Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 5 στ. 116-170
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στου Ερμή τα λόγια τούτα
επάγωσε, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ζηλόφτονοι θεοί κι ανέσπλαχνοι, πιο πάνω εσείς απ᾽ όλους!
Με άντρα θνητό δε σας καλόρχεται θεά ποτέ να σμίξει,
αν κάποιου θέλησε συγκόρμισσα στα φανερά να γένει. 120
Για την Αυγή τη ροδοδάχτυλη, που τον Ωρίωνα πήρε,
ζήλια τρανή οι θεοί οι τρισεύτυχοι δε νιώθατε, ως την ώρα
που πήγε η αγνή χρυσόθρονη Άρτεμη στης Ορτυγίας τα μέρη
και τόνε σκότωσε με απόνετες χτυπώντας τον σαγίτες;
Κι η Δήμητρα όμοια η καλοπλέξουδη νικήθηκε απ᾽ τον πόθο 125
και σε χωράφι τριπλογύριστο με τον Ιάσιο εχάρη
γλυκό φιλί κι αγκάλη· γρήγορα το μήνυμά τους όμως
ήρθε στο Δία, που με αστροπέλεκο τον σκότωσε φλογάτο.
Κι εμένα τώρα με ζηλεύετε πού ᾽χω θνητό κοντά μου·
Όμως αυτόν εγώ τον γλίτωσα, σαν έφτασε καβάλα 130
σε μια καρένα, μόνος· τ᾽ άρμενο τού τό ᾽χε ο Δίας τσακίσει
μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι·
οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χαθήκαν, μόνο ετούτον
τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν εδώ πέρα.
Κι εγώ τον γνοιάζομουν, τον έθρεφα, και τό ᾽χα στο μυαλό μου, 135
αν μείνει, να τον κάνω αθάνατο κι αγέραστο για πάντα.
Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντοσκουταράτου
να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
Ας πάει λοιπόν, αφού το θέλησεν ο Δίας και το προστάζει,
να παραδέρνει στ᾽ άγρια πέλαγα· μα συνοδειά δε δίνω· 140
δεν έχω εγώ μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Μα θα του δώσω την ορμήνια μου και δε θα του την κρύψω,
για να γυρίσει πίσω ανέβλαβος στη γη την πατρική του.»
Κι ο Αργοφονιάς τής αποκρίθηκεν ο ψυχολάτης τότε: 145
«Να φύγει, ως είπες, άσ᾽ τον λεύτερο, κι απ᾽ την οργή φυλάξου
του Δία, να μην ξεσπάσει πάνω σου μια μέρα η μάνητά του.»
Τα λόγια αυτά σαν είπε, ο δυνατός Αργοφονιάς μισεύει·
κι η σεβαστή ξωθιά, υπακούγοντας στα πού ᾽χε ο Δίας προστάξει,
πήρε το δρόμο τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα να σμίξει. 150
Τον βρήκε στο γιαλό να κάθεται· και μήτε που στεγνώναν
ποτέ τα μάτια του απ᾽ τα κλάματα, μόν᾽ τη γλυκιά ζωή του
του γυρισμού ο καημός την έλιωνε· καμιά χαρά πια τώρα
δεν τού ᾽δινε η ξωθιά, και πλάγιαζε τις νύχτες μες στα σπήλια
κοντά της απ᾽ ανάγκη ― θέλοντας εκείνη, μα άθελά του. 155
Κι όλες τις μέρες στο ακροθάλασσο καθόταν και στα βράχια,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
Κοντά του τότε εστάθη η αρχόντισσα θεά και του μιλούσε:
«Δε θέλω να μου κλαις, βαριόμοιρε, δε θέλω τη ζωή σου 160
να καταλυείς, τι πια ολοπρόθυμα θα σου σταθώ να φύγεις.
Μόν᾽ πάρε και μακριά πελέκησε μαδέρια, και μεγάλη
φτιάσε πλωτή, κι απάνω κάρφωσε σανίδες μια άκρη ως άλλη,
ψηλά, στο πέλαο τ᾽ αχνογάλαζο για να σε ταξιδέψουν.
Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί θα βάλω μέσα, 165
νά ᾽χεις να τρως, να μη σου λείψουνε και σε δαμάσει η πείνα·
και ρούχα θα σε ντύσω, κι άνεμο θα στείλω πίσω πρίμο,
να φτάσεις άβλαβος ολότελα στη γη την πατρική σου ―
αν οι θεοί το θέλουν, τ᾽ άσωστα που κυβερνούν ουράνια
κι είναι από μένα δυνατότεροι στη γνώση και στην πράξη.» 170
Ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων,
οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ᾽ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι
ἀμφαδίην, ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ᾽ ἀκοίτην. 120
ὣς μὲν ὅτ᾽ Ὠρίων᾽ ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
ἧος ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν.
ὣς δ᾽ ὁπότ᾽ Ἰασίωνι ἐϋπλόκαμος Δημήτηρ, 125
ᾧ θυμῷ εἴξασα, μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ
νειῷ ἔνι τριπόλῳ· οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος
Ζεύς, ὅς μιν κατέπεφνε βαλὼν ἀργῆτι κεραυνῷ.
ὣς δ᾽ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα 130
οἶον, ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
τὸν δ᾽ ἄρα δεῦρ᾽ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.
τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, ἠδὲ ἔφασκον 135
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων ἤματα πάντα.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾽ ἁλιῶσαι,
ἐρρέτω, εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει,
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον. πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε· 140
οὐ γάρ μοι πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
αὐτάρ οἱ πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω,
ὥς κε μάλ᾽ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργειφόντης· 145
«οὕτω νῦν ἀπόπεμπε, Διὸς δ᾽ ἐποπίζεο μῆνιν,
μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς ἀργειφόντης·
ἡ δ᾽ ἐπ᾽ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη
ἤϊ᾽, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων. 150
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον· οὐδέ ποτ᾽ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.
ἀλλ᾽ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι παρ᾽ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ· 155
ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα θεάων·
«Κάμμορε, μή μοι ἔτ᾽ ἐνθάδ᾽ ὀδύρεο, μηδέ τοι αἰὼν 160
φθινέτω· ἤδη γάρ σε μάλα πρόφρασσ᾽ ἀποπέμψω.
ἀλλ᾽ ἄγε δούρατα μακρὰ ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ
εὐρεῖαν σχεδίην· ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ᾽ αὐτῆς
ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον.
αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν 165
ἐνθήσω μενοεικέ᾽, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι,
εἵματά τ᾽ ἀμφιέσω, πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν,
ὥς κε μάλ᾽ ἀσκηθὴς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι,
αἴ κε θεοί γ᾽ ἐθέλωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε.» 170