Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 7 στ. 153-239
Αυτά ειπε, και στο τζάκι εκάθισε, πλάι στη φωτιά, στις στάχτες,
κι οι άλλοι απομείναν όλοι αμίλητοι και δεν εβγάζαν άχνα.
Αργά το λόγο πήρε ο γέροντας, ο αρχοντικός Εχένηος, 155
που όλους τους Φαίακες τους αντρόψυχους στα χρόνια ξεπερνούσε,
κι ήταν στα λόγια πρώτος κι ήξερε πολλά και περασμένα.
Και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Αλκίνοε, τούτο εδώ πολύ όμορφο δεν είναι, δεν ταιριάζει
ο ξένος πλάι στη στια να κάθεται, κατάχαμα, στις στάχτες. 160
Οι άλλοι σωπαίνουν απαντέχοντας το λόγο το δικό σου.
Μα τώρα ομπρός, τον ξένο σήκωσε και σε θρονί να κάτσει
οδήγα τον ασημοκάρφωτο· κρασί να συγκεράσουν
στους κράχτες πες μετά, να κάνουμε στον κεραυνόχαρο όλοι
το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες. 165
Και μέσα ό,τι βρεθεί η κελάρισσα να φάει στον ξένο ας δώκει.»
Μόλις το λόγο τούτο αγρίκησεν ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος,
του πολεμάρχου, πολυμήχανου πήρε Οδυσσέα το χέρι,
τον σήκωσε απ᾽ τη στια και σε θρονί τον κάθισε αστροβόλο,
αφού το γιο του εκείθε σήκωσε, που δίπλα του καθόταν, 170
το Λαοδάμα τον αντρόκαρδο, και τού ᾽χε αγάπη πλήθια.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθεί, και δίπλα του άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα του κουβαλάει και πλήθος, 175
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τον.
Κι έτρωγε κι έπινε ο πολύπαθος ισόθεος Οδυσσέας.
Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
«Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, και μες στο αρχονταρίκι
κέρνα γραμμή, για να προσφέρουμε στον κεραυνόχαρο όλοι 180
το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες.»
Αυτά ειπε, και κρασί μελόγλυκο συγκέρασε ο διαλάλης
και σε όλα τα ποτήρια εμοίραζεν, απ᾽ τις σπονδές ν᾽ αρχίσουν.
Και σα σταλάξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε: 185
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστράτορες και πρωτοκεφαλάδες,
το τί η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω·
τώρα που φάγατε, στα σπίτια σας να κοιμηθείτε σύρτε,
και την αυγή γερόντοι πιότεροι να καλεστούν και νά ᾽ρθουν,
τον ξένο να καλοσκαμνίσουμε δω μέσα, και θυσίες 190
πανώριες στους θεούς να κάμουμε, μετά να βουλευτούμε
το πώς ο ξένος μας ανέκοπα και δίχως κακοπάθιες
θα στρέψει πίσω στην πατρίδα του, πολύ κι ας είναι αλάργα,
χαρούμενος, μιαν ώρα αρχύτερα, με συνοδειά δική μας.
Μηδέ και να τον βρουν μεσόστρατα κακά και βάσανα άλλα, 195
στα πατρικά του ως νά ᾽βγει χώματα· κι εκεί μετά θα πάθει
ό,τι είν᾽ γραφτό του κι οι σκληρόκαρδες τού ᾽χουν κλωσμένα Μοίρες,
σύντας γεννιόταν κι η μητέρα του τον έφερνε στον κόσμο.
Αν ήρθε πάλι απ᾽ τους αθάνατους των ουρανών κανένας,
τότε οι θεοί κάτι άλλο σίγουρα μας μελετούν με τούτο· 200
τι ως τώρα ως είναι ομπρός μας δείχνουνται, χωρίς ειδή ν᾽ αλλάζουν,
κάθε φορά που τους προσφέρνουμε λαμπρές ιερές θυσίες·
και τρων μαζί με μας, καθούμενοι στις τάβλες τις δικές μας.
Και μόνος αν οδεύει κάποιος μας και τους συντύχει ομπρός του,
δεν του κρυβόνται· συγγενεύουμε μαθές εμείς μαζί τους, 205
ως συγγενεύουνε κι οι Κύκλωπες κι οι ανήμεροι Γιγάντοι.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, γνοιάσου γι᾽ άλλα πράματα! Δε μοιάζω εγώ καθόλου
με τους αθάνατους, που ορίζουνε ψηλά τα ουράνια πλάτη,
στην ελικιά, μηδέ στο ανάριμμα· θνητούς θυμίζω μόνο. 210
Ξέρετε ανθρώπους που δυστύχησαν περίσσια στη ζωή τους:
Μόνο με τούτους θα παράβγαινα στα τόσα μου τυράννια!
Κι ακόμα πιο μεγάλα βάσανα θα σου ιστορούσα, αν ήταν
τα που οι θεοί θελήσαν κι έσυρα να πω μιαν άκρη ως άλλη.
Μα να δειπνήσω τώρα αφήστε με, κι ας νιώθω πίκρα τόση· 215
τι απ᾽ τη φριχτή κοιλιά πιο αδιάντροπο δε γίνεται στον κόσμο·
σε σπρώχνει, θες δε θες, κι ας βρίσκεσαι σε παιδεμούς μεγάλους,
κι ας καίγεται η καρδιά στα στήθη σου, να τη θυμάσαι πάντα.
Έτσι κι εγώ: η καρδιά μου καίγεται, κι αυτή να τρώω, να πίνω
με σπρώχνει αδιάκοπα, κι ως βιάζεται να φάει και να χορτάσει, 220
από το νου μου σβήνει ολότελα τα πάθη πού ᾽χω σύρει.
Μα εσείς, σα φέξει, δίχως άργητα γνοιαστείτε στην πατρίδα
να με γυρίστε τον τρισάμοιρο· μετά από τόσα πάθη,
νά ᾽ταν και μια στιγμή ν᾽ αντίκριζα το αψηλοτάβανό μου
το αρχοντικό, το βιος, τους δούλους μου, κι ας πέθαινα στην ώρα!» 225
Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν, κι αναμεσό τους λέγαν,
του ξένου, έτσι σωστά που μίλησε, να του σταθούν στη στράτα.
Και σα σταλάξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.
Στο αρχονταρίκι ωστόσο απόμεινεν ο ισόθεος Οδυσσέας· 230
η Αρήτη πλάι του κι ο θεόμορφος Αλκίνοος εκαθόνταν,
κι ήταν ακόμα οι τραπεζάρισσες, που πάστρευαν τις τάβλες.
Η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο επήρε πρώτη,
τι είδε τα ρούχα και τα γνώρισε ―τη χλαίνα, το χιτώνα―
τα πάγκαλα, που τά ᾽χε μόνη της υφάνει με τις βάγιες· 235
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Ξένε, για τούτο πρώτα θά ᾽θελα να σε ρωτήσω ατή μου·
ποιός είσαι, πούθε; ποιός σού τά ᾽δωκε τα ρούχα αυτά; δεν είπες
αλήθεια πως θαλασσοδάρθηκες, πριν φτάσεις στο νησί μας;»
Ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι
πὰρ πυρί· οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος, 155
ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν
καὶ μύθοισι κέκαστο, παλαιά τε πολλά τε εἰδώς·
ὅ σφιν ἐῢ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«Ἀλκίνο᾽, οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε,
ξεῖνον μὲν χαμαὶ ἧσθαι ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν· 160
οἵδε δὲ σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ ξεῖνον μὲν ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου
εἷσον ἀναστήσας, σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον
οἶνον ἐπικρῆσαι, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ
σπείσομεν, ὅς θ᾽ ἱκέτῃσιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ· 165
δόρπον δὲ ξείνῳ ταμίη δότω ἔνδον ἐόντων.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην
ὦρσεν ἀπ᾽ ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ,
υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα Λαοδάμαντα, 170
ὅς οἱ πλησίον ἷζε, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε.
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα, 175
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο·
«Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον
πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ 180
σπείσομεν, ὅς θ᾽ ἱκέτῃσιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.»
Ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,
νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· 185
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
νῦν μὲν δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾽ ἰόντες·
ἠῶθεν δὲ γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες
ξεῖνον ἐνὶ μεγάροις ξεινίσσομεν ἠδὲ θεοῖσι 190
ῥέξομεν ἱερὰ καλά, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς
μνησόμεθ᾽, ὥς χ᾽ ὁ ξεῖνος ἄνευθε πόνου καὶ ἀνίης
πομπῇ ὑφ᾽ ἡμετέρῃ ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐστί,
μηδέ τι μεσσηγύς γε κακὸν καὶ πῆμα πάθῃσι 195
πρίν γε τὸν ἧς γαίης ἐπιβήμεναι· ἔνθα δ᾽ ἔπειτα
πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι
γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ.
εἰ δέ τις ἀθανάτων γε κατ᾽ οὐρανοῦ εἰλήλουθεν,
ἄλλο τι δὴ τόδ᾽ ἔπειτα θεοὶ περιμηχανόωνται. 200
αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς
ἡμῖν, εὖτ᾽ ἔρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας,
δαίνυνταί τε παρ᾽ ἄμμι καθήμενοι ἔνθα περ ἡμεῖς.
εἰ δ᾽ ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης,
οὔ τι κατακρύπτουσιν, ἐπεί σφισιν ἐγγύθεν εἰμέν, 205
ὥς περ Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνο᾽, ἄλλο τί τοι μελέτω φρεσίν· οὐ γὰρ ἐγώ γε
ἀθανάτοισιν ἔοικα, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἀλλὰ θνητοῖσι βροτοῖσιν· 210
οὕς τινας ὑμεῖς ἴστε μάλιστ᾽ ὀχέοντας ὀϊζὺν
ἀνθρώπων, τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην.
καὶ δ᾽ ἔτι κεν καὶ πλείον᾽ ἐγὼ κακὰ μυθησαίμην,
ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ· 215
οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο
ἔπλετο, ἥ τ᾽ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ
καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
ὡς καὶ ἐγὼ πένθος μὲν ἔχω φρεσίν, ἡ δὲ μάλ᾽ αἰεὶ
ἐσθέμεναι κέλεται καὶ πινέμεν, ἐκ δέ με πάντων 220
ληθάνει ὅσσ᾽ ἔπαθον, καὶ ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει.
ὑμεῖς δ᾽ ὀτρύνεσθε ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν,
ὥς κ᾽ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐμῆς ἐπιβήσετε πάτρης,
καί περ πολλὰ παθόντα· ἰδόντα με καὶ λίποι αἰὼν
κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα.» 225
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς, 230
πὰρ δέ οἱ Ἀρήτη τε καὶ Ἀλκίνοος θεοειδὴς
ἥσθην· ἀμφίπολοι δ᾽ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός.
τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἄρχετο μύθων·
ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἰδοῦσα
καλά, τά ῥ᾽ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί· 235
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; τίς τοι τάδε εἵματ᾽ ἔδωκεν;
οὐ δὴ φῂς ἐπὶ πόντον ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι;»