Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 189-255
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ζέψαν τ᾽ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι, 190
και βγήκαν όξω απ᾽ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
Δίνει βιτσιά να φύγουν τ᾽ άλογα, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,
στης Πύλος φτάσαν δίχως άργητα το απόγκρεμο το κάστρο.
Τότε ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο γυρνώντας είπε:
«Θες να μου τάξεις, γιε του Νέστορα, πως ό,τι πω θα κάνεις; 195
Η αγάπη πού ᾽χαν οι πατέρες μας μάς έχει σμίξει ως φίλους
αποξαρχής, καμάρι τό ᾽χουμε· μα η στράτα αυτή πιο ακόμα
― είμαστε δα και συνομήλικοι ― θα δέσει τη φιλιά μας.
Παράτα με εδώ πέρα, τ᾽ άρμενο μην προσπερνάς, καλέ μου·
μπορεί να με κρατήσει ο γέροντας, να με φιλοκονέψει 200
αθέλητά μου· κι όμως γρήγορα να φτάσω ανάγκη πάσα.»
Σαν είπε τούτα, ο γιος του Νέστορα στα φρένα του εστοχάστη
μια τέτοια χάρη πώς απάνω του να πάρει να τελέψει.
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
Τ᾽ άτια στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι στρέφει, 205
τα δώρα βγάζει τα περίλαμπρα πού ᾽χε ο Μενέλαος δώσει
― μάλαμα, ρούχα ― κι ακουμπώντας τα στης πρύμνας την κουβέρτα
λόγια τού μίλησε ανεμάρπαστα, να φύγει σπρώχνοντάς τον:
«Ανέβα γρήγορα και φώναξε ν᾽ ανέβουν κι οι συντρόφοι,
πριχού διαγείρω εγώ στο σπίτι μας κι ο γέροντας το μάθει· 210
τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου το ξέρω, δε σε αφήνει!
τόσο η ψυχή εκεινού ειναι αράθυμη· σε λίγο εδώ θα φτάσει
να σε καλέσει ατός του, κι έπειτα δε θα γυρίσει πίσω
θαρρώ μονάχος με την όργητα, που έτσι κι αλλιώς θα σού ᾽χει.»
Είπε, και τ᾽ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι, 215
να πάει στην Πύλο πίσω, κι έφτασε σε λίγο στο παλάτι.
Τότε ο Τηλέμαχος στους σύντροφους μιλεί προστάζοντάς τους:
«Στο μελανό καράβι, σύντροφοι, τα σύνεργα γνοιαστείτε,
κι ατοί μας γρήγορα ας ανέβουμε, να μπούμε πια στη στράτα.»
Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο, 220
και μπήκαν μέσα δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν.
Τούτα νοιαζόταν ο Τηλέμαχος, κι ως θύμιαζε κι ευχόταν
στην Αθηνά μπροστά στην πρύμνα του, τον σίμωσε ένας ξένος,
πού ᾽χε σκοτώσει κάποιον κι έφευγε μακριά από τ᾽ Άργος, κι ήταν
μάντης τρανός, κι απ᾽ το Μελάμποδα κατέβαινε η γενιά του. 225
Στην Πύλο κάποτε ο Μελάμποδας, την αρνομάνα, ζούσε
στο αρχοντικό του το περίλαμπρο, μες στους Πυλιώτες πλούσιος·
μα αργότερα στα ξένα εδιάβηκε, να φύγει από τη γη του
κι απ᾽ το Νηλέα μακριά τον πέρφανο, τον πιο τρανό στον κόσμο,
που του κρατούσε μήνες δώδεκα μεβιάς το πλήθιο βιος του, 230
όσον καιρόν εκείνος βρίσκουνταν στο σπίτι του Φυλάκου,
ριγμένος σε άλυσες ανήμερες, σε χίλια μύρια πάθη·
για του Νηλέα την κόρη τά ᾽σερνε και τη βαριά την τύφλα,
που η Ερινύα, θεά σκληρόκαρδη, στα φρένα τού ᾽χε ρίξει.
Γλίτωσε ωστόσο και κουβάλησε στην Πύλο απ᾽ τη Φυλάκη 235
τα μουγκαλάτα βόδια, κι έβαλε την αδικιά ο Νηλέας
να του πλερώσει ο ισόθεος, κι έφερε στο σπίτι τους την κόρη
για ταίρι του αδερφού του, κι έπειτα κινούσε αλλού να φύγει,
στο αλογοθρόφο τ᾽ Άργος· τού ᾽γραφε στα μέρη εκείνα η μοίρα
μαθές να ζήσει, ρηγαδεύοντας σε πλήθος μέσα Αργίτες. 240
Παντρεύτη εκεί και γιους απόχτησε τρανούς, τον Αντιφάτη
και το Μαντίο στο αψηλοτάβανο παλάτι πού ᾽χε χτίσει.
Τον άτρομο ο Αντιφάτης γέννησε τον Οϊκλέα, και τούτος
τον Αμφιάραο, που ξεσήκωσε στρατούς, και τού ᾽χαν δείξει
αγάπη περισσή κι ο Απόλλωνας κι ο βροντοσκουταράτος 245
ο Δίας· μα εκείνος δεν επρόφτασε να φτάσει στο κατώφλι
των γερατιών ― στη Θήβα εχάθηκε για τα γυναίκεια δώρα.
Δυο γιους ωστόσο, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμάονα, αφήκε.
Κι απ᾽ το Μαντίο δυο γιοι γεννήθηκαν, ο Πολυφείδης πρώτος
κι ο Κλείτος· τούτον η χρυσόθρονη για την τρανή ομορφιά του 250
τον άρπαξεν Αυγή, να βρίσκεται στους αθανάτους μέσα.
Τον Πολυφείδη πάλι ο Απόλλωνας, μια κι ο Αμφιάραος είχε
πεθάνει πια, τρανό τον έκανε στον κόσμο μαντολόγο·
κι αυτός, θυμώνοντας του κύρη του, στην Υπερήσια πήγε
και σ᾽ όλους τους ανθρώπους πού ᾽φταναν εκεί μαντολογούσε. 255
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ἵππους τε ζεύγνυντ᾽ ἀνά θ᾽ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔβαινον, 190
ἐκ δ᾽ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου·
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκοντο Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον·
καὶ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν·
«Νεστορίδη, πῶς κέν μοι ὑποσχόμενος τελέσειας 195
μῦθον ἐμόν; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ᾽ εἶναι
ἐκ πατέρων φιλότητος, ἀτὰρ καὶ ὁμήλικές εἰμεν·
ἥδε δ᾽ ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει.
μή με παρὲξ ἄγε νῆα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾽ αὐτοῦ,
μή μ᾽ ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ 200
ἱέμενος φιλέειν· ἐμὲ δὲ χρεὼ θᾶσσον ἱκέσθαι.»
Ὣς φάτο, Νεστορίδης δ᾽ ἄρ᾽ ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ,
ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποσχόμενος τελέσειεν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι·
στρέψ᾽ ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης, 205
νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Μενέλαος ἔδωκε·
καί μιν ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«σπουδῇ νῦν ἀνάβαινε κέλευέ τε πάντας ἑταίρους,
πρὶν ἐμὲ οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι. 210
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὔ σε μεθήσει,
ἀλλ᾽ αὐτὸς καλέων δεῦρ᾽ εἴσεται, οὐδέ ἕ φημι
ἂψ ἰέναι κενεόν· μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἔλασεν καλλίτριχας ἵππους 215
ἂψ Πυλίων εἰς ἄστυ, θοῶς δ᾽ ἄρα δώμαθ᾽ ἵκανε.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν·
«ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε᾽, ἑταῖροι, νηῒ μελαίνῃ,
αὐτοί τ᾽ ἀμβαίνωμεν, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο, 220
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
ἦ τοι ὁ μὲν τὰ πονεῖτο καὶ εὔχετο, θῦε δ᾽ Ἀθήνῃ
νηῒ πάρα πρύμνῃ· σχεδόθεν δέ οἱ ἤλυθεν ἀνὴρ
τηλεδαπός, φεύγων ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς,
μάντις· ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν, 225
ὃς πρὶν μέν ποτ᾽ ἔναιε Πύλῳ ἔνι, μητέρι μήλων,
ἀφνειὸς Πυλίοισι μέγ᾽ ἔξοχα δώματα ναίων·
δὴ τότε γ᾽ ἄλλων δῆμον ἀφίκετο, πατρίδα φεύγων
Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων,
ὅς οἱ χρήματα πολλὰ τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν 230
εἶχε βίῃ. ὁ δὲ τῆος ἐνὶ μεγάροις Φυλάκοιο
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ δέδετο, κρατέρ᾽ ἄλγεα πάσχων
εἵνεκα Νηλῆος κούρης ἄτης τε βαρείης,
τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους 235
ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς
ἀντίθεον Νηλῆα, κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα
ἠγάγετο πρὸς δώμαθ᾽· ὁ δ᾽ ἄλλων ἵκετο δῆμον,
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον· τόθι γάρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν
ναιέμεναι πολλοῖσιν ἀνάσσοντ᾽ Ἀργείοισιν. 240
ἔνθα δ᾽ ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα,
γείνατο δ᾽ Ἀντιφάτην καὶ Μάντιον, υἷε κραταιώ.
Ἀντιφάτης μὲν τίκτεν Ὀϊκλῆα μεγάθυμον,
αὐτὰρ Ὀϊκλήης λαοσσόον Ἀμφιάραον,
ὃν περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ᾽ αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων 245
παντοίην φιλότητ᾽· οὐδ᾽ ἵκετο γήραος οὐδόν,
ἀλλ᾽ ὄλετ᾽ ἐν Θήβῃσι γυναίων εἵνεκα δώρων.
τοῦ δ᾽ υἱεῖς ἐγένοντ᾽ Ἀλκμάων Ἀμφίλοχός τε.
Μάντιος αὖ τέκετο Πολυφείδεά τε Κλεῖτόν τε·
ἀλλ᾽ ἦ τοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠὼς 250
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾽ ἀθανάτοισι μετείη·
αὐτὰρ ὑπέρθυμον Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων
θῆκε βροτῶν ὄχ᾽ ἄριστον, ἐπεὶ θάνεν Ἀμφιάραος·
ὅς ῥ᾽ Ὑπερησίηνδ᾽ ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς,
ἔνθ᾽ ὅ γε ναιετάων μαντεύετο πᾶσι βροτοῖσι. 255