Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 23 στ. 181-255
Αυτά ειπε εκείνη δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
Ποιός το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης νά ᾽ταν,
και πάλε θα του ᾽ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε, 185
αν ήθελε, να ᾽ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
Μα απ᾽ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του· το τορνευτό κλινάρι
τρανό σημάδι κρύβει· τό ᾽φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρό μας, 190
ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη·
κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στέρια,
έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα, 195
και τον κορμό απ᾽ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντάς τον,
κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντάς το,
και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι· 200
τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾽ την πορφύρα αστράφταν.
Το μυστικό σού το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, γιά κανένας
το λιόδεντρο απ᾽ τη ρίζα τού ᾽κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
Αυτά ειπε, κι εκεινής τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά της, 205
τ᾽ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα·
και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρω
στου αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και τού ᾽πε:
«Μη μου κακιώνεις! Σε όλα τό ᾽δειξες το πιο ξυπνό πως έχεις
μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μάς δώκαν, 210
που ζούλεψαν και δε μας άφηκαν τη νιότη να χαρούμε
ο ένας του αλλού και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.
Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιάς μαζί μου,
που μόλις σ᾽ είδα, την αγάπη μου δε σού ᾽δειξα σαν τώρα·
ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει, 215
μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει·
τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρείς στον κόσμο.
Κι η Ελένη η αργίτισσα δε θά ᾽σμιγε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
μ᾽ έναν αλλόξενο, στην κλίνη του για να χαρεί τον πόθο,
αν κάτεχε πως πίσω σπίτι της μια μέρα θα τη φέρναν 220
οι γιοι των Αχαιών οι αντρόκαρδοι στην πατρική της χώρα.
Όμως θεά σ᾽ αυτές τις άπρεπες δουλειές την είχε σπρώξει·
πιο πριν μαθές δεν της δυνάστευε τα φρένα τούτη η τύφλα
η ξορκισμένη, οπούθε κίνησαν και τα δικά μας πάθη.
Μα τώρα που έτσι κατακάθαρα μου τά ᾽πες τα σημάδια 225
της κλίνης μας, που δεν τα κάτεχε κανείς στον κόσμον άλλος
ξον από μας τους δυο, το αντρόγενο, και μια μονάχα βάγια,
την Αχτορίδα, που απ᾽ τον κύρη μου, για δω ως κινούσα, πήρα,
και που στης στέριας μας της κάμαρας παράστεκε την πόρτα,
τώρα με πείθεις, όσο αλύγιστη καρδιά κι αν κρύβω εντός μου!» 230
Είπε, κι ακόμα πιο του ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,
την ακριβή, πιστή γυναίκα του στην αγκαλιά ως κρατούσε.
Πώς χαίρουνται στεριά αντικρίζοντας στη θάλασσα όσοι πλέκουν,
τι ο Ποσειδώνας το καλόφτιαστο τους τσάκισε καράβι,
που το βασάνισαν τα κύματα τα φοβερά κι οι ανέμοι, 235
και λίγοι απ᾽ την ψαριά τη θάλασσα γλιτώνουν κολυμπώντας,
να βγούν στο ακρόγιαλο, κι απάνω τους πολλή εχει πήξει αρμύρα,
κι όπως στεριά πατούνε, χαίρουνται, που το χαμό ξεφύγαν ―
όμοια κι εκείνη αναντρανίζοντας το ταίρι της χαιρόταν,
κι ουδ᾽ έλεγε να βγάλει τ᾽ άσπρα της βραχιόνια απ᾽ το λαιμό του. 240
Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δε στοχαζόταν άλλα:
Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,
και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,
κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμπο 245
και το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν.
Κι είπε ο πολύβουλος στο ταίρι του γυρνώντας Οδυσσέας:
«Γυναίκα, αλήθεια, δεν ετέλεψαν οι μόχτοι μου όλοι ακόμα,
μόν᾽ κι άλλα βάσανα αλογάριαστα με καρτερούν ξοπίσω,
τρανά κι ασήκωτα· δε γίνεται να τα ξεφύγω ως τέλος. 250
Αυτά η ψυχή μού τα προφήτεψε του Τειρεσία, τη μέρα
στον Κάτω Κόσμο που κατέβηκα, γυρεύοντας το δρόμο
του γυρισμού για τους συντρόφους μου και για τον ίδιο εμένα.
Μόν᾽ έλα, πάμε πια να γείρουμε, γυναίκα, στο κλινάρι,
για να φραθούμε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.» 255
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη πόσιος πειρωμένη· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὀχθήσας ἄλοχον προσεφώνεε κεδνὰ ἰδυῖαν·
«ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες.
τίς δέ μοι ἄλλοσε θῆκε λέχος; χαλεπὸν δέ κεν εἴη
καὶ μάλ᾽ ἐπισταμένῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν 185
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ.
ἀνδρῶν δ᾽ οὔ κέν τις ζωὸς βροτός, οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν,
ῥεῖα μετοχλίσσειεν, ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται
ἐν λέχει ἀσκητῷ· τὸ δ᾽ ἐγὼ κάμον οὐδέ τις ἄλλος.
θάμνος ἔφυ τανύφυλλος ἐλαίης ἕρκεος ἐντός, 190
ἀκμηνὸς θαλέθων· πάχετος δ᾽ ἦν ἠΰτε κίων.
τῷ δ᾽ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ᾽ ἐτέλεσσα,
πυκνῇσιν λιθάδεσσι, καὶ εὖ καθύπερθεν ἔρεψα,
κολλητὰς δ᾽ ἐπέθηκα θύρας, πυκινῶς ἀραρυίας.
καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης, 195
κορμὸν δ᾽ ἐκ ῥίζης προταμὼν ἀμφέξεσα χαλκῷ
εὖ καὶ ἐπισταμένως, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνα,
ἑρμῖν᾽ ἀσκήσας, τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ.
ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον, ὄφρ᾽ ἐτέλεσσα,
δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ᾽ ἐλέφαντι· 200
ἐν δ᾽ ἐτάνυσσ᾽ ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν.
οὕτω τοι τόδε σῆμα πιφαύσκομαι· οὐδέ τι οἶδα,
ἤ μοι ἔτ᾽ ἔμπεδόν ἐστι, γύναι, λέχος, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλοσε θῆκε, ταμὼν ὕπο πυθμέν᾽ ἐλαίης.»
Ὣς φάτο, τῆς δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, 205
σήματ᾽ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾽ Ὀδυσσεύς·
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἰθὺς δράμεν, ἀμφὶ δὲ χεῖρας
δειρῇ βάλλ᾽ Ὀδυσῆϊ, κάρη δ᾽ ἔκυσ᾽ ἠδὲ προσηύδα·
«μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ, ἐπεὶ τά περ ἄλλα μάλιστα
ἀνθρώπων πέπνυσο· θεοὶ δ᾽ ὤπαζον ὀϊζύν, 210
οἳ νῶϊν ἀγάσαντο παρ᾽ ἀλλήλοισι μένοντε
ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι.
αὐτὰρ μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα,
οὕνεκά σ᾽ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ ἴδον, ὧδ᾽ ἀγάπησα.
αἰεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν 215
ἐρρίγει μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτ᾽ ἔπεσσιν
ἐλθών· πολλοὶ γὰρ κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν.
οὐδέ κεν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
ἀνδρὶ παρ᾽ ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ,
εἰ ᾔδη ὅ μιν αὖτις ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν 220
ἀξέμεναι οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἔμελλον.
τὴν δ᾽ ἦ τοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές·
τὴν δ᾽ ἄτην οὐ πρόσθεν ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ
λυγρήν, ἐξ ἧς πρῶτα καὶ ἡμέας ἵκετο πένθος.
νῦν δ᾽, ἐπεὶ ἤδη σήματ᾽ ἀριφραδέα κατέλεξας 225
εὐνῆς ἡμετέρης, τὴν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει,
ἀλλ᾽ οἶοι σύ τ᾽ ἐγώ τε καὶ ἀμφίπολος μία μούνη,
Ἀκτορίς, ἥν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,
ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας πυκινοῦ θαλάμοιο,
πείθεις δή μευ θυμόν, ἀπηνέα περ μάλ᾽ ἐόντα.» 230
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο·
κλαῖε δ᾽ ἔχων ἄλοχον θυμαρέα, κεδνὰ ἰδυῖαν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀσπάσιος γῆ νηχομένοισι φανήῃ,
ὧν τε Ποσειδάων εὐεργέα νῆ᾽ ἐνὶ πόντῳ
ῥαίσῃ, ἐπειγομένην ἀνέμῳ καὶ κύματι πηγῷ· 235
παῦροι δ᾽ ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε
νηχόμενοι, πολλὴ δὲ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη,
ἀσπάσιοι δ᾽ ἐπέβαν γαίης, κακότητα φυγόντες·
ὣς ἄρα τῇ ἀσπαστὸς ἔην πόσις εἰσοροώσῃ,
δειρῆς δ᾽ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ. 240
καί νύ κ᾽ ὀδυρομένοισι φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Ἠῶ δ᾽ αὖτε
ῥύσατ᾽ ἐπ᾽ Ὠκεανῷ χρυσόθρονον οὐδ᾽ ἔα ἵππους
ζεύγνυσθ᾽ ὠκύποδας, φάος ἀνθρώποισι φέροντας, 245
Λάμπον καὶ Φαέθονθ᾽, οἵ τ᾽ Ἠῶ πῶλοι ἄγουσι.
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἣν ἄλοχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι, οὐ γάρ πω πάντων ἐπὶ πείρατ᾽ ἀέθλων
ἤλθομεν, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ὄπισθεν ἀμέτρητος πόνος ἔσται,
πολλὸς καὶ χαλεπός, τὸν ἐμὲ χρὴ πάντα τελέσσαι. 250
ὣς γάρ μοι ψυχὴ μαντεύσατο Τειρεσίαο
ἤματι τῷ ὅτε δὴ κατέβην δόμον Ἄϊδος εἴσω,
νόστον ἑταίροισιν διζήμενος ἠδ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ.
ἀλλ᾽ ἔρχευ, λέκτρονδ᾽ ἴομεν, γύναι, ὄφρα καὶ ἤδη
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντε.» 255