Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 6 στ. 127-185
Είπε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και πρόβαλε απ᾽ τα θάμνα,
κι απ᾽ τον πυκνό το λόγγο ετσάκισε με το βαρύ του χέρι
κλωνάρι φουντωμένο, ολόγυρα να κρύψει την ντροπή του·
και βγήκε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, αντρειά κι ορμή γεμάτος, 130
βροχοδαρμένος, ανεμόδαρτος, που κίνησε, και φλόγες
πετούν τα μάτια του, σε πρόβατα να πέσει γιά σε βόδια,
γιά και στου λόγγου τα λαφόπουλα· τι η πείνα τον κεντρίζει
αρνίσιο κρέας να φάει, χιμίζοντας και στην πιο στέρια μάντρα.
Όμοια ο Οδυσσέας τις καλοπλέξουδες κοπέλες πήρε δρόμο 135
να σμίξει, και γυμνός· τον έσφιγγε τρανή μαθές ανάγκη.
Τον είχε φάγει η αρμύρα κι έδειχνε φριχτός, για τούτο εκείνες
σκιαγμένες στου γιαλού διασκόρπισαν τις γλώσσες δώθε κείθε.
Μόνο του Αλκίνου η κόρη εστάθηκε· τι στην καρδιά κουράγιο
τής έβαλε η Αθηνά κι απόδιωξε το φόβο απ᾽ το κορμί της· 140
και στάθη αντίκρυ αμετασάλευτη. Κι εκείνος στοχαζόταν,
τάχα την κόρη την πανέμορφη να πιάσει από τα γόνα,
γιά και μακριάθε με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
την πολιτεία πού πέφτει αν τού ᾽δειχνε και τού ᾽δινε και ρούχα.
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι: 145
Μακριάθε πρώτα με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
μήπως θυμώσει η κόρη, αν έπιανε τα γόνατά της ξάφνου.
Ευτύς λοιπόν γλυκά της μίλησε και καλοζυγιασμένα:
«Στα γόνατά σου πέφτω, αρχόντισσα! Θεός, θνητός, τι νά ᾽σαι;
Θεός αν είσαι, απ᾽ όσους τ᾽ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια, 150
εγώ πιο απ᾽ όλους με την Άρτεμη, του τρανού Δία την κόρη,
σε συνομοιάζω στο παράστημα, στην ελικιά, στην όψη.
Θνητών αν είσαι πάλε γέννημα, που ζουν στη γης απάνω,
χαρά στον κύρη και στη μάνα σου και τρεις φορές χαρά τους,
και τρεις φορές χαρά στ᾽ αδέρφια σου, που απ᾽ αφορμή δική σου 155
βαθιά αναγάλλιαση στα στήθη τους θα νιώθουν κάθε τόσο,
τέτοιο βλαστάρι καμαρώνοντας μες στο χορό να μπαίνει.
Μα ο πιο καλότυχος ―χαρά στονε χίλιες φορές!― που δώρα
περίσσια δίνοντας στο σπίτι του γυναίκα θα σε πάρει.
Τέτοιο θνητό ποτέ τα μάτια μου δεν έχουν δει, μήτε άντρα 160
μήτε γυναίκα αλήθεια· θάμπωσα θωρώντας σε μπροστά μου!
Μονάχα στο βωμό του Απόλλωνα, στη Δήλο, κάποια μέρα
μιας φοινικιάς βλαστάρι νιόβγαλτο που ξεπετιόταν είδα·
τι κι απ᾽ τα μέρη εκείνα διάβηκα, κι ήταν πολλοί που ακλούθουν
στη στράτα αυτή, που η μοίρα μού ᾽γραφε βαριά να σύρω πάθη. 165
Όμοια κι εκείνο τότε βλέποντας στεκόμουν ώρα, κι είχα
θαμπώσει, τι στη γη δεν πρόβαλε τέτοιος βλαστός ως τώρα ―
όπως και σένα καμαρώνοντας θαμπώνω, κόρη· τρέμω
τα γόνα να σου αγγίξω, αβάσταχτος καημός κι ας με βαραίνει.
Χτες μόλις γλίτωσα, αφού πέρασα στο πέλαο το κρασάτο 170
είκοσι μέρες· τόσες μ᾽ έδερναν το κύμα κι οι άγριες μπόρες,
απ᾽ το νησί μακριά ως εκίνησα, την Ωγυγία· και τώρα
με ρίχνει ο θεός εδώ, για βάσανα καινούργια λέω· να πάψουν
δεν καρτερώ· πιο πριν οι αθάνατοι μού ᾽χουν πολλά γραμμένα.
Όμως, αρχόντισσα, σπλαχνίσου με, σε σένα πρωτοφτάνω 175
μετά από χίλια μύρια βάσανα· κανένα από τους άλλους,
που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη γης εδώ, δεν ξέρω.
Το κάστρο δείξε μου, και δώσε μου να βάλω ένα κουρέλι,
αν πήρες, απ᾽ το σπίτι φεύγοντας, τα ρούχα να τυλίξεις·
και να χαρείς απ᾽ τους αθάνατους ό,τι ποθεί η καρδιά σου, 180
άντρα και σπίτι, και το μόνιασμα ποτέ να μη σας λείψει
το ζηλεμένο· τι δε βρίσκεται στον κόσμον άλλο τόσο
τρανό καλό, παρά το σπίτι του με μια μονάχα γνώμη
να κυβερνάει μαζί το αντρόγενο ― τρανή χαρά στους φίλους,
και στους οχτρούς καημός, μα πιότερο τί αξίζει ατοί τους νιώθουν!» 185
Ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐκ πυκινῆς δ᾽ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ
φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροῒ μήδεα φωτός.
βῆ δ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ἀλκὶ πεποιθώς, 130
ὅς τ᾽ εἶσ᾽ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δαίεται· αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν
ἠὲ μετ᾽ ἀγροτέρας ἐλάφους· κέλεται δέ ἑ γαστὴρ
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν·
ὣς Ὀδυσεὺς κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισιν ἔμελλε 135
μίξεσθαι, γυμνός περ ἐών· χρειὼ γὰρ ἵκανε.
σμερδαλέος δ᾽ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ,
τρέσσαν δ᾽ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ᾽ ἠϊόνας προὐχούσας·
οἴη δ᾽ Ἀλκινόου θυγάτηρ μένε· τῇ γὰρ Ἀθήνη
θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων. 140
στῆ δ᾽ ἄντα σχομένη· ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς,
ἢ γούνων λίσσοιτο λαβὼν εὐώπιδα κούρην,
ἦ αὔτως ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι
λίσσοιτ᾽, εἰ δείξειε πόλιν καὶ εἵματα δοίη.
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, 145
λίσσεσθαι ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι,
μή οἱ γοῦνα λαβόντι χολώσαιτο φρένα κούρη.
αὐτίκα μειλίχιον καὶ κερδαλέον φάτο μῦθον·
«Γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· θεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι;
εἰ μέν τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, 150
Ἀρτέμιδί σε ἐγώ γε, Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ᾽ ἄγχιστα ἐΐσκω·
εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν, τοὶ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσι,
τρισμάκαρες μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
τρισμάκαρες δὲ κασίγνητοι· μάλα πού σφισι θυμὸς 155
αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται εἵνεκα σεῖο,
λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν.
κεῖνος δ᾽ αὖ περὶ κῆρι μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων,
ὅς κέ σ᾽ ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ᾽ ἀγάγηται.
οὐ γάρ πω τοιοῦτον ἐγὼ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν, 160
οὔτ᾽ ἄνδρ᾽ οὔτε γυναῖκα· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.
Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα·
ἦλθον γὰρ καὶ κεῖσε, πολὺς δέ μοι ἕσπετο λαὸς
τὴν ὁδὸν ᾗ δὴ μέλλεν ἐμοὶ κακὰ κήδε᾽ ἔσεσθαι. 165
ὣς δ᾽ αὔτως καὶ κεῖνο ἰδὼν ἐτεθήπεα θυμῷ
δήν, ἐπεὶ οὔ πω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης,
ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαί τε τέθηπά τε, δείδιά τ᾽ αἰνῶς
γούνων ἅψασθαι· χαλεπὸν δέ με πένθος ἱκάνει.
χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον· 170
τόφρα δέ μ᾽ αἰεὶ κῦμ᾽ ἐφόρει κραιπναί τε θύελλαι
νήσου ἀπ᾽ Ὠγυγίης· νῦν δ᾽ ἐνθάδε κάββαλε δαίμων,
ὄφρα τί που καὶ τῇδε πάθω κακόν· οὐ γὰρ ὀΐω
παύσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἔτι πολλὰ θεοὶ τελέουσι πάροιθεν.
ἀλλά, ἄνασσ᾽, ἐλέαιρε· σὲ γὰρ κακὰ πολλὰ μογήσας 175
ἐς πρώτην ἱκόμην, τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τινα οἶδα
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν.
ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι,
εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾽ ἰοῦσα.
σοὶ δὲ θεοὶ τόσα δοῖεν ὅσα φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, 180
ἄνδρα τε καὶ οἶκον καὶ ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν
ἐσθλήν· οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον,
ἢ ὅθ᾽ ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον
ἀνὴρ ἠδὲ γυνή· πόλλ᾽ ἄλγεα δυσμενέεσσι,
χάρματα δ᾽ εὐμενέτῃσι· μάλιστα δέ τ᾽ ἔκλυον αὐτοί.» 185