Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 203-279
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταυρώναν λόγια τότε,
στον μαύρον Άδη κάτω ως βρίσκουνταν, στης γης βαθιά τα σκότη.
Κι οι άλλοι, απ᾽ το κάστρο σαν κατέβηκαν, στο χτήμα του Λαέρτη 205
το καλοδουλεμένο φτάσανε, που κάποτε ο Λαέρτης
ατός του τό ᾽χε με τον πλήθιο του τον ίδρωτα αποχτήσει.
Εκεί κι η κατοικιά του, ολόγυρα ζωσμένη από καλύβες,
νά ᾽χουν να τρώνε και να κάθουνται και να κοιμούνται οι δούλοι,
που είχαν πιαστεί παλιά στον πόλεμο και τώρα του δουλεύαν. 210
Και μια απ᾽ τη Σικελία γερόντισσα τον γνοιάζουνταν με αγάπη
το γέροντα, στο χτήμα ως έμενε, μακριά απ᾽ το κάστρο, πάντα.
Τότε ο Οδυσσέας γυρνώντας μίλησε στο γιο του και στους δούλους:
«Εσείς τραβάτε στο καλόχτιστο να μπείτε μέσα σπίτι,
και σφάχτε για το γιόμα γρήγορα τον πιο παχύ απ᾽ τους χοίρους· 215
κι εγώ θα πάω να βρώ τον κύρη μου, να τόνε δοκιμάσω:
θα καταλάβει και θωρώντας με θα με γνωρίσει τάχα,
γιά δε θα βρεί ποιός είμαι, πού ᾽λειπα στα ξένα τόσα χρόνια;»
Είπε, και τ᾽ άρματα τους έδωκε που εφόρειε του πολέμου·
κι ως τούτοι για το σπίτι εκίνησαν, τραβούσε κι ο Οδυσσέας 220
κατά το χτήμα το πολύκαρπο, να τόνε δοκιμάσει.
Μηδέ κι αντάμωσε, ως κατέβαινε, στον κήπο το Δολίο
γιά από τους δούλους τους επίλοιπους κανέναν γιά απ᾽ τους γιους του·
είχε μαθές κινήσει ο γέροντας, και του ακλουθούσαν οι άλλοι,
πέτρες να μάσουν, ξεροτρόχαλο να φτιάσουν για το χτήμα. 225
Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφό τους κήπο,
κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε· λερός, κακοραμμένος,
κουρελιασμένος ο χιτώνας του· κακοραμμένα εζώναν
πετσιά βοδίσια τ᾽ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ᾽ αγκάθια·
και για τα βάτα ειχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο 230
σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει ο γήλιος.
Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
να τυραννιέται απ᾽ τα γεράματα κι απ᾽ το βαρύ καημό του,
τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω·
κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα 235
να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
να του τα πει, πώς ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
γιά αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντάς τον;
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζονταν, το πιο καλό πως είναι,
να τον αγγίξει με τα λόγια του και να τον δοκιμάσει. 240
Με τέτοιους λογισμούς προχώρησε στον κύρη του ο Οδυσσέας,
κι ως τούτος το δεντράκι εσκάλιζε με κεφαλή σκυμμένη,
ήρθε κοντά του ο γιος του ο ασύγκριτος κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Δε δείχνεις, γέροντά μου, αμάθητος να καλουργάς περβόλι·
όλα τα γνοιάζεσαι περίκαλα, κι απ᾽ τις βραγιές, τα φύτρα, 245
απ᾽ τις συκιές, από τα λιόδεντρα, τις αχλαδιές, το αμπέλι
η έγνοια η δικιά σου δεν απόλειψε στο χτήμα τούτο μέσα.
Όμως κάτι άλλο εγώ θα σού ᾽λεγα και μην κακοκαρδίσεις:
Τον ίδιο εσένα ποιός τον γνοιάζεται; τα γερατιά σε δέρνουν
βαριά, και τριγυρίζεις άλουστος και κακοφορεμένος! 250
Απρόκοπος δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει·
μα ουδέ και σκλάβος απ᾽ το ανάριμμα κι από την όψη δείχνεις,
όταν σε δει κανένας· πιότερο μαθές με ρήγα μοιάζεις ―
με ρήγα μοιάζεις, που σα λούστηκε κι απόφαγε, σε στρώμα
να κοιμηθεί γλυκά θα ταίριαζε· τι αυτά στο γέρο πρέπουν. 255
Μόν᾽ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
Ποιός είναι ο αφέντης που το χτήμα του δουλεύεις; πώς τον λένε;
Σε τούτο ακόμα δώσ᾽ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω,
αν είναι η Ιθάκη αυτή που φτάσαμε, καθώς πιο κει, πριν λίγο,
μου τό ᾽πε κάποιος που ανταμώθηκα μαζί του, εδώ ως ερχόμουν. 260
Ξυπνός περίσσια δε μου φάνηκε, τι υπομονή δεν είχε
να μου μιλήσει και τα λόγια μου ν᾽ ακούσει· τον ρωτούσα
αν είναι ζωντανός ο φίλος μου και βρίσκεται στον κόσμο,
γιά εχει πεθάνει πια και βρίσκεται στον άραχλο τον Άδη·
τι αυτό σού λέω, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου: 265
Κάποτε κάποιον φιλοκόνεψα στη γη την πατρική μου,
στο αρχοντικό μας· λέω δε βρέθηκε ξενομερίτης άλλος
να μπεί στο σπίτι μου και πιότερην αγάπη να του δείξω.
Απ᾽ την Ιθάκη εκείνος πέτουνταν πως η γενιά του σέρνει,
και τον υγιό του Αρκείσιου κύρη του πως έχει, το Λαέρτη. 270
Εγώ στο σπίτι μου τον έφερα να τον καλοσκαμνίσω,
κι απ᾽ τα πολλά κει μέσα πού ᾽κρυβα τον φίλεψα με αγάπη,
και δώρα της φιλιάς τού χάρισα, σε ξένους ως ταιριάζει·
τάλαντα εφτά χρυσάφι τού ᾽δωκα με τέχνη δουλεμένο,
κι ένα ― καθάριο ασήμι ― ανθόπλουμο του χάρισα κροντήρι, 275
κάπες μονές ακόμα δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα,
και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους·
και χώρια σκλάβες, σε αψεγάδιαστες δουλειές τρανές τεχνίτρες,
όμορφες, τέσσερεις, μονάχος του να τις διαλέξει, ως θέλει.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἑσταότ᾽ εἰν Ἀΐδαο δόμοις, ὑπὸ κεύθεσι γαίης·
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἐκ πόλιος κατέβαν, τάχα δ᾽ ἀγρὸν ἵκοντο 205
καλὸν Λαέρταο τετυγμένον, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
Λαέρτης κτεάτισσεν, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾽ ἐμόγησεν.
ἔνθα οἱ οἶκος ἔην, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ,
ἐν τῷ σιτέσκοντο καὶ ἵζανον ἠδὲ ἴαυον
δμῶες ἀναγκαῖοι, τοί οἱ φίλα ἐργάζοντο. 210
ἐν δὲ γυνὴ Σικελὴ γρηῢς πέλεν, ἥ ῥα γέροντα
ἐνδυκέως κομέεσκεν ἐπ᾽ ἀγροῦ, νόσφι πόληος.
ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς δμώεσσι καὶ υἱέϊ μῦθον ἔειπεν·
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἔλθετ᾽ ἐϋκτίμενον δόμον εἴσω,
δεῖπνον δ᾽ αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅς τις ἄριστος· 215
αὐτὰρ ἐγὼ πατρὸς πειρήσομαι ἡμετέροιο,
αἴ κέ μ᾽ ἐπιγνώῃ καὶ φράσσεται ὀφθαλμοῖσιν,
ἦέ κεν ἀγνοιῇσι πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἐόντα.»
Ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἀρήϊα τεύχε᾽ ἔδωκεν.
οἱ μὲν ἔπειτα δόμονδε θοῶς κίον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς 220
ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλῳῆς πειρητίζων.
οὐδ᾽ εὗρεν Δολίον, μέγαν ὄρχατον ἐσκαταβαίνων,
οὐδέ τινα δμώων οὐδ᾽ υἱῶν· ἀλλ᾽ ἄρα τοί γε
αἱμασιὰς λέξοντες ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος
οἴχοντ᾽, αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε. 225
τὸν δ᾽ οἶον πατέρ᾽ εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλῳῇ,
λιστρεύοντα φυτόν· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα
ῥαπτὸν ἀεικέλιον, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας
κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων,
χειρῖδάς τ᾽ ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ᾽· αὐτὰρ ὕπερθεν 230
αἰγείην κυνέην κεφαλῇ ἔχε, πένθος ἀέξων.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
γήραϊ τειρόμενον, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
στὰς ἄρ᾽ ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην κατὰ δάκρυον εἶβε.
μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν 235
κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρ᾽, ἠδὲ ἕκαστα
εἰπεῖν, ὡς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
ἦ πρῶτ᾽ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
πρῶτον κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι. 240
τὰ φρονέων ἰθὺς κίεν αὐτοῦ δῖος Ὀδυσσεύς.
ἦ τοι ὁ μὲν κατέχων κεφαλὴν φυτὸν ἀμφελάχαινε·
τὸν δὲ παριστάμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός·
«ὦ γέρον, οὐκ ἀδαημονίη σ᾽ ἔχει ἀμφιπολεύειν
ὄρχατον, ἀλλ᾽ εὖ τοι κομιδὴ ἔχει, οὐδέ τι πάμπαν, 245
οὐ φυτόν, οὐ συκέη, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη,
οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ·
αὐτόν σ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾽ ἅμα γῆρας
λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι. 250
οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ᾽ οὔ σε κομίζει,
οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι
εἶδος καὶ μέγεθος· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικας.
τοιούτῳ δὲ ἔοικας, ἐπεὶ λούσαιτο φάγοι τε,
εὑδέμεναι μαλακῶς· ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων. 255
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
τεῦ δμώς εἰς ἀνδρῶν; τεῦ δ᾽ ὄρχατον ἀμφιπολεύεις;
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ,
εἰ ἐτεόν γ᾽ Ἰθάκην τήνδ᾽ ἱκόμεθ᾽, ὥς μοι ἔειπεν
οὗτος ἀνὴρ νῦν δὴ ξυμβλήμενος ἐνθάδ᾽ ἰόντι, 260
οὔ τι μάλ᾽ ἀρτίφρων, ἐπεὶ οὐ τόλμησεν ἕκαστα
εἰπεῖν ἠδ᾽ ἐπακοῦσαι ἐμὸν ἔπος, ὡς ἐρέεινον
ἀμφὶ ξείνῳ ἐμῷ, ἤ που ζώει τε καὶ ἔστιν,
ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον· 265
ἄνδρα ποτ᾽ ἐξείνισσα φίλῃ ἐν πατρίδι γαίῃ
ἡμέτερόνδ᾽ ἐλθόντα, καὶ οὔ πώ τις βροτὸς ἄλλος
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα·
εὔχετο δ᾽ ἐξ Ἰθάκης γένος ἔμμεναι, αὐτὰρ ἔφασκε
Λαέρτην Ἀρκεισιάδην πατέρ᾽ ἔμμεναι αὐτῷ. 270
τὸν μὲν ἐγὼ πρὸς δώματ᾽ ἄγων ἐῢ ἐξείνισσα,
ἐνδυκέως φιλέων, πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων,
καί οἱ δῶρα πόρον ξεινήϊα, οἷα ἐῴκει.
χρυσοῦ μέν οἱ δῶκ᾽ εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα,
δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον ἀνθεμόεντα, 275
δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας,
τόσσα δὲ φάρεα καλά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας,
χωρὶς δ᾽ αὖτε γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας
τέσσαρας εἰδαλίμας, ἃς ἤθελεν αὐτὸς ἑλέσθαι.»