Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 225-280
Αυτά τα λόγια ως συναλλάζαμε, με ζύγωναν γυναίκες 225
ξεσηκωμένες απ᾽ τη ρήγισσα την Περσεφόνη πλήθος,
των πιο τρανών ηρώων συγκόρμισσες και θυγατέρες όλες.
Καθώς στο μαύρο γαίμα ολόγυρα κοπάδι εμαζωχτήκαν,
αναρωτιόμουν πώς θα δύνομουν μια μια να τις ρωτήσω.
Και τούτη η πιο καλή μού εικάστηκε βουλή στο λογισμό μου· 230
απ᾽ το παχύ μερί τ᾽ ολόμακρο ξεγύμνωσα σπαθί μου,
κι από το μαύρο γαίμα όλες μαζί δεν άφηνα να πιούνε.
Κι όπως εκείνες πήραν κι έρχουνταν η μια στην άλλη πίσω,
γραμμή ρωτούσα για τη φύτρα τους, κι αυτές μού αποκρινόνταν.
Εκεί είδα εγώ την αρχοντόσογη Τυρώ να φτάνει πρώτη, 235
κι έλεγε κόρη του αψεγάδιαστου του Σαλμωνέα πως ήταν·
την είχεν ο Κρηθέας γυναίκα του, του Αιόλου ο γιος, μα πρώτα
αυτή εναν ποταμό ερωτεύτηκε, το θείο τον Ενιπέα,
τον ποταμό που τα ομορφότερα νερά στη γης σκορπίζει,
γι᾽ αυτό συχνά κι εκείνη πήγαινε στα πάγκαλα νερά του. 240
Τούτου την όψη ο σαλευτής της γης, ο Κοσμοσείστης, πήρε
και πλάγιασε, στου βαθιοστρόβιλου του ποταμού το στόμα,
μαζί της· κύμα τούς περίζωσε καμπουρωτό, γεράνιο,
σαν όρος, το θεό σκεπάζοντας και τη θνητή γυναίκα.
Τη ζώνη εκεί ο θεός τής έλυσε της παρθενιάς και μ᾽ ύπνο 245
την περεχύνει, κι ως εχάρηκε μαζί της την αγάπη,
σφίγγει το χέρι της, της μίλησε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
“Χάρου, γυναίκα, την αγάπη μου! Στο γύρισμα του χρόνου
γιους διαλεχτούς θα κάμεις· ο έρωτας ποτέ των αθανάτων
δεν πάει χαμένος· μόνο γνοιάζου τους και μικρανάθρεψέ τους. 250
Τώρα στο σπίτι τράβα αμίλητη και κρύβε τ᾽ όνομά μου·
ο Ποσειδώνας όμως κάτεχε πως είμαι, ο κοσμοσείστης!”
Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα·
κι αυτή γκαστρώθη και του γέννησε δυο γιους, τρανούς ρηγάδες,
που στου μεγάλου Δία τη δούλεψη σταθήκαν, τον Πελία 255
και το Νηλέα. Μες στην πλατύχωρην Ιωλκό ο Πελίας εζούσε,
πλούσιος σε πρόβατα, κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη Πύλο.
Τους άλλους στον Κρηθέα τούς γέννησεν η αρχόντισσα γυναίκα,
τον Αμυθάονα τον πολέμαρχο, τον Αίσονα, το Φέρη.
Την κόρη του Ασωπού ξεχώρισα μετά, την Αντιόπη· 260
στην αγκαλιά του Δία πως έγειρε παινεύουνταν, και τού ᾽χε
δυο γιους γεννήσει, τον Αμφίονα και τον τρανό το Ζήθο.
Πρώτοι της Θήβας της εφτάπορτης το κάστρο ετούτοι χτίσαν
κι υψώσαν τείχη, τι δε δύνουνταν, κι ας ήταν αντρειωμένοι,
στη Θήβα μέσα την πλατύδρομη χωρίς τειχιά να μένουν. 265
Είδα μετά και του Αμφιτρύωνα το ταίρι, την Αλκμήνη,
που στις αγκάλες ως κοιμήθηκε του Δία του τρισμεγάλου,
τον άτρομο Ηρακλή τού γέννησε, με την καρδιά του λιόντα.
Κι είδα του Κρέοντα του πολέμαρχου την κόρη, τη Μεγάρα,
που του Αμφιτρύωνα την παντρεύτηκεν ο γιος ο ψυχωμένος. 270
Του Οιδίποδα τη μάνα αντίκρισα, την όμορφη Επικάστη,
φριχτές δουλειές που αποδυνάστηκεν ανήξερη, το γιο της
να πάρει γι᾽ άντρα· τον πατέρα του σκοτώνοντας εκείνος
την πήρε ταίρι, μα ως οι αθάνατοι μεμιάς τα ξεσκεπάσαν
στον κόσμον όλο, εκείνος έμεινε να τυραννιέται ρήγας 275
στη Θήβα, τι θεών ανέσπλαχνη βουλή τον κυβερνούσε.
Κι αυτή σκοινί ψηλά απ᾽ της κάμαρας κρεμώντας το δοκάρι
στου Άδη τα σπίτια κάτω εδιάβηκε, του ανήλεου θυροκράτη,
απ᾽ τον καημό της, πίσω αφήνοντας εκείνον σε τυράννια
δίχως σωμό, που από της μάνας του τις Ερινύες τραβούσε. 280
Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες 225
ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια,
ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
αἱ δ᾽ ἀμφ᾽ αἷμα κελαινὸν ἀολλέες ἠγερέθοντο,
αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην.
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή· 230
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ
οὐκ εἴων πιέειν ἅμα πάσας αἷμα κελαινόν.
αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, ἠδὲ ἑκάστη
ὃν γόνον ἐξαγόρευεν· ἐγὼ δ᾽ ἐρέεινον ἁπάσας.
Ἔνθ᾽ ἦ τοι πρώτην Τυρὼ ἴδον εὐπατέρειαν, 235
ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο·
ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ᾽ Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολὺ κάλλιστος ποταμῶν ἐπὶ γαῖαν ἵησι,
καί ῥ᾽ ἐπ᾽ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα. 240
τῷ δ᾽ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος·
πορφύρεον δ᾽ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δὲ θεὸν θνητήν τε γυναῖκα.
λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, κατὰ δ᾽ ὕπνον ἔχευεν. 245
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐτέλεσσε θεὸς φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ᾽ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ
ἀθανάτων· σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε. 250
νῦν δ᾽ ἔρχευ πρὸς δῶμα, καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀνομήνῃς·
αὐτὰρ ἐγώ τοί εἰμι Ποσειδάων ἐνοσίχθων.»
Ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καὶ Νηλῆα,
τὼ κρατερὼ θεράποντε Διὸς μεγάλοιο γενέσθην 255
ἀμφοτέρω· Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
τοὺς δ᾽ ἑτέρους Κρηθῆϊ τέκεν βασίλεια γυναικῶν.
Αἴσονά τ᾽ ἠδὲ Φέρητ᾽ Ἀμυθάονά θ᾽ ἱππιοχάρμην.
Τὴν δὲ μέτ᾽ Ἀντιόπην ἴδον, Ἀσωποῖο θύγατρα, 260
ἣ δὴ καὶ Διὸς εὔχετ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι,
καί ῥ᾽ ἔτεκεν δύο παῖδ᾽, Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε,
οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο
πύργωσάν τ᾽, ἐπεὶ οὐ μὲν ἀπύργωτόν γ᾽ ἐδύναντο
ναιέμεν εὐρύχορον Θήβην, κρατερώ περ ἐόντε. 265
Τὴν δὲ μετ᾽ Ἀλκμήνην ἴδον, Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν,
ἥ ῥ᾽ Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα
γείνατ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα·
καὶ Μεγάρην, Κρείοντος ὑπερθύμοιο θύγατρα,
τὴν ἔχεν Ἀμφιτρύωνος υἱὸς μένος αἰὲν ἀτειρής. 270
Μητέρα τ᾽ Οἰδιπόδαο ἴδον, καλὴν Ἐπικάστην,
ἣ μέγα ἔργον ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο,
γημαμένη ᾧ υἷϊ· ὁ δ᾽ ὃν πατέρ᾽ ἐξεναρίξας
γῆμεν· ἄφαρ δ᾽ ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων 275
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς·
ἡ δ᾽ ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο,
ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ᾽ ὑψηλοῖο μελάθρου,
ᾧ ἄχεϊ σχομένη· τῷ δ᾽ ἄλγεα κάλλιπ᾽ ὀπίσσω
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσι. 280