Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 203-260
Πολλές ψευτιές δηγόταν κι έλεγε, που σαν αλήθειες μοιάζαν.
Κι εκείνη έχυνε δάκρυα ακούγοντας και φύραινε η θωριά της.
Πώς λιώνει σε βουνά ψηλόκορφα το χιόνι, που ο πονέντης 205
πρώτα το στοίβαξε, και τό ᾽λιωσε φυσώντας ο σιρόκος,
κι ως λιώνει, τα ποτάμια φούσκωσαν και κατεβάζουν ― όμοια
κι εκείνη έχυνε δάκρυα κι έλιωνε το μηλοπρόσωπό της,
κι έκλαιε τον άντρα της, που κάθουνταν μπροστά της, μα ο Οδυσσέας,
κι αν τη γυναίκα του που δέρνουνταν βαθιά ψυχοπονιόταν, 210
όμως τα μάτια εκράτει ασάλευτα στα βλέφαρα, απ᾽ ατσάλι
γιά κέρατο λες κι ήταν, κι έκρυβε με πονηριά τα δάκρυα.
Κι εκείνη, σύντας πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο,
ξαναδευτέρωσε τα λόγια της κι αυτά τού συντυχαίνει:
«Ξένε, η στιγμή θαρρώ πως έφτασε να δοκιμάσω, αλήθεια 215
τον άντρα μου αν τον καλοσκάμνισες στο αρχοντικό σου μέσα
με τους ισόθεους τους συντρόφους του, καθώς μου λες: γιά πες μου
σαν τί λογής ηταν τα ρούχα του που στο κορμί φορούσε;
κι ο ίδιος πώς έδειχνε κι οι σύντροφοι, μαζί του που κινούσαν;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας: 220
«Κυρά μου, να σου πω σα δύσκολο, τόσος καιρός που εδιάβη,
τα που γυρεύεις· κιόλας είκοσι περάσαν χρόνια, αφόντας
έφυγε εκείνος κείθε κι άφησε τη γη την πατρική μου.
Μα κι έτσι θα σου πω τον άντρα σου στο νου μου πώς διανεύει:
Τον Οδυσσέα το θείο με κόκκινο, σγουρό μαντί θυμούμαι, 225
διπλόφαρδο, ψηλά που τό ᾽κλεινε χρυσό το κλειδωτήρι
με δυο θηλύκια, κι είχε απάνω του στολίδι σκαλισμένο·
σκύλος στα δυο του πόδια παρδαλό κρατούσε λαφομόσκι,
που όπως το δάγκανε, σπαρτάριζε· κι όλοι θαμάζαν που ήταν
από χρυσάφι, κι όμως έβλεπες το σκύλο να το πνίγει, 230
και να ταράζει αυτό τα πόδια του, ζητώντας να γλιτώσει.
Θυμούμαι εφόρειε κι ένα λιόφωτο χιτώνα στο κορμί του,
τη γυαλιστή τη φλούδα ως νά ᾽βλεπες από ξερό κρομμύδι·
τόσο αγανός μαθές σου φάνταζε, να λάμπει σαν τον ήλιο.
Πολλές νοικοκυρές θωρώντας τον τη χάρη του θαμάξαν. 235
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σού ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ ᾽το:
Δεν ξέρω αν ο Οδυσσέας στο σπίτι του φορούσε τέτοια ρούχα,
γιά αν κάποιος σύντροφος του τά ᾽δωκε, μες στο γοργό καράβι
καθώς κινούσε, γιά και φίλος του· και ποιός δεν αγαπούσε
τον Οδυσσέα; Πολλοί δε βρέθηκαν Αργίτες να του μοιάζουν! 240
Χαλκό σπαθί κι εγώ του χάρισα, κι ακροσειραδωμένο
χιτώνα, κι άλικο, διπλόφαρδο μαντί πανώριο, κι έτσι
στο καλοκούβερτο τον ξέβγαλα καράβι τιμημένα.
Κι ένας μαζί του κράχτης πήγαινε, σα λίγο πιο μεγάλος·
και να σου πω κι αυτός πώς έδειχνε: με στρογγυλούς τους ώμους, 245
μελαχροινός, και στο κεφάλι του σγουραίναν τα μαλλιά του.
Τον κράζαν Ευρυβάτη· ανάμεσα στους σύντροφούς του τούτον
ξεχώριζε ο Οδυσσέας, τι ταίριαζε με τη δικιά του γνώμη.»
Είπε, κι ακόμα πιο της ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,
τ᾽ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα. 250
Κι όντας εκείνη πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο,
γυρνώντας τέτοια τού αποκρίθηκε, του μίλησε και τού ᾽πε:
«Απ᾽ την αρχή κι αν σε συμπόνεσα, μα τώρα πια θα σού ᾽χω
τιμή κι αγάπη πάντα, ξένε μου, στο αρχοντικό μου μέσα.
Τα ρούχα πού ᾽πες του τα δίπλωσα, πριν του τα δώσω, ατή μου 255
στην κάμαρά μας, και τους κάρφωσα το κλειδωτήρι απάνω
το στραφτερό, για να το χαίρεται. Δε θα τον δω να γέρνει
ωστόσο εκείνον στο παλάτι του, στη γη την πατρική του!
Άραχλη μοίρα λέω τον έσπρωξε τον Οδυσσέα να φύγει
στην Κακοτροία την αμελέτητη με βαθουλό καράβι!» 260
Ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα·
τῆς δ᾽ ἄρ᾽ ἀκουούσης ῥέε δάκρυα, τήκετο δὲ χρώς.
ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ᾽ ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, 205
ἥν τ᾽ Εὖρος κατέτηξεν, ἐπὴν Ζέφυρος καταχεύῃ·
τηκομένης δ᾽ ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες·
ὣς τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης,
κλαιούσης ἑὸν ἄνδρα παρήμενον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
θυμῷ μὲν γοόωσαν ἑὴν ἐλέαιρε γυναῖκα, 210
ὀφθαλμοὶ δ᾽ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος
ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι· δόλῳ δ᾽ ὅ γε δάκρυα κεῦθεν.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,
ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε·
«νῦν μὲν δή σευ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, 215
εἰ ἐτεὸν δὴ κεῖθι σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι
ξείνισας ἐν μεγάροισιν ἐμὸν πόσιν, ὡς ἀγορεύεις
εἰπέ μοι ὁπποῖ᾽ ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο,
αὐτός θ᾽ οἷος ἔην, καὶ ἑταίρους, οἵ οἱ ἕποντο.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 220
«ὦ γύναι, ἀργαλέον τόσσον χρόνον ἀμφὶς ἐόντα
εἰπέμεν· ἤδη γὰρ οἱ ἐεικοστὸν ἔτος ἐστὶν
ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβη καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθε πάτρης·
αὐτάρ τοι ἐρέω ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ.
χλαῖναν πορφυρέην οὔλην ἔχε δῖος Ὀδυσσεύς, 225
διπλῆν· αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο
αὐλοῖσιν διδύμοισι· πάροιθε δὲ δαίδαλον ἦεν·
ἐν προτέροισι πόδεσσι κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν,
ἀσπαίροντα λάων· τὸ δὲ θαυμάζεσκον ἅπαντες,
ὡς οἱ χρύσεοι ἐόντες ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων, 230
αὐτὰρ ὁ ἐκφυγέειν μεμαὼς ἤσπαιρε πόδεσσι.
τὸν δὲ χιτῶν᾽ ἐνόησα περὶ χροῒ σιγαλόεντα,
οἷόν τε κρομύοιο λοπὸν κάτα ἰσχαλέοιο·
τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
ἦ μὲν πολλαί γ᾽ αὐτὸν ἐθηήσαντο γυναῖκες. 235
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
οὐκ οἶδ᾽ ἢ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ᾽ Ὀδυσσεύς,
ἦ τις ἑταίρων δῶκε θοῆς ἐπὶ νηὸς ἰόντι,
ἤ τίς που καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοῖσιν Ὀδυσσεὺς
ἔσκε φίλος· παῦροι γὰρ Ἀχαιῶν ἦσαν ὁμοῖοι. 240
καί οἱ ἐγὼ χάλκειον ἄορ καὶ δίπλακα δῶκα
καλὴν πορφυρέην καὶ τερμιόεντα χιτῶνα,
αἰδοίως δ᾽ ἀπόπεμπον ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηός.
καὶ μέν οἱ κῆρυξ ὀλίγον προγενέστερος αὐτοῦ
εἵπετο· καὶ τόν τοι μυθήσομαι, οἷος ἔην περ. 245
γυρὸς ἐν ὤμοισιν, μελανόχροος, οὐλοκάρηνος,
Εὐρυβάτης δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τίεν δέ μιν ἔξοχον ἄλλων
ὧν ἑτάρων Ὀδυσεύς, ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη.»
Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο,
σήματ᾽ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾽ Ὀδυσσεύς. 250
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,
καὶ τότε μιν μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπε·
«νῦν μὲν δή μοι, ξεῖνε, πάρος περ ἐὼν ἐλεεινός,
ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι φίλος τ᾽ ἔσῃ αἰδοῖός τε·
αὐτὴ γὰρ τάδε εἵματ᾽ ἐγὼ πόρον, οἷ᾽ ἀγορεύεις, 255
πτύξασ᾽ ἐκ θαλάμου, περόνην τ᾽ ἐπέθηκα φαεινὴν
κείνῳ ἄγαλμ᾽ ἔμεναι· τὸν δ᾽ οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις
οἴκαδε νοστήσαντα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
τῷ ῥα κακῇ αἴσῃ κοίλης ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς
οἴχετ᾽ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν.» 260