Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 3 στ. 201-252
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
κείνος περίκαλα γδικιώθηκε, κι οι Αργίτες τ᾽ όνομά του
θα διαλαλούν, που κι οι μελλούμενοι να τον θυμούνται ανθρώποι.
Νά ᾽ταν οι αθάνατοι να μ᾽ έζωναν με τόση αντρειά και μένα, 205
να πάρω γδικιωμό απ᾽ τους άνομους, αδιάντροπους μνηστήρες,
που δε με λογαριάζουν κι άδικες δουλειές ο νους τους βάζει!
Τύχη οι θεοί για με δεν έκλωσαν παρόμοια ― μήτε εμένα
μήτε του κύρη μου, υποτάζουμαι λοιπόν, κι ας τυραννιέμαι.»
Κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας απηλογιά τού δίνει: 210
«Παιδί μου, μια και τ᾽ αναθίβανες και μου μιλείς για τούτα,
ακούω να λεν πολλοί τη μάνα σου πως τη ζητούν μνηστήρες,
και συφορές μες στο παλάτι σου συγκλώθουν άθελά σου.
Πες μου, το θέλεις κι υποτάζεσαι; γιά μήπως μες στη χώρα,
θεού φωνή ακλουθώντας, όχτρητα για σένα νιώθει ο κόσμος; 215
Μπορεί κι αυτός να ᾽ρθεί, τις άνομες να γδικιωθεί δουλειές τους,
ποιός ξέρει, μοναχός του κάποτε, μπορεί κι οι Αργίτες όλοι.
Νά ᾽ταν αγάπη τόση νά ᾽δειχνε για σένα η Γλαυκομάτα,
καθώς τον ξακουσμένο εγνοιάζουνταν τότε Οδυσσέα στη χώρα
μακριά των Τρώων, εκεί που σέρναμε καημούς οι Αργίτες πλήθος! 220
Θεούς που ν᾽ αγαπούν ξεφάνερα τόσο πολύ, ως εκείνον
παράστεκε η Αθηνά ξεφάνερα, δεν έχω ιδεί ποτέ μου.
Και σένα τόσο τώρα αν γνοιάζουνταν κι αγάπη σού ᾽δειχνε όμοια,
πολλοί θαρρώ από κείνους θά ᾽βγαζαν το γάμο από το νου τους.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει: 225
«Όχι! σωστά δε θά ᾽βγουν, γέροντα, τα λόγια σου, φοβούμαι·
είπες μεγάλο λόγο, σάστισα· καμιά δεν έχω ελπίδα,
ακόμα κι οι θεοί να τό ᾽θελαν, ό,τι είπες πως θα γένει.»
Γυρνώντας η Αθηνά, η γλαυκόματη θεά, του απηλογήθη:
«Ποιός λόγος σού ᾽φυγε, Τηλέμαχε, της δοντωσιάς το φράχτη; 230
Κι από μακριά ο θεός ανέκοπα γλιτώνει τόν που θέλει.
Κάλλιά εχω εγώ περίσσια βάσανα να πάθω, πριν διαγείρω
στο σπίτι μου, τη μέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου,
παρά φτασμένος μπρος στο τζάκι μου να πέσω, σαν του Ατρέα
το γιο, που εχάθη απ᾽ της γυναίκας του και του Αίγιστου το δόλο. 235
Μα αλήθεια απ᾽ τον κοινό το θάνατο μηδέ οι θεοί μπορούνε
έναν θνητό να τον γλιτώσουνε, κι ας τού ᾽χουν όση αγάπη,
σαν θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος και τον ξαπλώσει χάμω.»
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε
«Να μην τα μελετούμε, Μέντορα, κι ας μας πικραίνουν τόσο! 240
Πια δε γυρίζει εκείνος, σίγουρα· τον έχουν παραδώσει
κιόλας οι αθάνατοι στο θάνατο και στου χαμού τη μοίρα.
Μα από το Νέστορα άλλο θά ᾽θελα ν᾽ ακούσω και να μάθω·
τι η μυαλωμένη, δίκια κρίση του το ταίρι της δεν έχει·
ακούω να λένε πως βασίλεψε σε τρεις γενιές ανθρώπων, 245
και μου φαντάζει σαν αθάνατος, καθώς τον αντικρίζω.
Γιε του Νηλέα, τρανέ μου Νέστορα, την πάσα αλήθεια πες μου:
ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, πώς χάθη;
και πού ηταν ο Μενέλαος; ο Αίγιστος ο δολερός ποιόν τάχα
τού ᾽κλωσε θάνατο και σκότωσε πολύ καλύτερό του; 250
Εκείνος μπας κι αλλού παράδερνε και δε βρισκόταν στο Άργος
το αχαϊκό, κι ο άλλος θαρρεύτηκε και τέλεψε το φόνο;»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
καὶ λίην κεῖνος μὲν ἐτίσατο, καί οἱ Ἀχαιοὶ
οἴσουσι κλέος εὐρὺ καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδήν.
αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν, 205
τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς,
οἵ τέ μοι ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.
ἀλλ᾽ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον,
πατρί τ᾽ ἐμῷ καὶ ἐμοί· νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ· 210
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνέμνησας καὶ ἔειπες,
φασὶ μνηστῆρας σῆς μητέρος εἵνεκα πολλοὺς
ἐν μεγάροις ἀέκητι σέθεν κακὰ μηχανάασθαι.
εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ
ἐχθαίρουσ᾽ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ. 215
τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται ἐλθών,
ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών, ἢ καὶ σύμπαντες Ἀχαιοί;
εἰ γάρ σ᾽ ὣς ἐθέλοι φιλέειν γλαυκῶπις Ἀθήνη
ὡς τότ᾽ Ὀδυσσῆος περικήδετο κυδαλίμοιο
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾽ Ἀχαιοί— 220
οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας
ὡς κείνῳ ἀναφανδὰ παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη—
εἴ σ᾽ οὕτως ἐθέλοι φιλέειν κήδοιτό τε θυμῷ,
τῶ κέν τις κείνων γε καὶ ἐκλελάθοιτο γάμοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 225
«ὦ γέρον, οὔ πω τοῦτο ἔπος τελέεσθαι ὀΐω·
λίην γὰρ μέγα εἶπες· ἄγη μ᾽ ἔχει. οὐκ ἂν ἐμοί γε
ἐλπομένῳ τὰ γένοιτ᾽, οὐδ᾽ εἰ θεοὶ ὣς ἐθέλοιεν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Τηλέμαχε, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων. 230
ῥεῖα θεός γ᾽ ἐθέλων καὶ τηλόθεν ἄνδρα σαώσαι.
βουλοίμην δ᾽ ἂν ἐγώ γε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας
οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι,
ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος, ὡς Ἀγαμέμνων
ὤλεθ᾽ ὑπ᾽ Αἰγίσθοιο δόλῳ καὶ ἧς ἀλόχοιο. 235
ἀλλ᾽ ἦ τοι θάνατον μὲν ὁμοίϊον οὐδὲ θεοί περ
καὶ φίλῳ ἀνδρὶ δύνανται ἀλαλκέμεν, ὁππότε κεν δὴ
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Μέντορ, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα κηδόμενοί περ. 240
κείνῳ δ᾽ οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος, ἀλλά οἱ ἤδη
φράσσαντ᾽ ἀθάνατοι θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν.
νῦν δ᾽ ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
Νέστορ᾽, ἐπεὶ περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων·
τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε᾽ ἀνδρῶν, 245
ὥς τέ μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι.
ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, σὺ δ᾽ ἀληθὲς ἐνίσπες·
πῶς ἔθαν᾽ Ἀτρεΐδης εὐρυκρείων Ἀγαμέμνων;
ποῦ Μενέλαος ἔην; τίνα δ᾽ αὐτῷ μήσατ᾽ ὄλεθρον
Αἴγισθος δολόμητις, ἐπεὶ κτάνε πολλὸν ἀρείω; 250
ἦ οὐκ Ἄργεος ἦεν Ἀχαϊκοῦ, ἀλλά πῃ ἄλλῃ
πλάζετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους, ὁ δὲ θαρσήσας κατέπεφνε;»