Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 5 στ. 171-227
Αυτά σαν είπε, ο θείος πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
και κράζοντάς την ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Θεά, κάτι άλλο κλώθεις σίγουρα! Το γυρισμό μου; αχ, όχι! ―
που να διαβώ το μέγα πέλαγο σε μια πλωτή με σπρώχνεις,
το φριχτό, τ᾽ άγριο, που ουδ᾽ ισόβαρα καράβια το διαβαίνουν, 175
γοργοπετάμενα, κι ας χαίρουνται του Δία το πρίμο αγέρι.
Δε βάζω σε πλωτή το πόδι μου, χωρίς και συ να θέλεις!
Εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾽ αμόσεις όρκο,
πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε κακό στο νου για μένα.»
Είπε ο Οδυσσέας, κι εκείνη, η αρχόντισσα θεά, με χαμογέλιο 180
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Στην πονηριά δε βρίσκεται άλλος σου, κι ανέμυαλος δεν είσαι!
Κοίτα τί λόγια ανανογήθηκες να ξεστομίσεις τώρα!
Βάζω τη Γη, τα Ουράνια τ᾽ άσωστα, και τα νερά της Στύγας
μαρτύρους βάζω τα κρεμάμενα, που ο πιο μεγάλος όρκος 185
κι ο πιο φριχτός μες στους τρισεύτυχους θεούς λογιέται πάντα,
πως άλλο τίποτα δεν έβαλα στο νου κακό για σένα.
Καλολογιάζω και στοχάζουμαι μαθές αυτό μονάχα,
που και για μένα θ᾽ αποφάσιζα, σε τόση ανάγκη αν ήμουν·
δε θέλω εγώ ποτέ μου το άδικο, και νιώθει ψυχοπόνια 190
μέσα η καρδιά μου, τι από σίδερο δεν είναι καμωμένη.»
Αυτά ειπεν η θεά η πανέμνοστη, και μπήκε ομπρός στο δρόμο
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾽ αχνάρια.
Έτσι η θεά σε λίγο εγύρισε με το θνητό στο σπήλιο·
εκείνος κάθισε στο κάθισμα, πού ᾽χεν ο Ερμής πριν λίγο 195
αφήσει· κι η ξωθιά τού απίθωσε μπροστά τραπέζι πλούσιο,
με ό,τι έχουν οι θνητοί και θρέφονται, να φάει, να πιει μετά της·
κι ατή της απαντίκρυ κάθισε στο θεϊκό Οδυσσέα,
κι αθάνατη θροφή κι αθάνατο κρασί μπροστά τής βάλαν
οι δούλες· τότε εκείνοι στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν· 200
και σύντας τρώγοντας και πίνοντας ευφράθηκαν οι δυο τους,
κινούσε η Καλυψώ, η πανέμνοστη θεά, το λόγο πρώτη:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
έτσι λοιπόν ξανά στο σπίτι σου, στη γη την πατρική σου
τώρα γοργά να πας πεθύμησες; Ας είναι, γεια χαρά σου! 205
Μονάχα αν κάτεχες στα φρένα σου τα βάσανα που η μοίρα
να σύρεις γράφει, πριν τα χώματα τα πατρικά πατήσεις,
εδώ θ᾽ απόμενες, κοιτάζοντας το σπήλιο αυτό μαζί μου,
και θά ᾽σουν από πάνω αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο
να ιδείς το ταίρι σου, που ατέλειωτα σε τυραννά ο καημός του. 210
Θαρρώ από κείνη εγώ χειρότερη στην ελικιά δεν είμαι
κι ουδέ στο ανάριμμα· κι αταίριαστο να παραβγαίνουν θά ᾽ταν
έτσι κι αλλιώς θνητές με αθάνατες στην ελικιά, στην όψη.»
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Οδυσσέας:
«Θεά σεβάσμια, μη μου οργίζεσαι· κι εγώ καλά το ξέρω· 215
αλήθεια, η Πηνελόπη η φρόνιμη δε δύνεται ποτέ της
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου·
τι είναι θνητή, μα εσύ κι αθάνατη κι αγέραστη λογιέσαι.
Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω
να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου. 220
Κι αν τύχει πάλε και με τσάκιζε θεός στο πέλαο μέσα,
βασταγερή καρδιά στα στήθια μου κρατώ και θα βαστάξω.
Πολλά εχω πάθει ως τώρα βάσανα κι έχω πολύ μοχτήσει
και σε πολέμους και σε θάλασσες· ας πάει κι αυτό με τ᾽ άλλα!»
Είπε, κι ωστόσο ο γήλιος έγειρε και πήραν τα σκοτάδια· 225
κι αυτοί στου σπήλιου αποτραβήχτηκαν τα βάθη, να χαρούνε
φιλί κι αγκάλη, και τη νύχτα τους μαζί να την περάσουν.
Ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἄλλο τι δὴ σύ, θεά, τόδε μήδεαι οὐδέ τι πομπήν,
ἥ με κέλεαι σχεδίῃ περάαν μέγα λαῖτμα θαλάσσης,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε· τὸ δ᾽ οὐδ᾽ ἐπὶ νῆες ἐῗσαι 175
ὠκύποροι περόωσιν, ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ.
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼν ἀέκητι σέθεν σχεδίης ἐπιβαίην,
εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων, 180
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾽ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς,
οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.
ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος 185
ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι,
μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.
ἀλλὰ τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ᾽ ἂν ἐμοί περ
αὐτῇ μηδοίμην, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι·
καὶ γὰρ ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, οὐδέ μοι αὐτῇ 190
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ᾽ ἐλεήμων.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἡγήσατο δῖα θεάων
καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
ἷξον δὲ σπεῖος γλαφυρὸν θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ,
καί ῥ᾽ ὁ μὲν ἔνθα καθέζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη 195
Ἑρμείας, νύμφη δ᾽ ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν,
ἔσθειν καὶ πίνειν, οἷα βροτοὶ ἄνδρες ἔδουσιν·
αὐτὴ δ᾽ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο,
τῇ δὲ παρ᾽ ἀμβροσίην δμῳαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. 200
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Καλυψώ, δῖα θεάων·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης. 205
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾽ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἐνθάδε κ᾽ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις
ἀθάνατός τ᾽ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι
σὴν ἄλοχον, τῆς τ᾽ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα. 210
οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικε
θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο· οἶδα καὶ αὐτὸς 215
πάντα μάλ᾽, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια
εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ᾽ εἰσάντα ἰδέσθαι·
ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ᾽ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως.
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα
οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι. 220
εἰ δ᾽ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν·
ἤδη γὰρ μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα
κύμασι καὶ πολέμῳ· μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἠέλιος δ᾽ ἄρ᾽ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν· 225
ἐλθόντες δ᾽ ἄρα τώ γε μυχῷ σπείους γλαφυροῖο
τερπέσθην φιλότητι, παρ᾽ ἀλλήλοισι μένοντες.