Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 10 στ. 198-273
Αυτά ειπα, κι εκεινών εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
τι του Αντιφάτη αναθυμήθηκαν του Λαιστρυγόνα τα έργα
και του άγριου, ανθρωποφάγου Κύκλωπα, του πολυδυναμάρη· 200
και κίνησαν το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια τους ποτάμι,
μα δίχως όφελος! Τί κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
Και τότε παίρνω και τους σύντροφους τους αντρειωμένους όλους
στα δυο μοιράζω, και τους έβαλα και δυο αρχηγούς, σε τούτους
εγώ να ορίζω, κι ο θεόμορφος Ευρύλοχος στους άλλους. 205
Σε κράνος χάλκινο ταράζουμε με βιάση τους λαχνούς μας,
κι όπως του Ευρύλοχου του αντρόκαρδου πετάχτηκε όξω ο κλήρος,
κινούσε· εικοσιδυό ξοπίσω του συντρόφοι ακολουθούσαν
με κλάματα, και μας αφήνοντας σε βόγγους και σε θρήνους.
Και βρήκαν σε βαθύ συλλάγκαδο της Κίρκης το παλάτι, 210
πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν και λιόντες, πού ᾽χε ατή της
γητέψει, δίνοντάς τους βότανα φαρμακερά να φάνε.
Κι ουδέ που χίμιξαν απάνω τους, καθώς τους είδαν ξένους,
μόν᾽ τις μακριές ουρές χαρούμενα κουνώντας σηκωθήκαν. 215
Πώς κάνουν γύρα στον αφέντη τους τρανές χαρές οι σκύλοι,
από τραπέζι ως φτάνει, ξέροντας καλούδια πως τους φέρνει,
όμοια κι οι λιόντες κι οι ατσαλόνυχοι τους κάναν λύκοι τότε
τρανές χαρές, μα εκείνοι τρόμαξαν, τέτοια θεριά να ιδούνε.
Στην ξώπορτα της ωριοπλέξουδης θεάς ομπρός σταθήκαν, 220
της Κίρκης, κι άκουαν που με γάργαρη φωνή τραγούδαε μέσα,
μεγάλο ως ύφαινε κι αθάνατο πανί ― και μη δεν είναι
όλα οι θεές που υφαίνουν όμορφα, ψιλά, χαριτωμένα;
Τότε ο τρανός Πολίτης κίνησε τα λόγια αναμεσό τους,
ο πιο μου μπιστεμένος σύντροφος κι ο πιο που τού ᾽χα αγάπη: 225
“Κάποια γυναίκα πηγαινόρχεται στον αργαλειό της, φίλοι,
το μέγα, τραγουδώντας όμορφα, κι αντιδονεί το σπίτι ―
θνητή, θεά, δεν ξέρω· γρήγορα μαζί ας φωνάξουμε όλοι!”
Σαν είπε τούτα, εκείνοι εφώναξαν με δύναμη, κι η Κίρκη
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε, 230
τους κάλεσε να μπούν· ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
και μόνο ο Ευρύλοχος απόμεινε, τι οσμίστη κάποιο δόλο.
Κι ως τους συνέμπασε, τους έδωκε σκαμνιά, θρονιά να κάτσουν,
και σε κρασί απ᾽ την Πράμνη ανάδευε μαζί τυρί ξυσμένο,
μέλι ξανθό και κριθαράλευρο, και μέσα εκεί τους ρίχνει 235
κακά βοτάνια, την πατρίδα τους για πάντα να ξεχάσουν.
Κι ως τους το κέρασε και το άδειασαν, σε μια στιγμή τούς δίνει
με το ραβδί της, και τους έκλεισε στα χοιρομάντρια μέσα.
Χοίρου κορμί αποχτήσαν όλοι τους, φωνή, κεφάλι, τρίχες,
μόνο που κράτησαν αθόλωτο το νου τους, ως και πρώτα. 240
Κι εκεί που μαντρισμένοι εμύρουνταν, η Κίρκη, για να φάνε,
έριξε κράνα, πρινοβέλανα μπροστά τους και βαλάνια,
τι άλλη θροφή οι χαμοκειτάμενοι δε συνηθούνε χοίροι.
Κι ο Ευρύλοχος τρεχάτος έφτασε στο μελανό καράβι,
να πει τί απόγιναν οι σύντροφοι, το τί κακό τούς βρήκε. 245
Βαρύς καημός καθώς τον έπνιγε, μια λέξη καν να βγάλει
του κάκου πάλευε απ᾽ το στόμα του· τα δάκρυα πλημμυρούσαν
τα δυο του μάτια, κι όλο τού ᾽ρχονταν σε θρήνο να ξεσπάσει.
Μα όπως ριχτήκαμε όλοι πάνω του ρωτώντας σαστισμένοι,
εκείνος το χαμό ανιστόρησε των άλλων μας συντρόφων: 250
“Τρανέ Οδυσσέα, καθώς μας πρόσταξες, διαβήκαμε το δάσο,
και σε λαγκάδι αρχοντοπάλατο ξεκρίναμε μεγάλο,
πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
Εκεί στον αργαλειό της άκουσαν που ψιλοτραγουδούσε
κάποια θεά ή θνητή, και φώναξαν με δύναμη, κι εκείνη 255
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
τους κάλεσε να μπούν· ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
και μόνο εγώ, που δόλο οσμίζομουν, απόμεινα ξοπίσω.
Κι όλοι μαζί γενήκαν άφαντοι, δε βγήκε πια κανένας,
κι εγώ καθόμουν και τους πρόσμενα πολληώρα να φανούνε.” 260
Είπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο σπαθί στους ώμους πάνω,
το χάλκινο, το μέγα, επέρασα, και γύρα το δοξάρι,
κι είπα του Ευρύλοχου να πάρουμε μαζί την ίδια στράτα.
Μα εκείνος μού ᾽πιασε τα γόνατα και με παρακαλιόταν
και λόγια μού ᾽λεγε ανεμάρπαστα στα κλάματά του μέσα: 265
“Εδώ παράτα με, αρχοντόθρεφτε, κει πέρα μη με σέρνεις
αθέλητά μου· ούτ᾽ ένα σύντροφο πια δε γυρίζεις πίσω,
κι ατός σου δε γυρνάς· μα ας φύγουμε καν με τους άλλους τούτους
το γρηγορότερο· γλιτώνουμε την κακιάν ώρα ακόμα!”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τού δίνω: 270
“Εσύ να μείνεις τώρα, Ευρύλοχε, σε τούτο το ακρογιάλι
τρώγοντας, πίνοντας, στο μαύρο μας βαθύ καράβι δίπλα·
όμως εγώ θα πάω, δε γίνεται· βαριά με σφίγγει ανάγκη.”
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ
μνησαμένοις ἔργων Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο
Κύκλωπός τε βίης μεγαλήτορος, ἀνδροφάγοιο. 200
κλαῖον δὲ λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
Αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
ἠρίθμεον, ἀρχὸν δὲ μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα·
τῶν μὲν ἐγὼν ἄρχον, τῶν δ᾽ Εὐρύλοχος θεοειδής. 205
κλήρους δ᾽ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλομεν ὦκα·
ἐκ δ᾽ ἔθορε κλῆρος μεγαλήτορος Εὐρυλόχοιο.
βῆ δ᾽ ἰέναι, ἅμα τῷ γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἑταῖροι
κλαίοντες· κατὰ δ᾽ ἄμμε λίπον γοόωντας ὄπισθεν.
εὗρον δ᾽ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης 210
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,
τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾽ ἔδωκεν.
οὐδ᾽ οἵ γ᾽ ὁρμήθησαν ἐπ᾽ ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἄρα τοί γε
οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν. 215
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα
σαίνωσ᾽· αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ·
ὣς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες
σαῖνον· τοὶ δ᾽ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα.
ἔσταν δ᾽ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο, 220
Κίρκης δ᾽ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε Πολίτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε· 225
«Ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν
καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾽ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες.
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξελθοῦσα θύρας ὤϊξε φαεινὰς 230
καὶ κάλει· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο·
Εὐρύλοχος δ᾽ ὑπέμεινεν, ὀΐσάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν
οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα· ἀνέμισγε δὲ σίτῳ 235
φάρμακα λύγρ᾽, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾽ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε
καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ. 240
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο· τοῖσι δὲ Κίρκη
πὰρ ῥ᾽ ἄκυλον βάλανόν τ᾽ ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
Εὐρύλοχος δ᾽ ἂψ ἦλθε θοὴν ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον. 245
οὐδέ τι ἐκφάσθαι δύνατο ἔπος, ἱέμενός περ,
κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος· ἐν δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾽ ὠΐετο θυμός.
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν πάντες ἀγασσάμεθ᾽ ἐξερέοντες,
καὶ τότε τῶν ἄλλων ἑτάρων κατέλεξεν ὄλεθρον· 250
«Ἤιομεν, ὡς ἐκέλευες ἀνὰ δρυμά, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ·
εὕρομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
ἔνθα δέ τις μέγαν ἱστὸν ἐποιχομένη λίγ᾽ ἄειδεν
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες. 255
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξελθοῦσα θύρας ὤϊξε φαεινὰς
καὶ κάλει· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο·
αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα, ὀϊσάμενος δόλον εἶναι.
οἱ δ᾽ ἅμ᾽ ἀϊστώθησαν ἀολλέες, οὐδέ τις αὐτῶν
ἐξεφάνη· δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον.» 260
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγὼ περὶ μὲν ξίφος ἀργυρόηλον
ὤμοιϊν βαλόμην, μέγα χάλκεον, ἀμφὶ δὲ τόξα·
τὸν δ᾽ ἂψ ἠνώγεα αὐτὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων
καί μ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 265
«Μή μ᾽ ἄγε κεῖσ᾽ ἀέκοντα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾽ αὐτοῦ.
οἶδα γὰρ ὡς οὔτ᾽ αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν᾽ ἄλλον
ἄξεις σῶν ἑτάρων· ἀλλὰ ξὺν τοίσδεσι θᾶσσον
φεύγωμεν· ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸν ἦμαρ.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον· 270
«Εὐρύλοχ᾽, ἦ τοι μὲν σὺ μέν᾽ αὐτοῦ τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ
ἔσθων καὶ πίνων, κοίλῃ παρὰ νηῒ μελαίνῃ·
αὐτὰρ ἐγὼν εἶμι· κρατερὴ δέ μοι ἔπλετ᾽ ἀνάγκη.»