Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 152-215
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
γυρνούμε το νησί, θαμάζοντας τις τόσες ομορφιές του·
και του βουνού οι Κυράδες σήκωσαν, του Βροντοσκουταράτου
οι θυγατέρες, αγριοκάτσικα, να φάνε οι σύντροφοί μου. 155
Γυρτά δοξάρια, μακροκάλαμα κοντάρια απ᾽ τα καράβια
μεμιάς αρπάζοντας αρχίζουμε, στα τρία διαμοιρασμένοι,
να ρίχνουμε, κι ευτύς μας έδωκε πολύ ο θεός κυνήγι.
Καράβια με ακλουθούσαν δώδεκα, και πέσαν στο καθένα
από εννιά αγρίμια· δέκα διάλεξαν να πάρω εγώ μονάχα. 160
Έτσι, ως του ηλιού τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί ευφραινόμαστε όλοι·
δε μας απόλειπε το κόκκινο κρασί μαθές ακόμα·
είχαν τα πλοία μας· τι ως πατήσαμε το κάστρο των Κικόνων,
πολύ ο καθένας μας εγνοιάστηκε να πάρει σε λαγήνια. 165
Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της
κι απ᾽ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη, 170
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
“Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι,
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοί κάθουνται, σαν τί λογής ανθρώποι.
Άνομοι νά ᾽ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο, 175
γιά εχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;”
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν. 180
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε ―μακριά μαθές δεν ήταν―
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο· πολλά κοπάδια μέσα,
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα· και τρογύρα
μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες 185
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα.
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾽ αρνιά του
βοσκούσε μοναχός, παράμερα· κι ουδ᾽ έσμιγε τους άλλους
ποτέ, μόν᾽ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα.
Τόσο θεόρατος που τά ᾽χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι, 190
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο
βουνού αψηλού, που στ᾽ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
Στους άλλους τότε μπιστεμένους μου συντρόφους δίνω διάτα
στο άρμενο πλάι να μένουν, το άρμενο στο νου τους πάντα νά ᾽χουν,
κι υστέρα δώδεκα διαλέγοντας, τους πιο αντρειανούς συντρόφους, 195
κινούσα, ασκί κρατώντας γίδινο, κρασί γεμάτο μαύρο,
γλυκόπιοτο· μου τό ᾽χε ο Μάρωνας, του Ευάνθη ο γιος, χαρίσει,
του Φοίβου ο λειτουργός, στην Ίσμαρο που ζούσε, σκέποντάς τη·
στο άλσος του Απόλλωνα το σύδεντρο καθόταν, μα από σέβας
δεν του πειράξαμε το ταίρι του και το παιδί του, μήτε 200
τον ίδιο εμείς· γι᾽ αυτό μού χάρισε παράξια δώρα τότε:
Τάλαντα εφτά χρυσάφι μού ᾽δωκε με τέχνη δουλεμένο,
κι ακόμα ενα κροντήρι ολάργυρο μου χάρισε, και τέλος
λαγήνες δώδεκα μου γέμισε κρασί γλυκό κι ακράτο,
που να το πίνουν μόνο αθάνατοι· στο σπίτι του κανένας 205
δούλος γιά βάγια του δεν κάτεχε κρασί πως έχει τέτοιο,
έξω απ᾽ τον ίδιο, τη γυναίκα του και μια κελάρισσά τους.
Και κάθε που ήταν απ᾽ το κόκκινο γλυκό κρασί να πιούνε,
μια κούπα μόνο αρκούσε σε είκοσι μέτρα νερό να ρίξει,
κι απ᾽ το κροντήρι ευτύς ξεχύνουνταν γλυκιά ευωδιά ενα γύρο, 210
θεϊκιά, και τότε πια δεν άντεχες να μην το δοκιμάσεις.
Ασκί τρανό από τούτο γέμισα, και πήρα το ταγάρι
με τις θροφές· ψυχανεμίζουνταν η πέρφανη καρδιά μου
πως άντρα ν᾽ ανταμώσω πήγαινα περίσσια αντρειά ζωσμένο,
άγριο, που ουδέ από νόμους ήξερε κι ουδέ το δίκιο εψήφα. 215
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆσον θαυμάζοντες ἐδινεόμεσθα κατ᾽ αὐτήν.
ὦρσαν δὲ νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
αἶγας ὀρεσκῴους, ἵνα δειπνήσειαν ἑταῖροι. 155
αὐτίκα καμπύλα τόξα καὶ αἰγανέας δολιχαύλους
εἱλόμεθ᾽ ἐκ νηῶν, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες
βάλλομεν· αἶψα δ᾽ ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην.
νῆες μέν μοι ἕποντο δυώδεκα, ἐς δὲ ἑκάστην
ἐννέα λάγχανον αἶγες· ἐμοὶ δὲ δέκ᾽ ἔξελον οἴῳ. 160
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός,
ἀλλ᾽ ἐνέην· πολλὸν γὰρ ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι
ἠφύσαμεν Κικόνων ἱερὸν πτολίεθρον ἑλόντες. 165
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
καπνόν τ᾽ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀΐων τε καὶ αἰγῶν.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 170
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον·
«Ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾽, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηΐ τ᾽ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν
ἐλθὼν τῶνδ᾽ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 175
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.»
Ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾽ ἑταίρους
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. 180
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾽ ἐγγὺς ἐόντα,
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν, ἄγχι θαλάσσης,
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές· ἔνθα δὲ πολλὰ
μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ᾽ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι 185
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ᾽ ἄλλους
πωλεῖτ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
καὶ γὰρ θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει 190
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾽ ἄλλων.
Δὴ τότε τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
αὐτοῦ πὰρ νηΐ τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ κρίνας ἑτάρων δυοκαίδεκ᾽ ἀρίστους 195
βῆν· ἀτὰρ αἴγεον ἀσκὸν ἔχον μέλανος οἴνοιο,
ἡδέος, ὅν μοι δῶκε Μάρων, Εὐάνθεος υἱός,
ἱρεὺς Ἀπόλλωνος, ὃς Ἴσμαρον ἀμφιβεβήκει,
οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ᾽ ἠδὲ γυναικὶ
ἁζόμενοι· ᾤκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι 200
Φοίβου Ἀπόλλωνος. ὁ δέ μοι πόρεν ἀγλαὰ δῶρα·
χρυσοῦ μέν μοι δῶκ᾽ εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα,
δῶκε δέ μοι κρητῆρα πανάργυρον, αὐτὰρ ἔπειτα
οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι δυώδεκα πᾶσιν ἀφύσσας,
ἡδὺν ἀκηράσιον, θεῖον ποτόν· οὐδέ τις αὐτὸν 205
ἠείδη δμώων οὐδ᾽ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ,
ἀλλ᾽ αὐτὸς ἄλοχός τε φίλη ταμίη τε μί᾽ οἴη.
τὸν δ᾽ ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν,
ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα
χεῦ᾽, ὀδμὴ δ᾽ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, 210
θεσπεσίη· τότ᾽ ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν.
τοῦ φέρον ἐμπλήσας ἀσκὸν μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ· αὐτίκα γάρ μοι ὀΐσατο θυμὸς ἀγήνωρ
ἄνδρ᾽ ἐπελεύσεσθαι μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν,
ἄγριον, οὔτε δίκας εὖ εἰδότα οὔτε θέμιστας. 215