Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 208-266
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Ευρύμαχε και σεις επίλοιποι περίλαμπροι μνηστήρες,
δεν πέφτω πια γι᾽ αυτά στα πόδια σας κι ουδέ τα κουβεντιάζω, 210
απ᾽ τη στιγμή οι θεοί που τ᾽ άκουσαν και τούτοι οι Αργίτες όλοι.
Μόνο καράβι τώρα κι είκοσι συντρόφους δώσετέ μου,
για να με παν μακριά αρμενίζοντας και πίσω να με φέρουν·
στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
να μάθω αν θα διαγείρει ο κύρης μου, που τόσα χρόνια λείπει· 215
μήπως βρεθεί κανένας άνθρωπος και ξέρει, γιά κι ακούσω
λόγο απ᾽ το Δία, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον κόσμο.
Αν τώρα μάθω για τον κύρη μου πως ζει και θα διαγείρει,
θα κάνω υπομονή, κι ας θλίβουμαι, κανένα χρόνο ακόμα.
Όμως αν μάθω πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει, 220
τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής μου
μνημούρι θα του ασκώσω και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
θα του προσφέρω, και τη μάνα μου θα δώσω σε άλλον άντρα.»
Είπε, κι ως κάθισεν, ο Μέντορας, που του άψεγου Οδυσσέα
σύντροφος ήταν συνομήλικος, σηκώθηκε μπροστά τους· 225
εκείνος φεύγοντας το σπίτι του τού το μπιστεύτηκε όλο,
ν᾽ ακούει το γέροντα κι αχάλαστο να του φυλάει το βιος του·
και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε·
γλυκός αλήθεια και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας, 230
μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾽ το λαό τον θείο
τον Οδυσσέα, που όντας αφέντευε, του ήταν γλυκός σαν κύρης.
Εμένα δε μου κακοφαίνεται που οι πέρφανοι μνηστήρες 235
άνομα θέλουν οι κακόγνωμοι να κάνουν έργα πάντα·
αυτοί το παίζουν το κεφάλι τους, το σπίτι του Οδυσσέα
μεβιάς χαλνώντας, λογαριάζοντας πως πίσω δε διαγέρνει·
με το λαό τον αποδέλοιπο θυμώνω, που καθόστε
αμίλητοι όλοι και δε στρώνετε στα λόγια αυτούς τους λίγους 240
μνηστήρες, τόσο πλήθος πού ᾽σαστε, να τους ανακρατήστε!»
Κι ο Ληόκριτος, ο γιος του Ευήνορα, του απηλογήθη κι είπε:
«Μέντορα ξέφρενε, θεότρελε, τί λόγια αυτά που κρένεις;
τί τους κεντάς να μας κρατήσουνε; σα δύσκολο το βλέπω
με άντρες πολλούς ν᾽ ανοίξεις πόλεμο, για το φαγί σαν είναι. 245
Ακόμα κι ο θιακός αν έρχουνταν ατός του εδώ Οδυσσέας
και τους λαμπρούς μνηστήρες έβρισκε να τρων στο αρχονταρίκι
κι έπαιρνε απόφαση απ᾽ το σπίτι του μεβιάς να τους πετάξει,
λέω δε θα πρόφταινε η γυναίκα του να τον χαρεί, κι ας τού ᾽χει
λαχτάρα τόση· θα τον έβρισκε σε λίγο αταίριαστός του 250
χαμός, με πιότερους αν τά ᾽βαζε. Μα εσύ σωστά δεν τά ᾽πες!
Σκορπάτε τώρα ο κόσμος κι όλοι σας τρεχάτε στις δουλειές σας·
για το ταξίδι τού ᾽χει ο κύρης του παλιούς αφήσει φίλους,
τον Αλιθέρση και το Μέντορα ― να το γνοιαστούν ετούτοι!
Μα ακόμα λέω καιρό θα κάθεται, μαντάτα στην Ιθάκη 255
να καρτερεί, και πάντα ατέλευτος θα μένει ο μισεμός του!»
Έτσι τους μίλησε και σκόλασε τη σύναξη με βιάση·
σκόρπισε ο κόσμος ο άλλος, σπίτι του γυρνώντας ο καθένας,
και μοναχά οι μνηστήρες τράβηξαν στου ισόθεου του Οδυσσέα.
Μάκρυνε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος, κι ως ήρθε στο ακρογιάλι, 260
τα χέρια του ένιψε στη θάλασσα και στην Παλλάδα ευκήθη:
«Άκου με εσύ ο θεός, που φτάνοντας εψές στο αρχοντικό μας
να μπώ με το καράβι μ᾽ έσπρωξες στο ανταριασμένο κύμα,
να πάω να μάθω για τον κύρη μου, που τόσα χρόνια λείπει,
αν θα διαγείρει· μα ό,τι πρόσταξες το σταματούν οι Αργίτες, 265
και πιο πολύ οι μνηστήρες οι άνομοι στην τόση αδιαντροπιά τους.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Εὐρύμαχ᾽ ἠδὲ καὶ ἄλλοι, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί,
ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω· 210
ἤδη γὰρ τὰ ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾽ ἑταίρους,
οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα,
νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο, 215
ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσω
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω,
ἦ τ᾽ ἄν, τρυχόμενός περ ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν·
εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντος, 220
νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεύω καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξω
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω.»
Ἦ τοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
Μέντωρ, ὅς ῥ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἦεν ἑταῖρος, 225
καί οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα,
πείθεσθαί τε γέροντι καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσειν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
«Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω 230
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι,
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μνηστῆρας ἀγήνορας οὔ τι μεγαίρω 235
ἔρδειν ἔργα βίαια κακορραφίῃσι νόοιο·
σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς κατέδουσι βιαίως
οἶκον Ὀδυσσῆος, τὸν δ᾽ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
νῦν δ᾽ ἄλλῳ δήμῳ νεμεσίζομαι, οἷον ἅπαντες
ἧσθ᾽ ἄνεῳ ἀτὰρ οὔ τι καθαπτόμενοι ἐπέεσσι 240
παύρους μνηστῆρας κατερύκετε πολλοὶ ἐόντες.»
Τὸν δ᾽ Εὐηνορίδης Ληόκριτος ἀντίον ηὔδα·
«Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποῖον ἔειπες
ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν. ἀργαλέον δὲ
ἀνδράσι καὶ πλεόνεσσι μαχήσασθαι περὶ δαιτί. 245
εἴ περ γάρ κ᾽ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος αὐτὸς ἐπελθὼν
δαινυμένους κατὰ δῶμα ἑὸν μνηστῆρας ἀγαυοὺς
ἐξελάσαι μεγάροιο μενοινήσει᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οὔ κέν οἱ κεχάροιτο γυνή, μάλα περ χατέουσα,
ἐλθόντ᾽, ἀλλά κεν αὐτοῦ ἀεικέα πότμον ἐπίσποι, 250
εἰ πλεόνεσσι μάχοιτο· σὺ δ᾽ οὐ κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ᾽ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος,
τούτῳ δ᾽ ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδὸν ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοί εἰσιν ἑταῖροι.
ἀλλ᾽, ὀΐω, καὶ δηθὰ καθήμενος ἀγγελιάων 255
πεύσεται εἰν Ἰθάκῃ, τελέει δ᾽ ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾽ ἀγορὴν αἰψηρήν.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος,
μνηστῆρες δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἴσαν θείου Ὀδυσῆος.
Τηλέμαχος δ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης, 260
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός, εὔχετ᾽ Ἀθήνῃ·
«Κλῦθί μοι, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ
καί μ᾽ ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον,
νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἔρχεσθαι· τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί, 265
μνηστῆρες δὲ μάλιστα, κακῶς ὑπερηνορέοντες.»