Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 226-289
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Μητέρα, δε μου κακοφαίνεται που θύμωσες μαζί μου·
μα το καλό και το χειρότερο κατέχω εγώ να κρίνω,
τα φρένα μου νογούν, ανέμυαλος ως πρώτα πια δεν είμαι·
μα και τα πάντα λέω δε δύνουμαι σωστά να κρίνω ακόμα· 230
τι αυτοί, κακά στο νου τους κλώθοντας, σκοτίζουν το μυαλό μου,
καθένας κι απ᾽ αλλού καθούμενος ― και ποιός να με συντρέξει;
Μα τώρα, ως οι μνηστήρες τό ᾽θελαν, το πάλεμα δε βγήκε,
του ξένου με τον Ίρο· φάνηκε πιο δυνατός ο πρώτος.
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά Παλλάδα, 235
παρόμοια τώρα τα κεφάλια τους να γέρναν οι μνηστήρες
ξεπνοϊσμένοι, στον αυλόγυρο μισοί του παλατιού μας
κι οι άλλοι στο σπίτι, και τα γόνατα νά ᾽χουν λυθεί ολωνώ τους,
καθώς τον Ίρο, στην οξώπορτα που κάθεται εκεί πέρα
κι έχει κρεμάσει το κεφάλι του, λες κι είναι μεθυσμένος, 240
κι ουδ᾽ όρθιος να σταθεί στα πόδια του μπορεί, κι ουδέ να φύγει
πίσω ξανά, ούθεν ήρθε· λύθηκαν μαθές τα γόνατά του.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν, και τότε
ο Ευρύμαχος γυρνώντας μίλησε της Πηνελόπης κι είπε:
«Αν όλοι, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα, 245
σε βλέπαν οι Αχαιοί που κάθουνται στο Άργος το ιάσιο γύρα,
μνηστήρες πιότεροι στο σπίτι σου θα τρώγαν ― αύριο κιόλα!
τι ποιά γυναίκα αλήθεια δύνεται στα ζυγιασμένα φρένα,
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου;»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται: 250
«Τις χάρες μου που λες, Ευρύμαχε, το ανάριμμα, τα κάλλη,
μου τις αφάνισαν οι αθάνατοι τη μέρα που κινούσαν
οι Αργίτες για την Τροία, κι αντάμα τους το ταίρι μου, ο Οδυσσέας!
Αλήθεια, εκείνος πίσω αν διάγερνε και νοιάζουνταν για μένα,
θά ᾽ταν και πιο μεγάλη η δόξα μου και πιο όμορφα τα πάντα. 255
Μα τώρα λιώνω, τι μου σώριασε κακά ο θεός περίσσια.
Θυμούμαι, όταν κινούσε κι άφηνε τη γη την πατρική του,
το χέρι το δεξιό μού φούχτωσε πα στον αρμό και μού ᾽πε:
“Γυναίκα, αλήθεια δε φαντάζουμαι πως οι αντρειωμένοι Αργίτες
από της Τροίας τα μέρη ανέβλαβοι θα στρέψουμε όλοι πίσω· 260
κι οι Τρώες ακούγονται πολέμαρχοι πως είναι ψυχωμένοι·
να ρίχνουν και κοντάρι ξέρουνε, να σέρνουν και δοξάρι,
κι αμάξια ν᾽ ανεβαίνουν, που άλογα γοργά ως τα σέρνουν, δίνουν
τη νίκη γρήγορα στον πόλεμο και στο φριχτό το απάλε.
Ποιός ξέρει από θεού αν μου μέλλεται λοιπόν να στρέψω πίσω, 265
γιά να χαθώ κει πέρα. Φρόντιζε πια εσύ γι᾽ αυτά που αφήνω.
Τη μάνα και τον κύρη γνοιάζου τους στο σπίτι μας ως πρώτα,
κι ακόμα πιο καλά, όσο βρίσκουμαι στα ξένα εγώ μακριά τους.
Μα ως δεις στου γιου μας πια τα μάγουλα τα γένια να φυτρώνουν,
τότε το σπίτι μας παράτησε, να πάρεις όποιον θέλεις.” 270
Εκείνος τέτοια μού παράγγελνε· τώρα αληθεύουν όλα·
και θά ᾽ρθει η νύχτα, τον αγλύκαντο που θ᾽ αντικρίσω γάμο
εγώ η κατάρατη, που μού ᾽σβησε κάθε αναγάλλια ο Δίας!
Μα κι άλλη την καρδιά μου ασήκωτη πλακώνει πίκρα τώρα·
τέτοια φερσίματα πρωτύτερα δε δείχναν οι μνηστήρες! 275
Όταν γυρεύουν μιαν αρχόντισσα και πλουσιοθυγατέρα
να παντρευτούν και συνερίζουνται ποιός ταίρι θα την πάρει,
δικά τους βόδια πάντα φέρνουνε κι αρνιά καλοθρεμμένα,
να φαν οι συμπεθέροι, κι όμορφα της κόρης δίνουν δώρα,
και δε ρημάζουν αλογάριαστα το ξένο βιος ποτέ τους.» 280
Στα λόγια της ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
που δώρα να τους πάρει εγύρευε και πλάνευε με λόγια
γλυκά τα φρένα τους, μα μέσα της διαλογιζόταν άλλα.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Αν θέλει, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα, 285
κανένας από μας χαρίσματα για σένα εδώ να φέρει,
να τα δεχτείς, τι θά ᾽ταν άπρεπο να του αρνηθείς το δώρο.
Μα εμείς για τις δουλειές δε φεύγουμε μηδέ γι᾽ αλλού κινούμε,
πριν παντρευτείς εσύ διαλέγοντας τον κάλλιο απ᾽ τους Αργίτες.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τὸ μὲν οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα,
ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια· πάρος δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.
ἀλλά τοι οὐ δύναμαι πεπνυμένα πάντα νοῆσαι· 230
ἐκ γάρ με πλήσσουσι παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος
οἵδε κακὰ φρονέοντες, ἐμοὶ δ᾽ οὐκ εἰσὶν ἀρωγοί.
οὐ μέν τοι ξείνου γε καὶ Ἴρου μῶλος ἐτύχθη
μνηστήρων ἰότητι, βίῃ δ᾽ ὅ γε φέρτερος ἦεν.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον, 235
οὕτω νῦν μνηστῆρες ἐν ἡμετέροισι δόμοισι
νεύοιεν κεφαλὰς δεδμημένοι, οἱ μὲν ἐν αὐλῇ,
οἱ δ᾽ ἔντοσθε δόμοιο, λελῦτο δὲ γυῖα ἑκάστου,
ὡς νῦν Ἶρος κεῖνος ἐπ᾽ αὐλείῃσι θύρῃσιν
ἧσται νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, 240
οὐδ᾽ ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσθαι
οἴκαδ᾽, ὅπῃ οἱ νόστος, ἐπεὶ φίλα γυῖα λέλυνται.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Εὐρύμαχος δ᾽ ἔπεσσι προσηύδα Πηνελόπειαν·
«κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, 245
εἰ πάντες σε ἴδοιεν ἀν᾽ Ἴασον Ἄργος Ἀχαιοί,
πλέονές κε μνηστῆρες ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν
ἠῶθεν δαινύατ᾽, ἐπεὶ περίεσσι γυναικῶν
εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐΐσας.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια· 250
«Εὐρύμαχ᾽, ἦ τοι ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε
ὤλεσαν ἀθάνατοι, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ τοῖσι δ᾽ ἐμὸς πόσις ᾖεν Ὀδυσσεύς.
εἰ κεῖνός γ᾽ ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι,
μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. 255
νῦν δ᾽ ἄχομαι· τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
ἦ μὲν δὴ ὅτε τ᾽ ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν,
δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα·
“ὦ γύναι, οὐ γὰρ ὀΐω ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
ἐκ Τροίης εὖ πάντας ἀπήμονας ἀπονέεσθαι· 260
καὶ γὰρ Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας,
ἠμὲν ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῥυτῆρας ὀϊστῶν
ἵππων τ᾽ ὠκυπόδων ἐπιβήτορας, οἵ κε τάχιστα
ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιΐου πτολέμοιο.
τῷ οὐκ οἶδ᾽ ἤ κέν μ᾽ ἀνέσει θεός, ἦ κεν ἁλώω 265
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ· σοὶ δ᾽ ἐνθάδε πάντα μελόντων.
μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν
ὡς νῦν, ἢ ἔτι μᾶλλον ἐμεῦ ἀπονόσφιν ἐόντος·
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι,
γήμασθ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσθα, τεὸν κατὰ δῶμα λιποῦσα.” 270
κεῖνος τὼς ἀγόρευε· τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
νὺξ δ᾽ ἔσται ὅτε δὴ στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει
οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα.
ἀλλὰ τόδ᾽ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει·
μνηστήρων οὐχ ἥδε δίκη τὸ πάροιθε τέτυκτο, 275
οἵ τ᾽ ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα
μνηστεύειν ἐθέλωσι καὶ ἀλλήλοις ἐρίσωσιν·
αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν·
ἀλλ᾽ οὐκ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν.» 280
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, θέλγε δὲ θυμὸν
μειλιχίοις ἐπέεσσι, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα.
Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, 285
δῶρα μὲν ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν Ἀχαιῶν ἐνθάδ᾽ ἐνεῖκαι,
δέξασθ᾽· οὐ γὰρ καλὸν ἀνήνασθαι δόσιν ἐστίν·
ἡμεῖς δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾽ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γέ σε τῷ γήμασθαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.»