Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 185-246
Σε λίγο κι ο Φιλοίτιος έφτασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος, 185
γίδες παχιές και στέρφα φέρνοντας γελάδα στους μνηστήρες.
Απ᾽ τη στεριά οι περαματάρηδες τους είχαν φέρει αντίκρυ,
που συνεβγάζουν όποιον άνθρωπο στο πέραμά τους φτάσει.
Τα ζωντανά μπροστά στο αχόλαλο καλόδεσε χαγιάτι,
κι αυτός τον Εύμαιο κοντοζύγωσε και τον ρωτούσε κι είπε: 190
«Ποιός νά ᾽ναι τάχα ο ξένος πού ᾽φτασε, χοιροβοσκέ, ο καινούργιος
στο σπίτι μας εδώ; Ποιά πέτεται δικολογιά πως έχει;
Η γης η πατρική κι η φύτρα του πού βρίσκουνται στον κόσμο;
Ο δύστυχος! Με τέτοιο ανάριμμα ρηγάρχης πρέπει νά ᾽ναι.
Ο άνθρωπος όμως που παράδειρε, και βασιλιάς αν είναι, 195
καημούς σαν τού ᾽κλωσαν οι αθάνατοι, στις ξενιτιές ρημάζει!»
Αυτά ειπε, και τον καλωσόρισε με το δεξιό του χέρι
σιμώνοντάς τον, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
στα χρόνια που θα ᾽ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα. 200
Πατέρα Δία, θεός πιο αλύπητος άλλος κανείς δεν είναι!
Καν τους ανθρώπους δε σπλαχνίζεσαι που σέρνουν από σένα,
μόνο τους ρίχνεις σ᾽ άγρια βάσανα και σε βαριά τυράννια.
Ιδρώτας μ᾽ έκοψε θωρώντας τον, μου δάκρυσαν τα μάτια,
τον Οδυσσέα καθώς μου θύμισε· κι εκείνος λέω παρόμοια 205
κουρέλια θά ᾽χει παραδέρνοντας στης γης τα πλάτη ολούθε,
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ηλιού το φως ακόμα.
Μα αν ο Οδυσσέας ο άψεγος πέθανε κι είναι στον Άδη κάτω,
αλί σε μένα που τον έχασα! τι αυτός μικρόν ακόμα
να πιστατώ στα βόδια μ᾽ έβαλε, στη γη των Κεφαλλήνων. 210
Τώρα οι γελάδες του πια χίλιασαν ― σα στάχια· να βγοδώνουν
τα φαρδιοκούτελα γελάδια του κανείς δεν είδε τόσο.
Μα ανθρώποι ξένοι με προστάζουνε να τους τα φέρνω, νά ᾽χουν
να τρων αυτοί, και μες στο σπίτι του το γιο του δεν ψηφάνε,
και δίχως των θεών την όργητα να τρέμουν, λογαριάζουν 215
να μοιραστούν το βιος του ρήγα μου, που χρόνισε στα ξένα.
Και μένα ο νους γυρίζει αδιάκοπα και κυκλοφέρνει πάντα
στη σκέψη αυτή: με τις γελάδες μου να φύγω σ᾽ άλλους τόπους,
σε ανθρώπους ξένους; τέτοιο φέρσιμο κακό ᾽ναι, τι έχει μείνει
ξοπίσω ο γιος του, μα χειρότερο δω πέρα να κρατιέμαι 220
και για γελάδια που άλλοι χαίρουνται να τυραννιέμαι τόσο.
Από καιρό φευγάτος θά ᾽μουνα, να βρώ κι εγώ αποκούμπι
σε κάποιον άλλο ρήγα πέρφανο, τι αυτά πια δε βαστιούνται·
μα συλλογιέμαι αυτόν τον άμοιρο, μπας και φανεί από κάπου
και διασκορπίσει απ᾽ το παλάτι του τους αντρειανούς μνηστήρες.» 225
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε φαίνεσαι, βουκόλε·
το βλέπω τώρα και μονάχος μου πως είσαι μυαλωμένος.
Μα άκου τα λόγια μου, που απάνω τους όρκο τρανό θα ομόσω:
Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα 230
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο·
τον Οδυσσέα θα ιδείς στο σπίτι του, πριν φύγεις, να διαγέρνει,
και τους μνηστήρες με τα μάτια σου, σα θέλεις, θ᾽ αντικρίσεις
μες στο παλάτι να σκοτώνουνται, που τώρα το αφεντεύουν.»
Κι ο αγελαδάρης τότε μίλησε και του αποκρίθη κι είπε: 235
«Ξένε, σωστό το λόγο σου άμποτε να βγάλει ο γιος του Κρόνου·
τη δύναμή μου τότε θά ᾽βλεπες και πώς με ακούν τα χέρια!»
Παρόμοια κι ο Εύμαιος τους αθάνατους ανακαλιόταν όλους,
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να ιδεί να φτάνει τέλος.
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι, κι ίδιαν ώρα 240
το φόνο εκλώθαν του Τηλέμαχου και το χαμό οι μνηστήρες.
Ξάφνου σημάδι απ᾽ όρνιο πρόβαλεν απ᾽ το ζερβί τους χέρι,
αϊτός αψηλοπέτης, πού ᾽σφιγγε στα νύχια περιστέρα.
Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος αναμεσό τους κι είπε:
«Φίλοι μου, αυτό στο νου που βάλαμε καλό δεν παίρνει δρόμο, 245
λέω του Τηλέμαχου το θάνατο· καιρός να φάμε ωστόσο!»
Τοῖσι δ᾽ ἐπὶ τρίτος ἦλθε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν, 185
βοῦν στεῖραν μνηστῆρσιν ἄγων καὶ πίονας αἶγας.
πορθμῆες δ᾽ ἄρα τούς γε διήγαγον, οἵ τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέδησεν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐρέεινε συβώτην ἄγχι παραστάς· 190
«τίς δὴ ὅδε ξεῖνος νέον εἰλήλουθε, συβῶτα,
ἡμέτερον πρὸς δῶμα; τέων δ᾽ ἒξ εὔχεται εἶναι
ἀνδρῶν; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα;
δύσμορος, ἦ τε ἔοικε δέμας βασιλῆϊ ἄνακτι·
ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους, 195
ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
Ἦ καὶ δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
ὄλβος· ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι. 200
Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος·
οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός,
μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν.
ἴδιον, ὡς ἐνόησα, δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε
μνησαμένῳ Ὀδυσῆος, ἐπεὶ καὶ κεῖνον ὀΐω 205
τοιάδε λαίφε᾽ ἔχοντα κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
εἰ δ᾽ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν,
ὤ μοι ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾽ ἐπὶ βουσὶν
εἷσ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ. 210
νῦν δ᾽ αἱ μὲν γίγνονται ἀθέσφατοι, οὐδέ κεν ἄλλως
ἀνδρί γ᾽ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος εὐρυμετώπων·
τὰς δ᾽ ἄλλοι με κέλονται ἀγινέμεναί σφίσιν αὐτοῖς
ἔδμεναι· οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν,
οὐδ᾽ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν· μεμάασι γὰρ ἤδη 215
κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος.
αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
πόλλ᾽ ἐπιδινεῖται· μάλα μὲν κακὸν υἷος ἐόντος
ἄλλων δῆμον ἱκέσθαι ἰόντ᾽ αὐτῇσι βόεσσιν,
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς· τὸ δὲ ῥίγιον αὖθι μένοντα 220
βουσὶν ἐπ᾽ ἀλλοτρίῃσι καθήμενον ἄλγεα πάσχειν.
καί κεν δὴ πάλαι ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην φεύγων, ἐπεὶ οὐκέτ᾽ ἀνεκτὰ πέλονται·
ἀλλ᾽ ἔτι τὸν δύστηνον ὀΐομαι, εἴ ποθεν ἐλθὼν
ἀνδρῶν μνηστήρων σκέδασιν κατὰ δώματα θείη.» 225
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«βουκόλ᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει,
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα, 230
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾽ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾽ Ὀδυσσεύς·
σοῖσιν δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ· 235
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τελέσειε Κρονίων·
γνοίης χ᾽ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»
Ὣς δ᾽ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, 240
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ἤρτυον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις,
αἰετὸς ὑψιπέτης, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ φίλοι, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή, 245
Τηλεμάχοιο φόνος· ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός.»