Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 6 στ. 186-250
Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη του απηλογήθη κι είπε:
«Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε μοιάζει νά ᾽σαι, ξένε·
μα ατός του τ᾽ αγαθά αξεχώριστα μοιράζει στους ανθρώπους,
σε ταπεινούς μαθές και σε άρχοντες, ο ολύμπιος Δίας, ως θέλει.
Αυτά και σένα τώρα σού ᾽δωκεν· υπομονέψου ωστόσο, 190
και μια και φτάνεις πια στο κάστρο μας και στα δικά μας μέρη,
μηδέ αλλαξιά μηδέ άλλο τίποτε θα σου απολείψει, απ᾽ όσα
θέλει ένας ξένος που κακόπαθε και φτάνει αναγκεμένος.
Και να σου δείξω, ως θες, το κάστρο μας, να πω και πώς μας λένε:
Την πόλη οι Φαίακες κι ολοτρόγυρα τη χώρα τούτη ορίζουν, 195
κι εγώ του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου λογιέμαι θυγατέρα·
κι αυτός τους Φαίακες, ρήγας κι άρχοντας, ορίζει κι αφεντεύει.»
Ως είπε αυτά, στις καλοπλέξουδες φωνάζει παρακόρες:
«Βάγιες, σταθείτε! τί μακραίνετε τον άντρα αυτό θωρώντας;
Πως είναι αντίμαχος φαντάζεστε και το κακό μας θέλει; 200
Θνητός που ζει στη γη δε βρίσκεται, δε θα βρεθεί ποτέ του
κανείς, που εδώ θα φτάσει φέρνοντας το χαλασμό στη χώρα
που ζουν οι Φαίακες! Των αθάνατων μας διαφεντεύει η αγάπη.
Κι αλάργα ζούμε εδώ, στης θάλασσας της πολυκυματούσας
την τέλειωση· ποιός άλλος άνθρωπος μπορεί με μας να σμίξει; 205
Μα αυτός ο δόλιος παραδέρνοντας έφτασε εδώ και πρέπει
να του σταθούμε· τι όλοι, και φτωχοί και ξένοι, από το Δία
μάς έρχονται, κι είναι καλόδεχτο το λίγο που θα δώσεις.
Ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο,
και στο ποτάμι μέσα λούστε τον, σε μιαν απάνεμη άκρη.» 210
Είπε, κι αυτές σταθήκαν κι έδιναν κουράγιο η μια στην άλλη.
Μετά τον Οδυσσέα σε απάνεμη καθίσαν άκρη, ως είπε
η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα·
για να ντυθεί μια χλαίνα τού ᾽βαλαν κι ένα χιτώνα δίπλα,
μετά του δώκαν ένα ολόχρυσο ροΐ γεμάτο λάδι, 215
και νά ᾽μπει να λουστεί τον έσπρωχναν στου ποταμού το ρέμα.
Στις βάγιες τότε ο θείος εστράφηκε και μίλησε Οδυσσέας:
«Βάγιες, σταθείτε λίγο ανάμερα, μονάχος να ξεπλύνω
την άρμη πάνω από τους ώμους μου, και να χριστώ με λάδι·
τι πάει καιρός πολύς που απόλειψε το λάδι απ᾽ το κορμί μου. 220
Μα ομπρός σας, όχι, εγώ δε λούζομαι· ντροπή για μένα θά ᾽ταν
να γυμνωθώ σε ομορφοπλέξουδες ανάμεσα παρθένες.»
Είπε, και μόλις κείνες μάκρυναν και τό ᾽παν και στην κόρη,
πήρε ο Οδυσσέας ο θείος και ξέπλενε στον ποταμό την άρμη
πού ᾽χε καθίσει απά στις πλάτες του και στους φαρδιούς τους ώμους· 225
και το κεφάλι από της θάλασσας της άκαρπης την άχνη
καθάριζε· κι ως απολούστηκε και πλούσια λάδι αλείφτη,
τα ρούχα εφόρεσεν, η απάρθενη που τού ᾽χε κόρη δώσει.
Να δείχνει κι η Αθηνά τον έκαμε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του 230
μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
Πώς χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, πού ᾽χει
απ᾽ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει,
κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη ―
όμοια κι εκείνη χάρη τού ᾽χυνε στην κεφαλή, στους ώμους. 235
Έπειτα κίνησε και κάθισε στο ακροθαλάσσι αλάργα,
απ᾽ ομορφιά και χάρη λάμποντας, και θάμπωσε η παρθένα,
κι αυτά στις βάγιες πήρε κι έλεγε τις ομορφομαλλούσες:
«Ακούστε, βάγιες χιονοβράχιονες, το λόγο που σας κρένω·
όλοι μαζί οι θεοί, τον Όλυμπο που ορίζουν, αν δε θέλαν, 240
πώς τους ισόθεους Φαίακες θά ᾽ρχουνταν ο άντρας αυτός να σμίξει;
Αλήθεια, πριν μου φάνηκε άσκημος, μα τώρα που τον βλέπω
μοιάζει θεός, απ᾽ όσους τ᾽ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια.
Νά ᾽μενε, θε μου, εδώ και νά ᾽στεργε στα μέρη μας να ζήσει
και νά ᾽τανε γραφτό της μοίρας μου γυναίκα να με πάρει! 245
Μα ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο.»
Είπε, κι αυτές ακούσαν πρόθυμα την προσταγή της κόρης·
πήραν φαγί, πιοτό, και τά ᾽βαλαν μπροστά στον Οδυσσέα
το θεϊκό, τον πολυβάσανο, που πήρε λιμασμένα
να τρώει, να πίνει, τι είχεν άφαγος πολύν καιρό απομείνει. 250
Τὸν δ᾽ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα·
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
Ζεὺς δ᾽ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν,
ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ·
καί που σοὶ τάδ᾽ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης. 190
νῦν δ᾽, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις,
οὔτ᾽ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾽ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα.
ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν·
Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν, 195
εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
τοῦ δ᾽ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοισι κέλευσε·
«στῆτέ μοι ἀμφίπολοι· πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι;
ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾽ ἔμμεναι ἀνδρῶν; 200
οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται
δηϊοτῆτα φέρων· μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.
οἰκέομεν δ᾽ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος. 205
ἀλλ᾽ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνει,
τὸν νῦν χρὴ κομέειν· πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε.
ἀλλὰ δότ᾽, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε,
λούσατέ τ᾽ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾽ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾽ ἀνέμοιο.» 210
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἔσταν τε καὶ ἀλλήλῃσι κέλευσαν,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆ᾽ εἷσαν ἐπὶ σκέπας, ὡς ἐκέλευσε
Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο
πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἔθηκαν,
δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, 215
ἤνωγον δ᾽ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι.
δή ῥα τότ᾽ ἀμφιπόλοισι μετηύδα δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ἀμφίπολοι, στῆθ᾽ οὕτω ἀπόπροθεν, ὄφρ᾽ ἐγὼ αὐτὸς
ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἀμφὶ δ᾽ ἐλαίῳ
χρίσομαι· ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή. 220
ἄντην δ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ γε λοέσσομαι· αἰδέομαι γὰρ
γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισι μετελθών.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ᾽ ἄρα κούρῃ.
αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς
ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους· 225
ἐκ κεφαλῆς δ᾽ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ᾽ ἄλειψεν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ᾽ ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,
τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος 230
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις. 235
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων· θηεῖτο δὲ κούρη.
δή ῥα τότ᾽ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοισι μετηύδα·
«Κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τι εἴπω.
οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι, 240
Φαιήκεσσ᾽ ὅδ᾽ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισι·
πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ᾽ εἶναι,
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
ἐνθάδε ναιετάων, καί οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν. 245
ἀλλὰ δότ᾽, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ ἔθεσαν βρῶσίν τε πόσιν τε.
ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος. 250