᾽ άρπαζε ―βαριά δουλειά στ᾽ αλήθεια!― 290
απ᾽ τη Φυλάκη· κι ένας άψεγος, μονάχα εκείνος, μάντης
του τό ᾽χε τάξει, όμως τον έδεσε θεού κι εκείνον μοίρα
βαριά και δίχως έλεος άλυσες και του βουνού οι βουκόλοι.
Όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες,
κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση, τότε 295
ο τρανός Ίφικλος λευτέρωσε το μαντολόγο, ως τού ᾽πε
τη μοίρα του όλη ― κι ήταν θέλημα του Δία να γίνουν τούτα.
Και του Τυνδάρεου τη συγκόρμισσα ξεχώρισα, τη Λήδα,
που δυο αντρειωμένους γιους τού γέννησε, της πυγμαχίας τεχνίτη
τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα, το γαύρο αλογατάρη, 300
που ζωντανούς η γη η πολύκαρπη τους κρύβει τώρα εντός της·
γιατί και μες στη γη τούς έδωκε του Κρόνου ο γιος τη χάρη
μια μέρα ζωντανοί να βρίσκουνται μαζί, νεκροί την άλλη
στον Κάτω Κόσμο, κι ως αθάνατους ο κόσμος τούς δοξάζει.
Μετά την Ιφιμέδεια αντίκρισα, το ταίρι του Αλωέα· 305
ο Ποσειδώνας, μού ᾽λεε, χάρηκε τον έρωτα μαζί της,
και γέννησε δυο γιους, που στάθηκαν λιγόχρονοι στον κόσμο,
τον Εφιάλτη τον περίλαμπρο και τον ισόθεον Ώτο.
Άλλους δεν είδε πιο αψηλόκορμους η γης η πολυθρόφα,
μηδέ και πιο όμορφους· ο Ωρίωνας τους ξεπερνούσε μόνο. 310
Στα εννιά τους μόλις χρόνια εννιάπηχοι στο φάρδος είχαν γίνει,
κι ήταν οργιές εννιά το μάκρος τους· μαζί κινήσαν τότε
και τους αθάνατους φοβέριζαν, στον Όλυμπο πολέμους
ν᾽ ανοίξουν άγριους, πολυτάραχους, και γύρευαν να βάλουν
την Όσσα πρώτα απά στον Όλυμπο, μετά, στην Όσσα πάνω, 315
το Πήλιο λέει το φυλλοσούσουρο, στον ουρανό ν᾽ ανέβουν.
Κι αν πρόφταινε να δέσει η νιότη τους, θα τό ᾽χαν καταφέρει·
μα από του Δία και της ωριόμαλλης Λητώς το γιο χαθήκαν
κι οι δυο, πριν κάτω απ᾽ τα μελίγγια τους το πρώτο χνούδι ανθίσει
και πριν τους σκεπαστούν τα μάγουλα με τα σγουρά της νιότης. 320
Τη Φαίδρα αντίκρισα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,
τη θυγατέρα του κακόγνωμου του Μίνωα, που απ᾽ την Κρήτη
την άρπαξε ο Θησέας, γυρεύοντας στο λόφο να τη φέρει
της Ιερής Αθήνας ― άδικα! τι στο νησί της Δίας
τη σκότωσε η Άρτεμη, του Διόνυσου τη μαρτυριά γρικώντας. 325
Τη Μαίρα, την Κλυμένη αντίκρισα, τη φοβερή Εριφύλη,
που το ακριβό της ταίρι επρόδωκε για ατίμητο χρυσάφι... ―
μα όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω,
πόσων ηρώων τρανών αντίκρισα τις κόρες και τα ταίρια·
πιο πριν η νύχτα η θεία θα διάβαινε! Να κοιμηθούμε ωστόσο 330
είναι ώρα, γιά με τους συντρόφους μου στο πλοίο γιά εδώ μαζί σας.
Το μισεμό μου πάλι οι αθάνατοι και σεις θα τον γνοιαστείτε.»
Καὶ Χλῶριν εἶδον περικαλλέα, τήν ποτε Νηλεὺς
γῆμεν ἑὸν διὰ κάλλος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα,
ὁπλοτάτην κούρην Ἀμφίονος Ἰασίδαο,
ὅς ποτ᾽ ἐν Ὀρχομενῷ Μινυείῳ ἶφι ἄνασσεν·
ἡ δὲ Πύλου βασίλευε, τέκεν δέ οἱ ἀγλαὰ τέκνα, 285
Νέστορά τε Χρομίον τε Περικλύμενόν τ᾽ ἀγέρωχον.
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμην Πηρὼ τέκε, θαῦμα βροτοῖσι,
τὴν πάντες μνώοντο περικτίται· οὐδέ τι Νηλεὺς
τῷ ἐδίδου ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους
ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης 290
ἀργαλέας· τὰς δ᾽ οἶος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων
ἐξελάαν· χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε,
δεσμοί τ᾽ ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο
ἂψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, 295
καὶ τότε δή μιν λῦσε βίη Ἰφικληείη,
θέσφατα πάντ᾽ εἰπόντα· Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή.
Καὶ Λήδην εἶδον, τὴν Τυνδαρέου παράκοιτιν,
ἥ ῥ᾽ ὑπὸ Τυνδαρέῳ κρατερόφρονε γείνατο παῖδε,
Κάστορά θ᾽ ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα, 300
τοὺς ἄμφω ζωοὺς κατέχει φυσίζοος αἶα·
οἳ καὶ νέρθεν γῆς τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες
ἄλλοτε μὲν ζώουσ᾽ ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
τεθνᾶσιν· τιμὴν δὲ λελόγχασιν ἶσα θεοῖσι.
Τὴν δὲ μέτ᾽ Ἰφιμέδειαν, Ἀλωῆος παράκοιτιν, 305
ἔσιδον, ἣ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι,
καί ῥ᾽ ἔτεκεν δύο παῖδε, μινυνθαδίω δὲ γενέσθην,
Ὦτόν τ᾽ ἀντίθεον τηλεκλειτόν τ᾽ Ἐφιάλτην,
οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα
καὶ πολὺ καλλίστους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα· 310
ἐννέωροι γὰρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεες ἦσαν
εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι.
οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἀπειλήτην ἐν Ὀλύμπῳ
φυλόπιδα στήσειν πολυάϊκος πολέμοιο.
Ὄσσαν ἐπ᾽ Οὐλύμπῳ μέμασαν θέμεν, αὐτὰρ ἐπ᾽ Ὄσσῃ 315
Πήλιον εἰνοσίφυλλον, ἵν᾽ οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη.
καί νύ κεν ἐξετέλεσσαν, εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο·
ἀλλ᾽ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ,
ἀμφοτέρω, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους
ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ. 320
Φαίδρην τε Πρόκριν τε ἴδον καλήν τ᾽ Ἀριάδνην,
κούρην Μίνωος ὀλοόφρονος, ἥν ποτε Θησεὺς
ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων
ἦγε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο· πάρος δέ μιν Ἄρτεμις ἔκτα
Δίῃ ἐν ἀμφιρύτῃ Διονύσου μαρτυρίῃσι. 325
Μαῖράν τε Κλυμένην τε ἴδον στυγερήν τ᾽ Ἐριφύλην,
ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα.
πάσας δ᾽ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ὀνομήνω
ὅσσας ἡρώων ἀλόχους ἴδον ἠδὲ θύγατρας·
πρὶν γάρ κεν καὶ νὺξ φθῖτ᾽ ἄμβροτος. ἀλλὰ καὶ ὥρη 330
εὕδειν, ἢ ἐπὶ νῆα θοὴν ἐλθόντ᾽ ἐς ἑταίρους
ἢ αὐτοῦ· πομπὴ δὲ θεοῖς ὑμῖν τε μελήσει.»