Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 217-286
Είπε και πήρε τα πανέμορφα τριπόδια και λεβέτια,
το μάλαμα και τα καλόφαντα σκουτιά να λογαριάζει.
Δεν τού ᾽χε λείψει απ᾽ όλα τίποτα, μα αυτός το θρήνο εκίνα
στης πολυφούρφουρης της θάλασσας σερνάμενος τον άμμο, 220
τα πατρικά ποθώντας χώματα. Κι ήρθε η Αθηνά κοντά του,
κι έμοιαζε νιούτσικο στο ανάριμμα βοσκόπουλο, που η σάρκα
του ανθίζει ακόμα πεντατρύφερη, βασιλοπαίδι ως νά ᾽ταν.
Φορούσε διπλωτή στους ώμους της καλοϋφασμένη κάπα,
στ᾽ αστραφτερά της πόδια σάνταλα, και φούχτωνε κοντάρι. 225
Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αντίκρα της εστάθη,
την έκραξε και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
γεια και χαρά σου! Καλοπρόθετος και συ γιά δες με τώρα,
και τούτα γλίτωσε, και γλίτωσε και μένα· σου προσπέφτω 230
θεός ως νά ᾽σουν. Είμαι ικέτης σου, τα γόνατά σου πιάνω.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποιά χώρα,
σε ποιούς ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοί ζουν σ᾽ αυτά τα μέρη;
Νησί είναι τάχα τούτο ξέφαντο; γιά κάποια γλώσσα μόνο
από στεριά τρανή παχιόβωλη, που απλώνει ως τ᾽ ακρογιάλι;» 235
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ποιά η χώρα τούτη; Τέτοιο ρώτημα μικρό παιδί σε δείχνει,
γιά από μακριά πως φτάνεις, ξένε μου· δεν είναι δα και τόσο
με δίχως όνομα· την ξέρουνε μαθές χιλιάδες κόσμος,
κι όσοι μεριά του ηλιού κι ανάτελα βρισκόνται κι όσοι ζούνε 240
πίσω μεριά, κατά το σύθολο στα δυτικά σκοτάδι.
Τραχιά ειναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει·
βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν. 245
Γίδια και βόδια εχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
Γι᾽ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας 250
όλο χαρά, απ᾽ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
την Αθηνά, ν᾽ ακούει πως έφτασε στη γη την πατρική του·
και κράζοντάς την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της,
μα την αλήθεια δε μολόγησε, μόν᾽ πήρε πίσω ό,τι είχε
να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη: 255
«Για την Ιθάκη στην απλόχωρη κι εγώ εχω ακούσει Κρήτη,
πέρα απ᾽ τη θάλασσα· νά πού ᾽φτασα στα μέρη αυτά κι ατός μου
με τούτο εδώ το βιος, αφήνοντας τ᾽ άλλα μισά στους γιους μου.
Έχω μισέψει, γιατί σκότωσα το γιο του Ιδομενέα,
το γοργοπόδη τον Ορσίλοχο, που στην πλατιά την Κρήτη 260
άλλος θνητός δεν του παράβγαινε στα γρήγορα ποδάρια.
Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε πού ᾽χα απ᾽ την Τροία φερμένα
να μου τ᾽ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι᾽ αυτά πολλά τραβήξει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
Δεν είχα λέει σταθεί του κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα, 265
κι ουδέ τον δούλεψα, μόν᾽ όριζα συντρόφους άλλους μόνος.
Γι᾽ αυτό, ως γυρνούσε απ᾽ τα χωράφια του, καρτέρι μ᾽ ένα φίλο
στήνω στο δρόμο πλάι και τού ᾽ριξα με χάλκινο κοντάρι.
Νύχτα περίσκεπε τρισκότεινη τον ουρανό, κι ούτ᾽ ένας
θνητός μάς είδε κι ούτε μ᾽ ένιωσαν που πήρα τη ζωή του. 270
Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα·
ν᾽ ανέβω στ᾽ άρμενο τους γύρευα, στην Πύλο να με βγάλουν,
γιά ακόμα και στη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα. 275
Μα εκεί να πιάσουν δεν κατάφεραν, σπρωγμένοι απ᾽ τους ανέμους,
πολύ άθελά τους· δεν εγύρευαν μαθές να με γελάσουν.
Ξεστρατισμένοι εκείθε φτάνουμε στα μέρη αυτά τη νύχτα,
και λάμνοντας γοργά τρομάξαμε να μπούμε στο λιμάνι·
κι ούτ᾽ ένας μας να φάει θυμήθηκε, κι ας είχαμε όλοι ανάγκη, 280
μόν᾽ όπως βγήκαμε, βρεθήκαμε στον άμμο ξαπλωμένοι.
Εγώ ειχα απ᾽ το βαρύ τον κάματο σε ύπνο γλυκά βουλιάξει,
κι αυτοί απ᾽ το βαθουλό τους έβγαλαν καράβι τ᾽ αγαθά μου,
κι ως τ᾽ απιθώσαν, όπου εκείτομουν κι εγώ, στον άμμο απάνω,
για της Σιδόνας πήραν κι έφυγαν τις πλούσιες χώρες πίσω 285
με το καράβι, παρατώντας με μονάχο στον καημό μου.»
Ὣς εἰπὼν τρίποδας περικαλλέας ἠδὲ λέβητας
ἠρίθμει καὶ χρυσὸν ὑφαντά τε εἵματα καλά.
τῶν μὲν ἄρ᾽ οὔ τι πόθει· ὁ δ᾽ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν
ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης, 220
πόλλ᾽ ὀλοφυρόμενος. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
ἀνδρὶ δέμας ἐϊκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων,
παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,
δίπτυχον ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχουσ᾽ εὐεργέα λώπην·
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾽ ἔχε, χερσὶ δ᾽ ἄκοντα 225
τὴν δ᾽ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ ἐναντίος ἦλθε,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ,
χαῖρέ τε καὶ μή μοί τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις,
ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα, σάω δ᾽ ἐμέ· σοὶ γὰρ ἐγώ γε 230
εὔχομαι ὥς τε θεῷ καί σευ φίλα γούναθ᾽ ἱκάνω.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν;
ἦ πού τις νήσων εὐδείελος ἦέ τις ἀκτὴ
κεῖθ᾽ ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;» 235
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην
οὕτω νώνυμός ἐστιν· ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί,
ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε, 240
ἠδ᾽ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν,
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ᾽ εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος
γίγνεται· αἰεὶ δ᾽ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ᾽ ἐέρση· 245
αἰγίβοτος δ᾽ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος· ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ᾽ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι.
τῷ τοι, ξεῖν᾽, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾽ ἵκει,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιΐδος ἔμμεναι αἴης.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, 250
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωΐῃ, ὥς οἱ ἔειπε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾽ ὅ γε λάζετο μῦθον,
αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν· 255
«πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ,
τηλοῦ ὑπὲρ πόντου· νῦν δ᾽ εἰλήλουθα καὶ αὐτὸς
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ᾽ ἔτι παισὶ τοσαῦτα
φεύγω, ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος,
Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν, ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ 260
ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν,
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε πάσης
Τρωϊάδος, τῆς εἵνεκ᾽ ἐγὼ πάθον ἄλγεα θυμῷ,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ οὐχ ᾧ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον 265
δήμῳ ἔνι Τρώων, ἀλλ᾽ ἄλλων ἄρχον ἑταίρων.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ
ἀγρόθεν, ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος σὺν ἑταίρῳ·
νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν, οὐδέ τις ἡμέας
ἀνθρώπων ἐνόησε, λάθον δέ ἑ θυμὸν ἀπούρας. 270
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε κατέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
αὐτίκ᾽ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν Φοίνικας ἀγαυοὺς
ἐλλισάμην, καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα·
τούς μ᾽ ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι
ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί. 275
ἀλλ᾽ ἦ τοί σφεας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο
πόλλ᾽ ἀεκαζομένους, οὐδ᾽ ἤθελον ἐξαπατῆσαι.
κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός.
σπουδῇ δ᾽ ἐς λιμένα προερέσσαμεν, οὐδέ τις ἡμῖν
δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι, 280
ἀλλ᾽ αὔτως ἀποβάντες ἐκείμεθα νηὸς ἅπαντες.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,
οἱ δὲ χρήματ᾽ ἐμὰ γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
κάτθεσαν, ἔνθα περ αὐτὸς ἐπὶ ψαμάθοισιν ἐκείμην.
οἱ δ᾽ ἐς Σιδονίην εὖ ναιομένην ἀναβάντες 285
οἴχοντ᾽· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.»