Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 221-305
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ανέγνωρο οι θεοί το γένος σου και στα που θά ᾽ρθουν χρόνια
δεν άφησαν, αφού σε γέννησεν η Πηνελόπη τέτοιον!
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
τί είναι το γλέντι αυτό κι η μάζωξη; γιατί το κάνεις; γάμος, 225
γιορτή ᾽ναι; τι δε μοιάζει νά ᾽χετε συντροφικό τραπέζι.
Πολύ ξαδιάντροποι μου φαίνουνται, μεγάλη η ξιπασιά τους
στο σπίτι εδώ να τραπεζώνουνται· ποιός μυαλωμένος άντρας
που εδώ θα ᾽ρχόταν δε θα θύμωνε, ντροπές θωρώντας τέτοιες;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει: 230
«Ξένε, για τούτα που με ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις ―
παλιά το σπίτι αυτό αψεγάδιαστο και πλούσιο πρέπει νά ᾽ταν,
ο άντρας εκείνος όσο βρίσκουνταν στο κάστρο εδώ· μα τώρα
κακό οι θεοί στα φρένα ελόγιασαν κι αλλιώς τ᾽ αποφασίσαν·
κείνον τον έκαναν ανάφαντο πιο απ᾽ όλους τους ανθρώπους· 235
αλήθεια, αν είχε βρει το θάνατο, δε θα λυπόμουν τόσο,
μα νά ᾽χει ανάμεσα στους σύντροφους στων Τρώων τη χώρα πέσει,
γιά, κι ως ετέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
κι ακόμα η δόξα του θ᾽ απόμενε κλερονομιά στο γιο του. 240
Τώρα ποιός ξέρει πώς τον άρπαξαν οι Ανεμικές κι εχάθη!
Επήγε ανάφαντος, ανάκουστος, και μένα αφήκε θρήνους
και στεναγμούς· κι ουδέ που δέρνουμαι και μύρουμαι για κείνον
μονάχα, τι οι θεοί σε βάσανα μ᾽ έχουνε ρίξει κι άλλα:
αυτοί που τα νησιά αφεντεύουνε κι οι πιο τρανοί ᾽ναι αρχόντοι 245
στην πολυδασωμένη Ζάκυθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
κι όσοι τρογύρα στην πετρόχαρην Ιθάκη ρηγαδεύουν,
όλοι ζητάνε τη μητέρα μου και καταλυούν το βιος μου.
Κι αυτή το γάμο τον οχτρεύεται, μα μήτε τον αρνιέται,
μήτε να δώσει τέλος δύνεται· το βιος μου εκείνοι ωστόσο 250
μου τρων και μου αφανίζουν· γρήγορα και με θα φαν τον ίδιο!»
Τότε η Αθηνά Παλλάδα ξέσπασε και τέτοια τού αποκρίθη:
«Ωχού, μεγάλη τον πατέρα σου το μισεμένο ανάγκη
τον έχεις, χέρι στους αδιάντροπους μνηστήρες για να βάλει.
Να ᾽ρχόταν τώρα λέει, να στέκουνταν στου παλατιού την πόρτα, 255
με το σκουτάρι και το κράνος του, τα δυο του τα κοντάρια,
τέτοιος, καθώς τον πρωτογνώρισα στο σπίτι το δικό μας
κρασί να πίνει ξεφαντώνοντας, τη μέρα που γυρνούσε
απ᾽ την Εφύρη, από του Μέρμερου το γιο τον Ίλο πίσω!
τι πήγε κι ως εκεί με γρήγορο πλεούμενο ο Οδυσσέας, 260
φαρμακερά ζητώντας βότανα, για νά ᾽χει και ν᾽ αλείφει
τις χαλκομύτικες σαγίτες του· μα εκείνος τού το αρνήστη,
τι είχε το φόβο πως οι αθάνατοι θεοί θα του θυμώναν·
όμως ο κύρης μου του τά ᾽δωκεν από περίσσια αγάπη.
Τέτοιος και τώρα εδώ να γύριζε να σμίξει τους μνηστήρες, 265
πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατός τους!
Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα·
μπορεί να ᾽ρθεί ξανά στο σπίτι του και γδικιωμό να πάρει,
μπορεί να μην ερθεί. Θα σού ᾽λεγα και συ να το λογιάσεις,
πώς θα μπορέσεις απ᾽ το σπίτι σου να διώξεις τους μνηστήρες. 270
Βάλε λοιπόν αφτί στα λόγια μου και καλοπρόσεξέ τα:
Τους αντρειανούς Αργίτες κάλεσε ταχιά σε συναγώγι,
και σε όλους πες τί θέλεις, βάζοντας και τους θεούς μαρτύρους·
και πρώτα απ᾽ τους μνηστήρες γύρεψε στα σπίτια τους να φύγουν.
Η μάνα σου απ᾽ την άλλη, αν έστρεξε το γάμο πια η καρδιά της, 275
πίσω ας διαγείρει στου πατέρα της, πού ᾽χει περίσσια πλούτη·
κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της
αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
Όσο για σε τον ίδιον, άκουσε τη γνωστικιά μου ορμήνια:
Το πιο γερό καράβι κι είκοσι να πάρεις κουπολάτες, 280
να πας να μάθεις για τον κύρη σου, που τόσα χρόνια λείπει·
μήπως σου πει κανένας άνθρωπος γιά ακούσεις απ᾽ το Δία
λόγο τυχόν, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον κόσμο.
Ρώτα, στην Πύλο ως πας, το Νέστορα τον αντρειωμένο πρώτα
και τον ξανθό Μενέλαο φτάνοντας στη Σπάρτη, τι ήρθε απ᾽ όλους 285
τους Αχαιούς τους χαλκοθώρακους στερνός ετούτος πίσω.
Αν τώρα μάθεις για τον κύρη σου πως ζει και θα διαγείρει,
υπομονέψου, κι ας παιδεύεσαι, κανένα χρόνο ακόμα.
Αν όμως μάθεις πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,
τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής σου 290
μνημούρι να του ασκώσεις και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
να του προσφέρεις, και τη μάνα σου να δώσεις σε άλλον άντρα.
Και πια σαν κάνεις τούτα που όρισα και τα τελέψεις όλα,
στο νου και στην καρδιά σου βάλε το και καλολόγιασέ το
πώς θα σκοτώσεις στο παλάτι σου τους αντρειανούς μνηστήρες, 295
γιά φανερά γιά ξεπλανώντας τους με δόλο· δεν ταιριάζει
να μωρουδίζεις, τι τα χρόνια σου δεν είναι δα και λίγα!
Μη δεν ακούς τη δόξα πού ᾽λαβεν ο αρχοντικός Ορέστης;
Το δολερό φονιά του κύρη του, τον Αίγιστο, γδικιώθη,
πού ᾽χε σκοτώσει τον πατέρα του, κι ακούστηκε στον κόσμο. 300
Και συ, καλέ, ―θωρώ τη χάρη σου, θωρώ την ελικιά σου―
κάμε καρδιά, που κι οι μελλούμενες γενιές να σε δοξάζουν.
Μα είναι καιρός εγώ στο γρήγορο καράβι να κατέβω
και στους συντρόφους, που ανυπόμονοι προσμένουν να γυρίσω.
Εσύ θυμήσου την ορμήνια μου κι ατός σου γνοιάζου τούτα.» 305
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω
θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
τίς δαίς, τίς δαὶ ὅμιλος ὅδ᾽ ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; 225
εἰλαπίνη ἠὲ γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ᾽ ἐστίν.
ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι
δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ
αἴσχεα πόλλ᾽ ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 230
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ᾽ ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων
ἔμμεναι, ὄφρ᾽ ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν·
νῦν δ᾽ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες,
οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων 235
ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ᾽ ἀκαχοίμην,
εἰ μετὰ οἷς ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ,
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾽ ὀπίσσω. 240
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο·
οἴχετ᾽ ἄϊστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ᾽ ὀδύνας τε γόους τε
κάλλιπεν· οὐδ᾽ ἔτι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω
οἶον, ἐπεί νύ μοι ἄλλα θεοὶ κακὰ κήδε᾽ ἔτευξαν.
ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι, 245
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι,
τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν
ποιῆσαι δύναται· τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες 250
οἶκον ἐμόν· τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.»
Τὸν δ᾽ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη·
«ὢ πόποι, ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος
δεύῃ, ὅ κε μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφείη.
εἰ γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι 255
σταίη, ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε,
τοῖος ἐὼν οἷόν μιν ἐγὼ τὰ πρῶτ᾽ ἐνόησα
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ πίνοντά τε τερπόμενόν τε,
ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ᾽ Ἴλου Μερμερίδαο·
οἴχετο γὰρ καὶ κεῖσε θοῆς ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς 260
φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη
ἰοὺς χρίεσθαι χαλκήρεας· ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὔ οἱ
δῶκεν, ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο αἰὲν ἐόντας,
ἀλλὰ πατήρ οἱ δῶκεν ἐμός· φιλέεσκε γὰρ αἰνῶς.
τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς· 265
πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,
ἤ κεν νοστήσας ἀποτίσεται, ἦε καὶ οὐκί,
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι· σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα
ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο. 270
εἰ δ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων·
αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς
μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ᾽ ἐπὶ μάρτυροι ἔστων.
μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,
μητέρα δ᾽, εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι, 275
ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο·
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
σοὶ δ᾽ αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
νῆ᾽ ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν, ἥ τις ἀρίστη, 280
ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι.
πρῶτα μὲν ἐς Πύλον ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον,
κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον· 285
ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς,
ἦ τ᾽ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν·
εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσῃς μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντος,
νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 290
σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δοῦναι.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἕρξῃς,
φράζεσθαι δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ὅππως κε μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι 295
κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν· οὐδέ τί σε χρὴ
νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί.
ἢ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα,
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα; 300
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ᾽ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
ἄλκιμος ἔσσ᾽, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη
ἠδ᾽ ἑτάρους, οἵ πού με μάλ᾽ ἀσχαλόωσι μένοντες·
σοὶ δ᾽ αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.» 305