Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 216-280
Σε λίγο ομπρός στο σπήλιο φτάσαμε, μα μέσα αυτός δεν ήταν,
μόν᾽ τα παχιά τ᾽ αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια.
Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας το αποθαμάξαμε όλο:
τυριά γεμάτα τα τυρόβολα· στις μάντρες στοιβαγμένα
τ᾽ αρνιά, τα ρίφια· κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα, 220
χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα,
και τα ψιμάρνια χώρια· ξέχειλα τ᾽ αγγειά από ορό θωρούσες―
λεβέτια, σκάφες, όλα, πού ᾽φτιανε, να τά ᾽χει και ν᾽ αρμέγει.
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾽ όλα
να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας 225
αρνιά από τα μαντριά ν᾽ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾽ αρμυρά πελάγη.
Μα εγώ δεν άκουσα, και θά ᾽μαστε πολύ πιο κερδεμένοι·
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα·
μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη! 230
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες,
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι
τον καρτερούσαμε, ώσπου γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε
ξύλα στεγνά, ενα ακέριο φόρτωμα, να τά ᾽χει για το δείπνο.
Κι ως χάμω τά ᾽ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος. 235
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι,
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει,
όλα όσα θά ᾽ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾽ αρσενικά ―τους τράγους
και τους κριγιούς― στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ενα βράχο,
πού ᾽χε να κλειει του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει, 240
κατάβαρο· και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια
γερά και νά ᾽χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾽ τον τόπο·
τόσο τρανός ο βράχος πού ᾽βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει. 245
Μισό απ᾽ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει,
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα·
το άλλο μισό σε κάδους τό ᾽βαλε να τό ᾽χει για την ώρα
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾽ απλώνει και να πίνει.
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾽ αργήσει, πήρε 250
φωτιά ν᾽ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
“Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοί ᾽στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Γιά και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγα που τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;” 255
Αυτά ειπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά τού συντυχαίνω:
“Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
στα πλάτη τ᾽ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι. 260
Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
Στο γιο του Ατρέα τον Αγαμέμνονα σταθήκαμε στρατιώτες―
καμάρι μας! Στον κόσμο η δόξα του παντού γιγάντια απλώνει,
που τέτοιο μέγα κάστρο επάτησε και σκότωσε χιλιάδες. 265
Κι εμείς, φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατά σου τώρα,
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε·
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος, 270
για να παιδεύει τούς που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη.”
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μού απηλογήθη:
“Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, γιά από μακριά θα φτάνεις,
που τους θεούς μού λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο, 275
μηδ᾽ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θά ᾽βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ᾽ ένοιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Μα το καράβι σου πού το άραξες το καλοσκαρωμένο;
Εδώ μαθές κοντά γιά απόμακρα; Γιά μίλα μου να ξέρω!” 280
Καρπαλίμως δ᾽ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾽, οὐδέ μιν ἔνδον
εὕρομεν, ἀλλ᾽ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
ἐλθόντες δ᾽ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα·
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται 220
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ ἕρσαι· ναῖον δ᾽ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾽ ἕταροι λίσσοντ᾽ ἔπεσσι
τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα 225
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ὄφρ᾽ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλ᾽ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι. 230
Ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων· φέρε δ᾽ ὄβριμον ἄχθος
ὕλης ἀζαλέης, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
ἔντοσθεν δ᾽ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν· 235
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽ ἐς μυχὸν ἄντρου.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα,
πάντα μάλ᾽, ὅσσ᾽ ἤμελγε, τὰ δ᾽ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας, 240
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν·
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας,
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ. 245
αὐτίκα δ᾽ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
ἥμισυ δ᾽ αὖτ᾽ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, 250
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ ἔσιδεν, εἴρετο δ᾽ ἡμέας·
«Ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε
οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
ψυχὰς παρθέμενοι, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;» 255
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀλλὰ καὶ ὥς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ἡμεῖς τοι Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Ἀχαιοὶ
παντοίοις ἀνέμοισιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης, 260
οἴκαδε ἱέμενοι, ἄλλην ὁδὸν, ἄλλα κέλευθα
ἤλθομεν· οὕτω που Ζεὺς ἤθελε μητίσασθαι.
λαοὶ δ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος εὐχόμεθ᾽ εἶναι,
τοῦ δὴ νῦν γε μέγιστον ὑπουράνιον κλέος ἐστί·
τόσσην γὰρ διέπερσε πόλιν καὶ ἀπώλεσε λαοὺς 265
πολλούς· ἡμεῖς δ᾽ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾽, εἴ τι πόροις ξεινήϊον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς· ἱκέται δέ τοί εἰμεν.
Ζεὺς δ᾽ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, 270
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι·
οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσιν 275
οὐδὲ θεῶν μακάρων, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν.
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην
οὔτε σεῦ οὔθ᾽ ἑτάρων, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι.
ἀλλά μοι εἴφ᾽ ὅπῃ ἔσχες ἰὼν εὐεργέα νῆα,
ἤ που ἐπ᾽ ἐσχατιῆς ἦ καὶ σχεδόν, ὄφρα δαείω.» 280