Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 178-240
Είπε, κι αυτοί γρικώντας σύγκλιναν στο λόγο του, κι ως ήρθαν,
μέσα στην κάμαρα τον πέτυχαν, όμως ανένιωστά του·
κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾽ άρματα στης κάμαρας το βάθος, 180
στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι·
και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη,
με τό ᾽να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος,
στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας,
που το φορούσεν ο αντροδύναμος στα νιάτα του Λαέρτης, 185
μα τώρα πεταμένο κείτουνταν, με τις ραφές λυμένες ―
χιμίξαν πάνω του, τον άρπαξαν κι απ᾽ τα μαλλιά τον σύραν
μέσα ξανά, στη γη τον έριξαν τον πολυπικραμένο,
και με άγριο δέσιμο τον έδεσαν, τα χέρια και τα πόδια
σφιχτά σφιχτά ξοπίσω στρίβοντας, ως ήταν του Οδυσσέα, 190
του αρχοντικού, του πολυβάσανου γιου του Λαέρτη, η διάτα,
και με πλεχτή τριχιά τον έζωσαν, κι από την άλλην άκρη
ως τα δοκάρια τον ανάσυραν στην αψηλή κολόνα.
Φώναξες τότε αναγελώντας τον, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες:
«Μια χαρά λέω τη νύχτα ολάκερη, Μελάνθιε, θα περάσεις 195
σε κλίνη μαλακιά πλαγιάζοντας, καθώς και σου ταιριάζει!
Κι η πουρνογέννητη, χρυσόθρονη σα φτάσει Αυγή απ᾽ το ρέμα
του Ωκεανού, θα σέ ᾽βρει ξάγρυπνο, την ώρα που τις γίδες
πηγαίνεις στους μνηστήρες, νά ᾽χουνε να τρων στο αρχοντικό μας.»
Έτσι τον άφηκαν, ανέσπλαχνα δεμένο, κρεμασμένο, 200
κι αυτοί αρματώθηκαν, και κλείνοντας τη στραφταλούσα πόρτα
κινήσαν κι ήρθαν στο δολόπλοκο, τον αντρειανό Οδυσσέα.
Εκεί φωτιά γεμάτοι εστέκουνταν αντίκρυ ― στο κατώφλι
οι τέσσερείς τους, και στην κάμαρα πολλοί κι αρχοντεμένοι.
Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη, 205
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αυτά μιλώντας είπε:
«Βόηθα μας, Μέντορα, στον κίντυνο! Τον ακριβό σου ακράνη,
το συνομήλικο, που σού ᾽καμα πολλά καλά, θυμήσου!»
Αυτά ειπε, κι ας ψυχανεμίζουνταν την Αθηνά Παλλάδα. 210
Μα κι οι μνηστήρες τής εφώναζαν στο αρχονταρίκι μέσα·
κι ο Αγέλαος πρώτος τη φοβέρισεν, ο γιος του Δαμαστόρου:
«Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα,
ν᾽ ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις!
Άκου τί λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει: 215
Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα,
θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα
τέτοιες δουλειές· με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα.
Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου,
ό,τι στα ξώμερα σου βρίσκεται κι ό,τι στο σπίτι μέσα, 220
με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε· και μες στο αρχοντικό σου
να ζουν οι γιοι σου δε θ᾽ αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες
να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης.»
Είπε, και της Παλλάδας σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα,
και λόγια αγκιδωμένα πέταξε στον Οδυσσέα γυρνώντας: 225
«Δεν έχεις πια, Οδυσσέα, τη δύναμη μηδέ και το κουράγιο,
σαν τότε που τους Τρώες αδιάκοπα χρόνους εννιά πολέμας
για την Ελένη την αρχόντισσα, τη χιονοβραχιονάτη,
κι άντρες στην άγρια μάχη εσκότωνες πολλούς, κι ήταν δικιά σου
βουλή, το κάστρο το πλατύδρομο που επάρθη του Πριάμου. 230
Τώρα στο σπίτι σου, στα πλούτη σου φτασμένος τί θρηνιέσαι
μπρος στους μνηστήρες; Δεν μπιστεύεσαι στην αντριγιά σου τάχα;
Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώρειε τί θα κάμω,
για να κατέχεις πώς ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, τις χάρες
που τού ᾽χουν κάμει στους αντίμαχους μπροστά τις ξεπλερώνει!» 235
Αυτά ειπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα,
τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρειά η Παλλάδα
και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του.
Γι᾽ αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο
δοκάρι της σκεπής πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω. 240
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
βὰν δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα.
ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε᾽ ἐρεύνα, 180
τὼ δ᾽ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε,
εὖθ᾽ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ,
Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε· 185
δὴ τότε γ᾽ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δ᾽ ἐλέλυντο ἱμάντων·
τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξανθ᾽ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω
κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ,
σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ
εὖ μάλ᾽ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν 190
υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον᾽ ἀν᾽ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, 195
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν·
οὐδὲ σέ γ᾽ ἠριγένεια παρ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων
λήσει ἀνερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ᾽ ἀγινεῖς
αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.»
Ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ· 200
τὼ δ᾽ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν,
βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην.
ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ᾽ οὐδοῦ
τέσσαρες, οἱ δ᾽ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί.
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη, 205
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
τὴν δ᾽ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε·
«Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ᾽ ἐτάροιο φίλοιο,
ὅς σ᾽ ἀγαθὰ ῥέζεσκον· ὁμηλικίη δέ μοί ἐσσι.»
Ὣς φάτ᾽, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν᾽ Ἀθήνην. 210
μνηστῆρες δ᾽ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι.
πρῶτος τήν γ᾽ ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος·
«Μέντορ, μή σ᾽ ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς
μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ.
ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀΐω· 215
ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ᾽ ἠδὲ καὶ υἱόν,
ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς
ἔρδειν ἐν μεγάροις· σῷ δ᾽ αὐτοῦ κράατι τίσεις.
αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ,
κτήμαθ᾽ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾽ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, 220
τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν· οὐδέ τοι υἷας
ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδὲ θύγατρας
οὐδ᾽ ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.»
Ὣς φάτ᾽, Ἀθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
νείκεσσεν δ᾽ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν· 225
«οὐκέτι σοί γ᾽, Ὀδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή,
οἵη ὅτ᾽ ἀμφ᾽ Ἑλένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ
εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί,
πολλοὺς δ᾽ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,
σῇ δ᾽ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια. 230
πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν γε δόμον καὶ κτήμαθ᾽ ἱκάνεις,
ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι;
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾽ ἔμ᾽ ἵσταο καὶ ἴδε ἔργον,
ὄφρα ἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσι
Μέντωρ Ἀλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.» 235
Ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην,
ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν
ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ᾽ υἱοῦ κυδαλίμοιο.
αὐτὴ δ᾽ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον
ἕζετ᾽ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην. 240