Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 199-265
Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
θωρώντας τώρα μες στη σύναξη πως έχει κι ένα φίλο· 200
του αλάφρωσε η καρδιά και μίλησε στους Φαίακες πιο αγεράτα:
«Φτάσετε τούτον πρώτα οι νιούτσικοι, μετά θα ρίξω κι άλλον
τόσο θα πάει γιά και μακρύτερα, φαντάζουμαι, και τούτος.
Μα κι απ᾽ τους άλλους το κουράγιο του ποιόν σπρώχνει κι η καρδιά του;
να παραβγούμε ας έρθει! Μ᾽ έχετε παραθυμώσει αλήθεια! 205
Γροθιά και πάλεμα και τρέξιμο ―τί θέλει να διαλέξει
από τους Φαίακες όλους όποιος σας;― εξόν ο Λαοδάμας,
τι ξένος του είμαι· ποιός θα τά ᾽βαζε με όποιον του δείχνει αγάπη;
Και τιποτένιος είναι κι άμυαλος αυτός που από δικού του
τον που τον δέχτη και τον φίλεψε θα πει ν᾽ αντροκαλέσει 210
μέσα σε ανθρώπους ξένους· χάλασε μονάχος τη δουλειά του!
Με όλους τους άλλους συνερίζουμαι, δεν αψηφώ κανέναν·
να τον γνωρίσω θέλω, αντίκρυ του να μετρηθώ· πολλά ᾽ναι
λέω των αντρών τα συνερίσματα, κακός δεν είμαι σε όλα·
ξέρω καλά το καλοτόρνευτο δοξάρι να δουλεύω· 215
δικιά μου η σαγιτιά που θά ᾽βρισκε να ρίξει πρώτη κάποιον
μέσα στο πλήθος των αντίμαχων, όσο πολλοί κι αν ήταν
οι σύντροφοί μου, πλάι μου στέκοντας, κι όσο κι αυτοί αν δοξεύαν.
Στων Τρώων τη χώρα ένας με κέρδιζε μονάχα στο δοξάρι,
ο Φιλοχτήτης, σαν αρχίζαμε τις σαγιτιές οι Αργίτες· 220
μα από τους άλλους λέω δε βρίσκεται να με νικάει κανένας,
απ᾽ τους θνητούς μαθές, που γεύουνται ψωμί στον κόσμο απάνω.
Με τους παλιούς ηρώους δε θά ᾽θελα να μπώ σε ξεσυνέρια,
τον Ηρακλή γιά και τον Εύρυτο, της Οιχαλίας το ρήγα,
που και με αθάνατους παράβγαιναν στου δοξαριού την τέχνη. 225
Γι᾽ αυτό και τον τρανό τον Εύρυτο νωρίς τον βρήκε ο Χάρος,
κι ουδέ στο αρχοντικό του εγέρασε· τον σκότωσε οργισμένος
ο Φοίβος, σαν τον αντροκάλεσε να ρίξουν στο δοξάρι.
Και το κοντάρι ρίχνω όσο κανείς ουδέ σαγίτα ρίχνει.
Μόνο στα πόδια αλήθεια σκιάζουμαι μη με περάσει κάποιος 230
από τους Φαίακες, τι απ᾽ τα κύματα τα πλήθια το κορμί μου
πολύ επαιδεύτη, κι όπως το άρμενο δε μού ᾽μεινε ως το τέλος
γερό, να ξαποσταίνω πάνω του, μου λύθηκαν τα γόνα.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάναν άχνα,
και μόνο ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 235
«Όσα μάς είπες δε μας πείραξαν καθόλου αλήθεια, ξένε!
Θέλεις μονάχα την αξιότη σου να δείξεις, πού ᾽χεις πάντα,
θυμώνοντας που τούτος ο άγουρος μπροστά στη σύναξη όλη
σε ντρόπιασε· ποιός άντρας φρόνιμος, που κρένει μυαλωμένα,
να πει κακό ποτέ θα δύνουνταν για τη δικιά σου αξιότη; 240
Μα τώρα ομπρός, και σύ ενα λόγο μου ν᾽ ακούσεις θέλω, σε άλλους
ηρώους για να τον πεις αργότερα, σαν τρως στο αρχοντικό σου
με τα παιδιά και τη γυναίκα σου, και τη δικιά μας τύχει
να θυμηθείς αξιότη: αδιάκοπα και μας ο Δίας πως δίνει
από τα χρόνια των πατέρων μας τρανές πιδεξιοσύνες. 245
Πυγμάχοι εμείς δεν είμαστε άψεγοι μηδέ και παλεστάδες,
μα τρέχουν γρήγορα τα πόδια μας, και πρώτοι στα καράβια.
Γλέντια, χοροί, πολλές ρουχαλλαξιές, λουτρά ζεστά, κλινάρια,
κιθάρες ― με όλα αυτά χαρούμενοι περνούμε τη ζωή μας!
Τώρα απ᾽ τους Φαίακες οι καλύτεροι γιά ελάτε χορευτάδες 250
χορό ν᾽ ανοίξετε, διαγέρνοντας στη γη του ο ξένος πίσω
να λέει στους φίλους του, πως είμαστε στα πόδια, στο τραγούδι
και στο χορό και στ᾽ αρμενίσματα πολύ πιο πρώτοι απ᾽ όλους.
Ένας ακόμα τη γλυκόλαλη να φέρει εδώ κιθάρα
για το Δημόδοκο· θα βρίσκεται στο αρχοντικό μου κάπου.» 255
Αυτά ειπε ο Αλκίνοος ο θεόμορφος, κι ευτύς κινούσε ο κράχτης
τη βαθουλή κιθάρα γρήγορα να φέρει απ᾽ το παλάτι.
Κι οι κρισολόγοι, όπως σηκώθηκαν εννιά και διαλεγμένοι
απ᾽ το λαό, που στα δοκίμια τους καλά τα πάντα ορίζαν,
το χοροστάσι ισιώσαν κι άνοιξαν φαρδύ τρογύρα αλώνι. 260
Κι ως ήρθε ο κράχτης τη γλυκόλαλη κιθάρα κουβαλώντας,
τράβηξε αμέσως ο Δημόδοκος στη μέση, και τρογύρα
αγόρια πήραν θέση νιούτσικα, πιδέξιοι χορευτάδες,
κι αρχίσαν θείο χορό, τα πόδια τους χτυπώντας, κι ο Οδυσσέας
θιαμαίνουνταν, τις σπίθες πού ᾽βγαζαν τα πόδια τους θωρώντας. 265
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
χαίρων οὕνεχ᾽ ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ᾽ ἐν ἀγῶνι. 200
καὶ τότε κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσι·
«Τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, νέοι· τάχα δ᾽ ὕστερον ἄλλον
ἥσειν ἢ τοσσοῦτον ὀΐομαι ἢ ἔτι μᾶσσον.
τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη θυμός τε κελεύει,
δεῦρ᾽ ἄγε πειρηθήτω, ἐπεί μ᾽ ἐχολώσατε λίην, 205
ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω,
πάντων Φαιήκων πλήν γ᾽ αὐτοῦ Λαοδάμαντος.
ξεῖνος γάρ μοι ὅδ᾽ ἐστί· τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο;
ἄφρων δὴ κεῖνός γε καὶ οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ,
ὅς τις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων 210
δήμῳ ἐν ἀλλοδαπῷ· ἕο δ᾽ αὐτοῦ πάντα κολούει.
τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ πέρ τιν᾽ ἀναίνομαι οὐδ᾽ ἀθερίζω,
ἀλλ᾽ ἐθέλω ἴδμεν καὶ πειρηθήμεναι ἄντην.
πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ᾽ ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεθλοι·
εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι· 215
πρῶτός κ᾽ ἄνδρα βάλοιμι ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ
ἀνδρῶν δυσμενέων, εἰ καὶ μάλα πολλοὶ ἑταῖροι
ἄγχι παρασταῖεν καὶ τοξαζοίατο φωτῶν.
οἶος δή με Φιλοκτήτης ἀπεκαίνυτο τόξῳ
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ᾽ Ἀχαιοί. 220
τῶν δ᾽ ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι,
ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες.
ἀνδράσι δὲ προτέροισιν ἐριζέμεν οὐκ ἐθελήσω,
οὔθ᾽ Ἡρακλῆϊ οὔτ᾽ Εὐρύτῳ Οἰχαλιῆϊ,
οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων. 225
τῶ ῥα καὶ αἶψ᾽ ἔθανεν μέγας Εὔρυτος, οὐδ᾽ ἐπὶ γῆρας
ἵκετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων
ἔκτανεν, οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι.
δουρὶ δ᾽ ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ.
οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ 230
Φαιήκων· λίην γὰρ ἀεικελίως ἐδαμάσθην
κύμασιν ἐν πολλοῖς, ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα
ἦεν ἐπηετανός· τῶ μοι φίλα γυῖα λέλυνται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ·
Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε· 235
«Ξεῖν᾽, ἐπεὶ οὐκ ἀχάριστα μεθ᾽ ἡμῖν ταῦτ᾽ ἀγορεύεις,
ἀλλ᾽ ἐθέλεις ἀρετὴν σὴν φαινέμεν, ἥ τοι ὀπηδεῖ,
χωόμενος ὅτι σ᾽ οὗτος ἀνὴρ ἐν ἀγῶνι παραστὰς
νείκεσεν, ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔ τις ὄνοιτο
ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν· 240
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα καὶ ἄλλῳ
εἴπῃς ἡρώων, ὅτε κεν σοῖσ᾽ ἐν μεγάροισι
δαινύῃ παρὰ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ καὶ σοῖσι τέκεσσιν,
ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν
Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξέτι πατρῶν. 245
οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν ἀμύμονες οὐδὲ παλαισταί,
ἀλλὰ ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι,
αἰεὶ δ᾽ ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε
εἵματά τ᾽ ἐξημοιβὰ λοετρά τε θερμὰ καὶ εὐναί.
ἀλλ᾽ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, 250
παίσατε, ὥς χ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν,
οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγινόμεθ᾽ ἄλλων
ναυτιλίῃ καὶ ποσσὶ καὶ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ.
Δημοδόκῳ δέ τις αἶψα κιὼν φόρμιγγα λίγειαν
οἰσέτω, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν.» 255
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀλκίνοος θεοείκελος, ὦρτο δὲ κῆρυξ
οἴσων φόρμιγγα γλαφυρὴν δόμου ἐκ βασιλῆος.
αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν
δήμιοι, οἳ κατ᾽ ἀγῶνα ἐῢ πρήσσεσκον ἕκαστα,
λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ᾽ εὔρυναν ἀγῶνα. 260
κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων φόρμιγγα λίγειαν
Δημοδόκῳ· ὁ δ᾽ ἔπειτα κί᾽ ἐς μέσον· ἀμφὶ δὲ κοῦροι
πρωθῆβαι ἵσταντο, δαήμονες ὀρχηθμοῖο,
πέπληγον δὲ χορὸν θεῖον ποσίν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, θαύμαζε δὲ θυμῷ. 265