Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 12 στ. 222-302
Είπα, κι ευτύς εκείνοι σύγκλιναν· εγώ όμως για τη Σκύλλα,
το αμάχητο κακό, δεν έβγαλα μια λέξη από το στόμα·
τι ήτανε φόβος, οι συντρόφοι μου ν᾽ αφήσουν τα κουπιά τους
και να κρυφτούν απ᾽ την τρομάρα τους στου καραβιού τ᾽ αμπάρι. 225
Την ώρα εκείνη δε λογάριασα την άπονη της Κίρκης
ορμήνια, πού ᾽λεγε για πόλεμο να μη σιαχτώ καθόλου.
Την ξακουστή μου αρμάτα φόρεσα γοργά, και δυο κοντάρια
μακριά φουχτώνοντας ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα,
τι το θεριό του βράχου ελόγιαζα να ξεπροβάλει πρώτα 230
εκείθε, η Σκύλλα, μαύρο πού ᾽κλωθε χαμό στους σύντροφούς μου.
Μα πουθενά δεν την ξεχώριζα· τα μάτια μου αποκάμαν
γύρω παντού τον αχνογάλαζο να ψαχουλεύουν βράχο.
Με θρήνους το στενό τραβούσαμε να το διαβούμε ωστόσο·
εδώθε η Σκύλλα, εκείθε η Χάρυβδη, που το νερό ρουφούσε 235
βρουχιώντας το αρμυρό της θάλασσας, που να σε πιάνει τρόμος.
Κι όντας το ξέρνα, αναταράζουνταν και χόχλαζε, ως λεβέτι
σε δυνατή φωτιά που τό ᾽βαλαν, κι ανέβαινε η αλισάχνη
κι απάνω στις κορφές ξανάπεφτε ψηλά των δυο των βράχων.
Μα ως το αρμυρό νερό της θάλασσας αναρουφούσε πάλι, 240
στροβίλα ανοίγουνταν που εχόχλαζε, τρανή, κι ο βράχος άγρια
βογγούσε ολόγυρα, και πρόβελνε κάτω βαθιά του πάτου
ο μαύρος άμμος ― κι οι συντρόφοι μου θωρούσαν κερωμένοι.
Μα ως κείνη βλέπαμε και τρέμαμε πως θα χαθούμε, ξάφνου
πρόφτασε η Σκύλλα κι από τ᾽ άρμενο το βαθουλό συντρόφους 245
έξι μού αρπάζει, τους αξιότερους σε αντρειά και χέρια απ᾽ όλους.
Και καθώς έστρεψα στους σύντροφους και στο άρμενο τα μάτια,
είδα τα πόδια και τα χέρια τους να σειούνται πάνωθέ μου,
ψηλά ως τους έσερνε· και φώναζαν αυτοί κι ανακαλιούνταν
στερνή φορά με το παράπονο στα χείλη τ᾽ όνομά μου. 250
Πώς ο ψαράς απά σε ακρόβραχο με το μακρύ καλάμι
δόλωμα ρίχνει στα μικρόψαρα, στη θάλασσα πετώντας
το αγκίστρι, περαστό σε κέρατο βοδιού καλοθρεμμένου,
κι όταν κανένα πιάσει, το πετάει σπαρταριστό στον άμμο·
παρόμοια τότε τους ανάσερνε σπαρταριστούς στα βράχια 255
και στη μπασιά μπροστά τούς έτρωγε, κι εκείνοι να γλιτώσουν
του κάκου πάλευαν, και γόζουνταν τα χέρια απλώνοντάς μου.
Πιο φοβερό κακό τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ μου
στα τόσα πού ᾽συρα, τα διάβατα της θάλασσας ζητώντας.
Τους βράχους έτσι και τη Χάρυβδη την άγρια και τη Σκύλλα 260
σαν πίσω αφήκαμε, το πάγκαλο θεϊκό νησί σε λίγο
πρόβαλε πέρα· εκεί ήταν τα όμορφα, τα φαρδιοκουτελάτα
του Γήλιου βόδια τ᾽ ουρανόδρομου και τα παχιά τ᾽ αρνιά του.
Ακόμα απ᾽ τ᾽ ανοιχτά του πελάγου στο μελανό καράβι
μουκανητά βοδιών αγρίκησα μακριάθε μαντρισμένων 265
κι αρνιών βελάσματα, και γύρισαν στα φρένα μου όσα μού ᾽πεν
ο Τειρεσίας, ο μάντης πού ᾽ζησε τυφλός στη Θήβα, κι όσα
η Κίρκη μού διπλοπαράγγελνε στην Αία, να ξαλαργέψω
απ᾽ το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο.
Και τότε στους συντρόφους μίλησα με πικραμένα σπλάχνα: 270
“Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, τα λόγια μου γιά ακούτε,
να φανερώσω τί προφήτεψαν ο Τειρεσίας ο μάντης
κι η Κίρκη από την Αία, που γύρευε μακριά να κρατηθούμε
απ᾽ το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο·
τι εδώ μας περιμένουν, έλεγε, τα πιο μεγάλα πάθη. 275
Ελάτε το νησί με τ᾽ άρμενο λοιπόν να προσδιαβούμε!”
Αυτά ειπα, κι η καρδιά τους ράγισε, κι ευτύς αναμεσό τους
ο Ευρύλοχος αγουρομίλησε γυρνώντας κατά μένα:
“Είσαι θεριό, Οδυσσέα! Την κούραση μηδέ η ψυχή σου νιώθει
μηδέ και το κορμί σου· ολάκερος επλάστης σιδερένιος ― 280
που τους συντρόφους σου, από κάματο κι αγρύπνια τσακισμένους,
δε μας αφήνεις να πατήσουμε στεριά και να χαρούμε
γλυκό ψωμί στο θαλασσόζωστο νησί· γυρεύεις μόνο
διωγμένοι απ᾽ το νησί, στη γρήγορη μέσα νυχτιά, στο κύμα
το σκοτεινό να παραδέρνουμε σαν άδικη κατάρα. 285
Φέρνουν κακούς οι νύχτες άνεμους, ζημιές για τα καράβια·
πώς θα γινόταν να ξεφύγουμε τον ξαφνικό χαμό μας,
τυχόν αν άγριο ανεμοτάραχο ξεσπούσε, σηκωμένο
απ᾽ το νοτιά γιά απ᾽ τον ανήμερο πουνέντη, που και δίχως
των κύβερνων θεών το θέλημα τσακίζουν τα καράβια; 290
Πλακώνει η νύχτα, ας γένει, η χάρη της· ελάτε στο ακρογιάλι
δίπλα στο γρήγορο καράβι μας το δείπνο να γνοιαστούμε·
και την αυγή ξανά ανοιγόμαστε στα πελαγίσια πλάτη.”
Αυτά ειπε ο Ευρύλοχος, κι ως σύγκλιναν όλοι μαζί οι συντρόφοι,
τό ᾽νιωσα, πάθη πως μας έκλωθε κάποιος θεός περίσσια, 295
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
“Ευρύλοχε, έτσι με ζορίζετε, κι έχω απομείνει μόνος.
Όμως ελάτε τώρα κι όλοι σας τρανόν αμόστε μου όρκο,
πως αν κοπάδι δούμε πρόβατα μεγάλο γιά γελάδια,
για το κακό μας τόσο αστόχαστος δε θα βρεθεί κανένας 300
να σφάξει βόδι γιά και πρόβατο· δίχως φωνές και γρίνιες
απ᾽ τις θροφές που η Κίρκη η αθάνατη μας έδωσε να τρώτε.”
Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο.
Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐμυθεόμην, ἄπρηκτον ἀνίην,
μή πώς μοι δείσαντες ἀπολλήξειαν ἑταῖροι
εἰρεσίης, ἐντὸς δὲ πυκάζοιεν σφέας αὐτούς. 225
καὶ τότε δὴ Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς
λανθανόμην, ἐπεὶ οὔ τί μ᾽ ἀνώγει θωρήσσεσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε
μάκρ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον
πρῴρης· ἔνθεν γάρ μιν ἐδέγμην πρῶτα φανεῖσθαι 230
Σκύλλην πετραίην, ἥ μοι φέρε πῆμ᾽ ἑτάροισιν·
οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην· ἔκαμον δέ μοι ὄσσε
πάντῃ παπταίνοντι πρὸς ἠεροειδέα πέτρην.
Ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες·
ἔνθεν γὰρ Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις 235
δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
ἦ τοι ὅτ᾽ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ
πᾶσ᾽ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη· ὑψόσε δ᾽ ἄχνη
ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν.
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, 240
πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη
δεινὸν βεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε
ψάμμῳ κυανέη· τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
ἡμεῖς μὲν πρὸς τὴν ἴδομεν δείσαντες ὄλεθρον·
τόφρα δέ μοι Σκύλλη κοίλης ἐκ νηὸς ἑταίρους 245
ἓξ ἕλεθ᾽, οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν·
σκεψάμενος δ᾽ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾽ ἑταίρους
ἤδη τῶν ἐνόησα πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ὑψόσ᾽ ἀειρομένων· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες
ἐξονομακλήδην, τότε γ᾽ ὕστατον, ἀχνύμενοι κῆρ. 250
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεὺς περιμήκεϊ ῥάβδῳ
ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλων
ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο,
ἀσπαίροντα δ᾽ ἔπειτα λαβὼν ἔρριψε θύραζε,
ὣς οἵ γ᾽ ἀσπαίροντες ἀείροντο προτὶ πέτρας· 255
αὐτοῦ δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι κατήσθιε κεκλήγοντας,
χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι.
οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσι
πάντων ὅσσ᾽ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων.
Αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν 260
Σκύλλην τ᾽, αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον
ἱκόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι,
πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ᾽ Ὑπερίονος Ἠελίοιο.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ
μυκηθμοῦ τ᾽ ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων 265
οἰῶν τε βληχήν· καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ
μάντιος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο,
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων, ἀχνύμενος κῆρ· 270
«Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι,
ὄφρ᾽ ὑμῖν εἴπω μαντήϊα Τειρεσίαο
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο·
ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκον. 275
ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ.
αὐτίκα δ᾽ Εὐρύλοχος στυγερῷ μ᾽ ἠμείβετο μύθῳ·
«Σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα
κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, 280
ὅς ῥ᾽ ἑτάρους καμάτῳ ἀδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ
οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον,
ἀλλ᾽ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας,
νήσου ἀποπλαγχθέντας, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ. 285
ἐκ νυκτῶν δ᾽ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν,
γίγνονται· πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον,
ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα,
ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα
νῆα διαρραίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων. 290
ἀλλ᾽ ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπον θ᾽ ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηῒ μένοντες·
ἠῶθεν δ᾽ ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.»
Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι.
καὶ τότε δὴ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων, 295
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Εὐρύλοχ᾽, ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα·
ἀλλ᾽ ἄγε δή μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον,
εἴ κέ τιν᾽ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν 300
ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ· ἀλλὰ ἕκηλοι
ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη.»