Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 178-220
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια·
πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου· 180
Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ᾽ έχουν ρήγα.
Εδώ εχω φτάσει με τους σύντροφους στο πλοίο μου· ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
Μακριά απ᾽ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει, 185
κάτω απ᾽ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
παλιά· γιά τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό Λαέρτη,
και ρώτα τον· ακούω, δεν έρχεται στην πολιτεία πια τώρα,
μόν᾽ έξω στα χωράφια κάθεται μακριά και τυραννιέται, 190
και μια γερόντισσα τον γνοιάζεται μπροστά του κουβαλώντας
φαγί, κρασί, σαν πια στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
σουρθεί ολημέρα κι απ᾽ τον κάματο τού ᾽χουν λυθεί τα γόνα.
Με βλέπεις τώρα εδώ, τι ακούστηκε πως είχε πια διαγείρει
ο κύρης σου· θεοί όμως σίγουρα θα του αμποδάν το δρόμο. 195
Όχι, ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος δεν πέθανεν ακόμα!
Κάπου θα ζει σε θαλασσόζωστο νησί, περιορισμένος
απ᾽ το πλατύ το πέλαο, κι άπονοι τον δυναστεύουν άντρες,
άγριοι, που αμπόδια στο ταξίδι του θα βάζουν άθελά του.
Μαντεία θα κάνω τώρα κι άκου με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν 200
την ώρα αυτή στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει,
κι ας μην κατέχω εγώ μαντέματα, κι απ᾽ όρνια ας μη γνωρίζω:
Καιρό πολύ από την πατρίδα του πια δε θα λείψει εκείνος·
ακόμα σιδερένιες άλυσες κι αν τον κρατούν δεμένο,
θα βρεί τον τρόπο λέω, πολύτεχνος ως είναι, να γυρίσει. 205
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Γιο του ο Οδυσσέας να σ᾽ έχει γίνεται, τόσο τρανός που δείχνεις;
Τα όμορφα μάτια, το κεφάλι σου σα βλέπω, μου θυμίζεις
εκείνον, τι συναπαντιούμαστε πολλές φορές οι δυο μας,
πριν για την Τροία κινήσει· κι έφευγαν μαζί κι Αργίτες άλλοι 210
στα βαθουλά καράβια, οι κάλλιοι μας. Από τα χρόνια εκείνα
τον Οδυσσέα πια δεν αντίκρισα, μηδέ κι εμένα εκείνος.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε·
δικός του λέει πως είμαι η μάνα μου, μα εγώ πού θες να ξέρω; 215
Ο άντρας ποιός είναι που μας έσπειρε κανένας δεν κατέχει.
Αχ, κάποιου ανθρώπου καλορίζικου νά ᾽μουν υγιός, μακάρι,
που τόνε βρίσκουν τα γεράματα μες στα πολλά αγαθά του!
Μα τώρα αυτός που, ως λεν, με γέννησε, μια και ζητάς να μάθεις,
μέσα στον κόσμον όλο εστάθηκεν ο πιο συφοριασμένος.» 220
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι 180
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ᾽ ὧδε ξὺν νηῒ κατήλυθον ἠδ᾽ ἑτάροισι,
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾽ αἴθωνα σίδηρον.
νηῦς δέ μοι ἥδ᾽ ἕστηκεν ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος, 185
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηΐῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ᾽ ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ᾽ εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾽ εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε
ἔρχεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐπ᾽ ἀγροῦ πήματα πάσχειν 190
γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ᾽ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ᾽ ἀνὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ᾽ ἦλθον· δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾽ ἐπιδήμιον εἶναι,
σὸν πατέρ᾽· ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου. 195
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾽ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ,
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν,
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾽ ἀέκοντα.
αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ 200
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω,
οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ᾽ οἰωνῶν σάφα εἰδώς.
οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης
ἔσσεται, οὐδ᾽ εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ᾽ ἔχῃσι·
φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν. 205
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος.
αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας
κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ᾽ ἀλλήλοισι,
πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι 210
Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν·
ἐκ τοῦ δ᾽ οὔτ᾽ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ᾽ ἐμὲ κεῖνος.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
μήτηρ μέν τ᾽ ἐμέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε 215
οὐκ οἶδ᾽· οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾽ ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς
ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖς ἔπι γῆρας ἔτετμε.
νῦν δ᾽ ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων,
τοῦ μ᾽ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ᾽ ἐρεείνεις.» 220